
Τα πρόσφατα συλλαλητήρια με την πρωτοφανή λαϊκή συμμετοχή σε όλη την Ελλάδα, με αφορμή την επέτειο των δύο ετών από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, μετέφεραν το ηχηρό μήνυμα προς την κυβέρνηση ότι το κράτος, οι μεταφορές και η Δικαιοσύνη δεν λειτουργούν αποτελεσματικά στην Ελλάδα. Η παρατήρηση αυτή δεν είναι καινούργια. Την επιβεβαιώνουν τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας σχετικά με την πορεία του δείκτη ποιότητας διακυβέρνησης.
Από το 2004 και μετά, η ποιότητα διακυβέρνησης της χώρας πέφτει συνεχώς. Είτε έχει να κάνει με τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, είτε με τη γραφειοκρατία, είτε με τους κανόνες λογοδοσίας, τη ρυθμιστική ποιότητα, την αποτελεσματικότητα και τη διαφθορά, η εικόνα των τελευταίων τριάντα και πλέον ετών είναι ίδια: συνεχής υποβάθμιση της χώρας και διεύρυνση της απόστασης ανάμεσα σε αυτήν και την υπόλοιπη ευρωζώνη.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Κατά τη γνώμη μου, γιατί δεν έχουν γίνει, λόγω κυρίως πολιτικού κόστους, οι αναγκαίες γενναίες μεταρρυθμίσεις. Εκείνες οι μεταρρυθμίσεις που θα άλλαζαν τους κανόνες του παιχνιδιού δημιουργώντας ένα πιο δίκαιο, πιο αποτελεσματικό και πιο σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος. Πλέον δεν υπάρχει άλλο περιθώριο.
Η κοινωνία απαιτεί να δει δομικές αλλαγές σε όλους τους τομείς της δημόσιας διοίκησης. Και αυτές δεν θα προκύψουν με εμβαλωματικές πολιτικές, αλλά με πολιτικές «έξω από το κουτί». Ενα παράδειγμα σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η επιβολή διαφορετικών φορολογικών συντελεστών σε αγαθά με βάση τη βλάβη που προκαλεί η κατανάλωσή τους στην υγεία, όπως η ζάχαρη, τα κορεσμένα λίπη, ο καπνός, το αλκοόλ και το αλάτι. Μέχρι τώρα τι γίνεται; Το κράτος επιβάλλει υψηλούς ειδικούς φόρους κατανάλωσης για να αποκομίσει φορολογικά έσοδα.
Υπάρχουν, όμως, και άλλοι λόγοι: Οι ειδικοί φόροι κατανάλωσης, που αναφέρονται μερικές φορές και ως «φόροι αμαρτίας», επιβάλλονται σε προϊόντα των οποίων η κατανάλωση θεωρείται κοινωνικά ανεπιθύμητη. Ομως, η πολύ υψηλή φορολογία, για παράδειγμα, στον καπνό και στο αλκοόλ μπορεί να φαίνεται σωστή για τη βελτίωση της υγείας, αλλά ταυτόχρονα εξουθενώνει οικονομικά πολλούς συμπολίτες μας που δεν μπορούν να τα διακόψουν πλήρως και ενθαρρύνει την ανάπτυξη παράνομων αγορών, αμβλύνοντας έτσι τις θετικές επιπτώσεις ή ακόμη και αντιστρέφοντάς τες.
Η «διαφοροποιημένη φορολογία» δίνει έμφαση στη μείωση της βλάβης που συνδέεται με ορισμένα αγαθά, αντί της προσπάθειας να εξαλειφθεί αυτή εξ ολοκλήρου μέσω απαγορεύσεων ή υπερβολικά υψηλών φόρων. Είναι μια νέα προσέγγιση στον χώρο της δημόσιας υγείας, που απέχει από την παραδοσιακή λογική της πλήρους αποτροπής της κατανάλωσης. Διαφοροποιημένη φορολογία είναι μια μορφή δημοσιονομικής πολιτικής που οδηγεί στην επιβολή διαφορετικής φορολογικής επιβάρυνσης σε προϊόντα που θεωρείται ότι συνεπάγονται συγκεκριμένες αρνητικές εξωτερικές επιδράσεις, όπως βλάβη στην υγεία, στο περιβάλλον κ.λπ. Η διαφοροποιημένη φορολογία αποσκοπεί στη μεταβολή της συμπεριφοράς των καταναλωτών και στην προτροπή για καινοτομία εκ μέρους των παραγωγών, μεταβάλλοντας τις επιλογές τους σε πιο υγιεινές ή λιγότερο επιβλαβείς εναλλακτικές λύσεις.
Μια τέτοια φορολόγηση, επομένως, αναγνωρίζει ότι η αλλαγή της συμπεριφοράς μπορεί να συμβεί όχι μόνο μέσω της πλήρους παύσης ορισμένων επικίνδυνων ουσιών/προϊόντων, αλλά και μέσω της μετάβασης σε λιγότερο επιβλαβή υποκατάστατα. (π.χ. από ποτά με ζάχαρη σε χυμούς φρούτων/λαχανικών, από τσιγάρα σε εναλλακτικά προϊόντα καπνού που δεν καίγονται). Η επιτυχία της διαφοροποιημένης φορολογίας εξαρτάται από τη δυνατότητα διάκρισης μιας συγκεκριμένης ουσίας που μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη ή επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία ή το περιβάλλον (π.χ. παρουσία/απουσία καύσης για τα προϊόντα καπνού και νικοτίνης, περιεκτικότητα σε αιθανόλη για τα οινοπνευματώδη ποτά).
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ
Τα σχόλια του Νίκου Χατζηνικολάου