Ομότιμος καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Οταν έρχεται η στιγμή να αποτιμήσουμε την αξία του χρόνου, δηλαδή την αξία που επισυνάπτουμε στο παρόν σε σχέση με το μέλλον, δεν είναι απαραίτητο ότι θα συμφωνήσουμε όλοι. Υπάρχουν πολίτες που δίνουν μεγάλη αξία στο παρόν, όπως π.χ. όταν έχεις επηρεαστεί από μια μεγάλη ασθένεια. Υπάρχουν και πολίτες που συζητούν για το μέλλον φθάνοντας και πέρα από τα όρια της παρούσας ζωής, όπως π.χ. οι θρησκευτικές αντιλήψεις για τη μετά θάνατο ζωή κ.λπ.

Υπάρχουν μάλιστα μελέτες πεδίου (ΕΚΠΑ, Metron Analysis κ.ά.) στις οποίες οι ερωτώμενοι καλούνται να αποτιμήσουν την αξία του παρόντος σε σχέση με αυτήν του μέλλοντος. Τα ευρήματα για την ελληνική κοινωνία δείχνουν μια σχεδόν ισορροπημένη στάση, αλλά με απόκλιση υπέρ του παρόντος. Αλλες κοινωνίες, π.χ. σκανδιναβικές ή αυτές της νότιας Ασίας (κομφουκιανισμός), δείχνουν μια εμφανή προτίμηση στο μέλλον.

Γιατί όμως είναι τόσο σημαντικό το θέμα αυτό και πώς σχετίζεται με την οικονομία; Η απάντηση βρίσκεται στη διαχείριση του δίπολου «κατανάλωση – επένδυση», δηλαδή με την ανάπτυξη. Εχει όμως και μια δεύτερη καθοριστική οικονομική διάσταση. Πρόκειται για τη διαχείριση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων κυρίως αλλά και των ιδιωτικών οικονομικών ελλειμμάτων. Κοινωνίες, νοικοκυριά και επιχειρήσεις που προτιμούν το παρόν, το κάνουν μέσω της διόγκωσης των ελλειμμάτων τους. Ομως, υπάρχει μια διαφορά. Στην περίπτωση της κοινωνίας, τα αποτελέσματα της απόφασης η οποία οδηγεί στη διόγκωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων έχουν σοβαρή χρονική υστέρηση απόφασης-αποτελέσματος. Αν αφορά μια μικρή χώρα, το διάστημα αυτό μπορεί να είναι ένα με τρία χρόνια, μέχρι δηλαδή το κόστος δανεισμού να δείξει σοβαρή αυξητική μεταβολή. Αν αναφερόμαστε στις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία, αυτό το διάστημα μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερο, παρόλο που οι αγορές κεφαλαίου (που δανείζουν) θα δείξουν την αρχική αντίδρασή τους σχετικά άμεσα. Στην περίπτωση όμως των νοικοκυριών η «πτώχευση» είναι σχεδόν άμεση, διότι οι πηγές δανεισμού (τράπεζες, φίλοι) στερεύουν πολύ γρήγορα. Στην περίπτωση των επιχειρήσεων ο περιορισμός έρχεται σχετικά σύντομα, αφού εξαρτάται κυρίως από τις τράπεζες.

Ζούμε σε μια εποχή κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι η διάθεση των κοινωνιών σε παγκόσμιο επίπεδο να ανταλλάξουν το μέλλον με το παρόν. Ο κόσμος έχει βγει από δύο μεγάλες κρίσεις, την κρίση του 2010 και της COVID, και ζει τρεις μεγάλους διαρκείς πολέμους (βόρεια Ευρώπη, Μέση Ανατολή και Αφρική). Ταυτοχρόνως, τα άτομα νιώθουν να έχουν μεγαλύτερο ειδικό βάρος (individual empowerment) και κυριαρχεί παντού (εικόνες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης) η σηματοδότηση ενός επιθυμητού υψηλότερου επιπέδου διαβίωσης. Παράλληλα, η οικονομία ασθμαίνει (κοσμική ύφεση) για πολλούς λόγους. Αυτός ο συνδυασμός οδηγεί τους ανθρώπους σε μια πιεστική στάση διεκδίκησης του παρόντος, δηλαδή πολιτικά τους οδηγεί να υποστηρίζουν πολιτικούς σχηματισμούς (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία, Τουρκία κ.λπ.) που τους υπόσχονται άμεση εκκαθάριση της καθημερινότητας, προστασία του πλούτου και των συνόρων, άμεση ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, γίνονται οπαδοί πολιτικών σχηματισμών που έχουν λαϊκιστικό και εθνικιστικό χαρακτήρα, με χαρακτηριστικό θέμα την αναβολή των επιβαρύνσεων που προκύπτουν για τις επόμενες γενιές.

Η ιστορία αυτή υπάρχει σε πλήρη μεγέθυνση στις ΗΠΑ, στη Γαλλία σε λίγο στην Ιαπωνία και σε αρκετές χώρες, αφού το παγκόσμιο χρέος αυξάνεται. Ο Τραμπ ψήφισε ένα νομοσχέδιο (Big Beautifull Bill) που περιορίζει την κοινωνική ασφάλιση (αλλά μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026!), εισάγει τη διατήρηση και την επιμήκυνση των φοροαπαλλαγών στην υψηλότερη μεσαία τάξη και εντέλει οδηγεί στη διεύρυνση του χρέους στις ΗΠΑ μεταξύ 2,5 και 3,5 τρις. δολαρίων! Ετσι σήμερα γίνονται σχεδόν όλοι ευτυχείς. Οι κεφαλαιαγορές (μέχρι τώρα) ανεβαίνουν σε όλο τον κόσμο. Αρα, οι άμεσοι και έμμεσοι (ασφαλιστικά ταμεία ΗΠΑ) κάτοχοι των μετοχών ωφελούνται. Η αύξηση του κόστους του χρέους των ΗΠΑ δεν έχει φανεί ακόμα ιδιαίτερα.

Ποια θα είναι η κατάληξη αυτής της πολιτικής; Στο καλό σενάριο οι αντιδράσεις της οικονομίας (επιτόκια, προσδοκίες) θα είναι δυσμενείς αλλά όχι ιδιαίτερης έντασης. Στο κακό σενάριο όμως η επιβάρυνση της εξυπηρέτησης του χρέους θα πυροδοτήσει πολιτικές συγκράτησής τους που συνδυάζονται με έντονα υφεσιακά φαινόμενα. Για να πραγματοποιηθεί όμως το σενάριο αυτό χρειάζεται και επιπλέον επιβαρυντικούς παράγοντες (π.χ. ρήξη στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις, απότομη διόγκωση των δημοσίων δαπανών) που μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν στον ορίζοντα. Εξάλλου, ο Tραμπ φαίνεται πάντοτε να υπαναχωρεί.

Ο μόνος σίγουρα χαμένος είναι ο ορθολογισμός της διοίκησης αναφορικά με το μέλλον των νεότερων γενεών, κάτι που είναι βαθιά ηθικό (πολιτικό) θέμα.