Οι Ελληνες διανύουν μια φάση συναισθηματικής κόπωσης υψηλής έντασης. Δεν έχουν απονευρωθεί, αλλά ούτε και εκρήγνυνται. Τα αρνητικά συναισθήματα -φόβος, οργή, απογοήτευση- εναλλάσσονται σε μια ψυχική κυκλική μοίρα, ενώ η ελπίδα προσπαθεί δειλά να βρει ρωγμή για να επανεμφανιστεί. Ζούμε ένα κοινωνικό μεσοδιάστημα που δεν είναι ούτε ρήξη ούτε παραίτηση – είναι ένα παρατεταμένο κράτημα της αναπνοής.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο ψυχικό κλίμα, ξεδιπλώνεται μια «ενδογαλάζια» διαμάχη με εξωτερικές συνέπειες. Ακούγονται αντιμαχόμενες διπολικές κουβέντες, στις οποίες ο ένας πόλος κάνει αναφορές για «ομηρία της Ελλάδας από την Τουρκία» και για εθνικά ζητήματα που δεν πρέπει να μπαίνουν σε διαπραγμάτευση και ο άλλος πόλος κάνει αντεπιθέσεις αναφερόμενος σε «μακάρια ακινησία» παρελθόντων ετών σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ακυρώνει το πολιτικό legacy/κληρονομιά κάποιων πρωθυπουργών. Ανάμεσά τους, σιωπηλά, περνά η σκιά της παραπομπής του πρώην υπουργού Υποδομών και Μεταφορών. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
Την ίδια στιγμή, το Κοινοβούλιο δυσκολεύεται να φέρει την αντιπαράθεση σε πολιτικό επίπεδο, παράλληλα και με το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Ο διάλογος γίνεται επιθετικός, συχνά κυνικός, και αντισυστημικοί πολιτικοί αρχηγοί λειτουργούν περισσότερο ως σύμπτωμα παρά ως αιτία. Η Βουλή δείχνει ανίκανη να θεραπεύσει τα κοινωνικά τραύματα ή να προσφέρει αφήγημα εθνικής αυτοπεποίθησης και υπερηφάνειας.
Τελικά, παθαίνουμε, ξανά παθαίνουμε, αλλά, τελικά, μαθαίνουμε; Ή η ελληνική πολιτική σκηνή είναι καταδικασμένη να επαναλαμβάνει τα λάθη της χωρίς καμία πρόθεση ενδοσκόπησης; Μέχρι να απαντήσουμε, η κοινωνία θα συνεχίσει να κρατά την αναπνοή της.