Quantcast

Οικονομία και κοινωνική δυσφορία

γράφει ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης*

*Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Αποτελεί ένα από τα θέματα προς διερεύνηση (και στην Ελλάδα και στο εξωτερικό) το γεγονός ότι, ενώ σε κοινωνίες αρκετοί οικονομικοί δείκτες πηγαίνουν αρκετά καλά, οι πολίτες δεν φαίνεται να είναι ικανοποιημένοι από την πορεία των πραγμάτων και αυτό το συνδέουν με την οικονομική κατάσταση. Βεβαίως, το θέμα δεν είναι καθόλου καινούργιο. Η περίφημη φράση «ευημερούν οι αριθμοί και δυστυχούν οι άνθρωποι» δεν είναι καινούργια (Γ. Παπανδρέου, δεκαετία του ’60).

Ομως, σήμερα το φαινόμενο έχει αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία κυρίως για δύο λόγους, ιδίως στην Ελλάδα: η γνώση του μέσου πολίτη για τα οικονομικά, αν και παραμένει χαμηλή, είναι πολύ καλύτερη από το παρελθόν. Το ίδιο ισχύει και για τους δημοσιογράφους, των οποίων το γενικό επίπεδο δυνατοτήτων διαχείρισης σύνθετων οικονομικών θεμάτων είναι, κατά τη γνώμη μου βέβαια, πολύ καλύτερο από αυτό της δεκαετίας των μνημονίων. Βεβαίως, και στους πολίτες και στα ΜΜΕ υπάρχει πάντοτε (και έχει αναλυθεί αρκετά) μια πάγια τάση να αναζητούν στη μελλοντική εξέλιξη τις μικρές (συνήθως) αρνητικές πιθανότητες. Ομως, το θέμα αυτό, από μόνο του, δεν ερμηνεύει το συγκεκριμένο φαινόμενο.

Σήμερα βιώνουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μια επιστροφή σε μια κανονικότητα των οικονομιών, μετά την ευρωπαϊκή κρίση του 2010, της COVID-19 του 2020, του πληθωριστικού κύματος του 2022 και της ενεργειακής κρίσης. Το ουκρανικό και η κρίση της Γάζας (Ερυθρά Θάλασσα) παράγουν παγκόσμια -και ενδεχομένως εκρηκτική- αβεβαιότητα, αλλά η επιστροφή της κινεζικής οικονομίας σε κανονικότερους ρυθμούς ανάπτυξης και η εντυπωσιακή προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας, όπως και η υπεραπόδοση του ευρωπαϊκού Νότου (και της Ελλάδας), δημιουργούν ένα διεθνές περιβάλλον ικανοποιητικών αμοιβών, χαμηλού πληθωρισμού, αλλά, όμως, σχετικά χαμηλής ανάπτυξης. Σε αρκετές, λοιπόν, κοινωνίες (ΗΠΑ, ευρωπαϊκές χώρες) αναπτύσσεται μια κοινωνική-πολιτική δυσφορία, που εκδηλώνεται και σε πολιτικά αποτελέσματα. Οπως, εξάλλου, γνωρίζουμε, το 2024 είναι παγκόσμιο (!) έτος πολιτικών αναμετρήσεων, με περισσότερες από 50 χώρες και 50% του παγκόσμιου πληθυσμού να συμμετέχουν σε εκλογικές αναμετρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, Ευρώπης και Ινδίας. Γενικώς παρατηρείται μια τάση ενίσχυσης των εθνικιστικών συντηρητικών απόψεων. Ενδεχομένως, η χαμηλή πτήση της οικονομικής δραστηριότητας, μαζί με την «αβέβαιη» (για τον πολύ κόσμο) έξοδο από το πληθωριστικό επεισόδιο, αλλά και -το σημαντικότερο- η πίεση από τη μεταναστευτική κίνηση που αισθάνεται ο παγκόσμιος Βορράς από τον παγκόσμιο Νότο, μαζί με τη γεωστρατηγική αστάθεια, ενισχύουν μια τάση δυσπιστίας απέναντι σε ορθολογικές οικονομικές πολιτικές και πυροδοτούν εύκολους λαϊκιστικούς ισχυρισμούς.

Η Ελλάδα, όμως, έχει μια πρόσθετη διάσταση: Η κρίση του 2010 καθήλωσε τα εισοδήματα σε χαμηλότερα επίπεδα, ενώ την ανάκαμψή τους, παρότι προβλέπεται και είναι αξιόλογη, θα τη δούμε να εξελίσσεται τα επόμενα δύο με τρία χρόνια, πάντως χωρίς διάθεση επιστροφής στην προ των μνημονίων τάση. Αποτελεί ερώτημα εάν θα βελτιωθούν οι απαισιόδοξες απόψεις των πολιτών. Με άλλα λόγια, στη μεταμνημονιακή Ελλάδα το πληθωριστικό επεισόδιο έχει σοβαρότερες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί.

Επιπροσθέτως, η προοπτική της ανάπτυξης στην ελληνική οικονομία είναι χαμηλών φιλοδοξιών, παρότι είναι πολύ καλύτερη από αυτή της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η προοπτική ενίσχυσης, δε, των εισοδημάτων, παρότι είναι αξιόλογη, δεν παίρνει τη μορφή αποκατάστασης σε επίπεδο που θα τα καθιστούσε συγκρίσιμα με προηγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Πώς θα μπορούσε να ανατραπεί αυτή η αρνητική προοπτική;

Είναι προφανές ότι τη λύση δεν θα μπορούσαμε να την αναζητήσουμε σε διεύρυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Εξάλλου, η αναζήτηση δημοσιονομικών ουδέτερων αναδιανεμητικών πολιτικών, που οραματίζεται κυρίως η αντιπολίτευση, σε έναν βαθμό μόνο (σχετικά περιορισμένο) θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα προσωπικά εισοδήματα, αφήνοντας κατά μέρος την πιθανότητα να αναπτυχθούν κίνδυνοι αποσταθεροποίησης.

Συνεπώς, ορθολογικά και αναπτυξιακά απομένουν οι εξής λύσεις:

α) Να διατηρηθεί η προβλεπόμενη αναπτυξιακή ένταση και να αποφευχθεί κάθε παρέκκλιση από αυτήν, στηριζόμενη κυρίως στην επενδυτική δραστηριοποίηση. Αυτή περιλαμβάνει μια αξιόλογη βελτίωση του μέσου πραγματικού μισθού ανά εργαζόμενο μέχρι το 2027 της τάξης του 34% σε σχέση με το 2022.

β) Να αναπτυχθούν πολιτικές με τις οποίες θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας 500.000 πολίτες (κυρίως γυναίκες και νέοι), οι οποίοι σήμερα βρίσκονται εκτός εργασίας και εκπαίδευσης (23% του πληθυσμού, έναντι 18,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου). Αυτό θα βελτίωνε σημαντικά τους αναπτυξιακούς ρυθμούς, αλλά θα βελτίωνε και τα προσωπικά εισοδήματα.

γ) Να μειωθούν η φοροδιαφυγή και η παράλληλη οικονομία στα επίπεδα γύρω στο 13% από 17% που εκτιμάται σήμερα και έτσι να εξοικονομηθούν πόροι για τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης και την ενίσχυση κρίσιμων υποδομών υγείας και παιδείας.

δ) Να γεφυρωθούν τα χάσματα δεξιοτήτων (εκπαίδευση, επιμόρφωση) για να βελτιωθούν οι αμοιβές των εξειδικευμένων εργαζομένων και να λυθούν θέματα απουσίας κατάλληλου εργατικού δυναμικού.

Καταλαβαίνω ότι τίποτα από τα παραπάνω δεν είναι θεαματικό και ενδεχομένως πολιτικά ελκυστικό. Ομως, αυτή είναι η πραγματικότητά μας.