Η πρόσφατη παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη έδειξε έναν πολιτικό που επιδιώκει να επανέλθει στο προσκήνιο με όρους οράματος. Το όραμα αυτό φαίνεται να έχει ως κέντρο βάρους την έννοια «αναγέννηση».
Κατήγγειλε το σημερινό παραγωγικό μοντέλο ως «χρεοκοπημένο», μίλησε για «δείκτες ντροπής» και παρουσίασε ένα εθνικό σχέδιο ανάταξης εννέα σημείων, που εκτείνεται έως το 2030. Στους τίτλους του περιλαμβάνονται όροι όπως «ανάπτυξη-σοκ», «νέος πατριωτισμός» και «κοινωνική συνοχή». Επικοινωνιακά, πρόκειται για μια προσεγμένη απόπειρα επαναπροσδιορισμού.
Ομως, η κοινωνία δείχνει να αντιμετωπίζει το «φαινόμενο Τσίπρας» με συνεχή επιφύλαξη ακόμα. Τα στοιχεία των τελευταίων ερευνών το επιβεβαιώνουν: το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι θα ψήφιζαν σίγουρα/μάλλον ένα νέο κόμμα Τσίπρα βρίσκεται στο 22,3%, χαμηλότερα από το 29,1% του Μαΐου. Ακόμη πιο ανησυχητική για τον ίδιο είναι η κάμψη στο «σίγουρα θα ψήφιζα» 9,1% vs 12,6%. Ακόμη και στους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ του 2024, όπου η πρόθεση φτάνει το 71,2%, σημειώνεται πτώση σε σχέση με προηγούμενες μετρήσεις (75,4%).
Η εικόνα αυτή δείχνει ότι, παρά τις φιλοδοξίες του για «αναγέννηση», τα περιθώρια δυναμικής επανεμφάνισης στενεύουν. Τα μεγάλα-μάκρο λόγια δεν αρκούν. Οι πολίτες ζητούν πράξεις και αξιοπιστία, διότι εκεί είναι και η αχίλλειος πτέρνα του συγκεκριμένου πολιτικού. Ο Τσίπρας κινείται σήμερα σε μια γκρίζα ζώνη μεταξύ της πολιτικής του φθοράς (έναν νόμο/ένα άρθρο) και μιας «ελεγχόμενης» ικανότητας να συγκινήσει ξανά. Χρειάζεται ένταση δράσεων και «πετάλι», διότι διαφορετικά λόγω χαμηλής φοράς ακόμα θα χαθεί η ισορροπία του «οχήματος».