Σε επίπεδο θεωρίας είναι πολύ εύκολο -και ενδεχομένως αυτή να είναι μία από τις παγίδες στις οποίες έχει πέσει η ελληνική «διπλωματική σκέψη»- να αντιπαρερχόμαστε το πρόβλημα, αντιμετωπίζοντας κάθε κίνηση της Τουρκίας, ως απόρροια της εμπεδωμένης στρατηγικής σκέψης περί «Γαλάζιας Πατρίδας», ή την εκ των πραγμάτων αναθεωρητική διάθεσή της. Το ότι αναγνωρίζουμε «εξ όνυχος τον λέοντα», θα έπρεπε να μας υποχρεώνει να συνειδητοποιήσουμε ότι… κάπου κρύβεται και το υπόλοιπο λιοντάρι!

Αφού η Τουρκία διαπίστωσε ότι δεν μπορεί να υλοποιήσει τις πάγιες διεκδικήσεις της διά της ευθείας οδού, υιοθετεί δοκιμασμένες τακτικές από το… οθωμανικό παρελθόν της: την «πολιορκία», τον «αποκλεισμό» και τη χρήση Κερκόπορτας. Μια τέτοια επιχειρούν να ανοίξουν «πρόθυμοι» -κατά τα άλλα- σύμμαχοι Ευρωπαίοι αρχηγοί, προκειμένου να εισέλθει διά της πλαγίας η Τουρκία στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αλλωστε, λόγω του καθεστώτος της, η γειτονική χώρα έχει να προσφέρει στους πρόθυμους Ευρωπαίους, πολλά από όσα δεν βρίσκουν στις πατρίδες τους: αναλώσιμο ανθρώπινο υλικό, ατελείωτες επενδυτικές ευκαιρίες, αλλά και ένα δήθεν «έμπιστο» πρόσωπο στα ανατολικά σύνορα της Ε.Ε., δίπλα από τη φλεγόμενη και σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή…

Αλλά και την τακτική της «πολιορκίας» έχει επιλέξει η Τουρκία – αφού δεν μπορεί να επιτεθεί ευθέως στην Ελλάδα: έχει αναπτύξει στη δυτική και στην ανατολική Λιβύη, τώρα στην Αίγυπτο και ήδη στα βόρεια βαλκανικά σύνορά μας (π.χ. Αλβανία, Σκόπια), δυνάμεις, αλλά και σχέσεις που καθιστούν τη χώρα μας στρατηγικά περικυκλωμένη.

Η Ελλάδα δεν μπορεί και δεν πρέπει να πέσει στην παγίδα της απομόνωσης. Οφείλει να δημοσιοποιήσει αυτά τα σχέδια της γειτονικής χώρας, που μόνο αγαθά δεν είναι. Και ο εκνευρισμός της Αγκυρας, το τελευταίο διάστημα δείχνει ότι μάλλον έχουν γίνει θετικές κινήσεις, που πρέπει να πολλαπλασιαστούν. Και παράλληλα να δημιουργηθούν και νέες συνεργασίες με βαλκανικές -και όχι μόνο- χώρες. Τα πάσης φύσεως συμφέροντα οφείλουν να ευθυγραμμίζονται και να υποτάσσονται στο ύψιστο εθνικό συμφέρον.

Ευκταίο θα ήταν, η Ελλάδα να απαλλαγεί το ταχύτερο από τη μέγγενη της διπλής αλυσιτελούς εμμονής: των μεν που φορούν πανοπλία του «τουρκοφάγου» και των δε που -παρά τις προκλήσεις- εμμένουν στην ήπια γραμμή. Η εξίσωση των ελληνοτουρκικών είναι τυπικό δείγμα «αδύνατης εξίσωσης»: δεν λύνεται, δεν θα λυθεί. Θα υπάρχει, μεν, αλλά πρέπει να προσαρμοστεί στους όρους του εθνικού συμφέροντος.