«ΑΠΟΓΡΑΦΗ»,ως καταγραφή-απεικόνιση σε αρχείο της δημόσιας περιουσίας και των αποτελεσμάτων της, ταυτόχρονα με την ιδιωτική περιουσία του συνόλου των πολιτών ενός κράτους, συνιστά από την εποχή των Βυζαντινών, που ήταν οι πρώτοι διδάξαντες, την απόλυτη «γνώση-βάση» κάθε οικονομικής διαχείρισης και διακυβέρνησης. Ειδικά αυτήν τη γνώση, επειδή σχετίζεται με την «πραγματική οικονομική δυνατότητα-ισχύ» του κράτους, ουδείς τη μοιραζόταν, από την «Αναγέννηση» και μετά, με άλλους, ακόμα και όταν γύρευε συνεργασία, αλλά και στήριξη. Στον εικοστό αιώνα, μάλιστα, η προσπάθεια διείσδυσης σε τέτοιας φύσης πληροφορίες κρατικού αρχείου αποτελούσε μόνιμη αιτία διακρατικών προστριβών. Θεωρείτο, δηλαδή, «πολιτικό λάθος» διαχρονικά η διάθεση προς τα έξω τέτοιων στοιχείων.

Την τελευταία δεκαετία, όμως, θεσμοθετήθηκε μια ενιαία οικονομική διακυβέρνηση εντός Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς επεβλήθη στα κράτη να δημοσιοποιούν σε φορείς της τα οικονομικά τους στοιχεία. Λόγω αυτής ακριβώς της απόκτησης «γνώσης», ήτο εφικτές πλέον η πρόβλεψη και η αξιολόγηση δυνατοτήτων και αδυναμιών των κρατών από το ευρωπαϊκό «διευθυντήριο». Η απογραφή των δημοσιονομικών μας στοιχείων το έτος 2004, υπό το πρίσμα αυτής της θεώρησης και των μετέπειτα συνεπειών που είχε η δημοσιοποίηση της, είναι βεβαίως «πολιτικό ζήτημα» και ως τέτοιο μπορεί να κριθεί ως «πολιτικό λάθος». Είχαμε, όμως, «τότε» άλλη δυνατότητα επιλογής; Εχουμε «τώρα»;