Κάθε Σεπτέμβριο η Θεσσαλονίκη γίνεται το κέντρο της πολιτικής επικαιρότητας. Οι πολίτες περιμένουν από τον πρωθυπουργό ανακοινώσεις για ελαφρύνσεις, παροχές, υποσχέσεις. Ομως, η φετινή ΔΕΘ δεν μπορεί να είναι ακόμη μια από τα ίδια. Το ζητούμενο δεν είναι μερικές μειώσεις φόρων ή αποσπασματικά μέτρα. Αυτό που χρειάζεται η χώρα είναι μια νέα φορολογική συμφωνία. Γιατί; Διότι η μεσαία τάξη συνεχίζει να σηκώνει δυσανάλογο βάρος. Στη δεκαετή κρίση ήταν ο μεγάλος χαμένος. Σήμερα εξακολουθεί να ασφυκτιά: το κόστος ζωής αυξάνεται, η στέγη παραμένει απρόσιτη για πολλούς, οι φόροι και οι εισφορές εξακολουθούν να κόβουν βαθιά το διαθέσιμο εισόδημα. Η αίσθηση είναι ότι όποιος εργάζεται και προσπαθεί τιμωρείται.
Αρκεί να δούμε τα στοιχεία: Κάποιος που δηλώνει 40.000 ευρώ μεικτά τον χρόνο -κάτι που αντιστοιχεί σε λιγότερα από 2.000 ευρώ καθαρά τον μήνα- θεωρείται «υψηλό εισόδημα» και φορολογείται με συντελεστή 44%. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία, το ανώτατο κλιμάκιο ξεκινά από τα 300.000 ευρώ και πάνω. Η Ελλάδα έχει βάλει τον πήχυ εξαιρετικά χαμηλά. Ετσι, η κοινωνία παίρνει το λάθος μήνυμα ότι η πρόοδος δεν ανταμείβεται, αλλά τιμωρείται.
Την ίδια στιγμή, οι έμμεσοι φόροι παραμένουν στα ύψη. Ο ΦΠΑ στην Ελλάδα είναι από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε αγορά, από το σούπερ μάρκετ μέχρι το πρατήριο καυσίμων, επιβαρύνει κυρίως τους πιο αδύναμους. Οι έμμεσοι φόροι είναι άδικοι από τη φύση τους, διότι πλήττουν δυσανάλογα όσους έχουν χαμηλά εισοδήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τη μεγάλη ανισορροπία στη φορολογία κεφαλαίου. Στην Ελλάδα τα μερίσματα φορολογούνται με μόλις 5%. Πρόκειται για έναν από τους χαμηλότερους συντελεστές στην Ευρώπη. Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της απόκλισης, σε χώρες όπως η Γαλλία ή η Γερμανία η φορολογία των μερισμάτων ξεπερνά το 25%. Ετσι δημιουργείται μια προφανής αδικία: η εργασία να «τιμωρείται» με συντελεστές 40% και 44%, ενώ τα εισοδήματα από μερίσματα να απολαμβάνουν σχεδόν προνομιακή μεταχείριση. Αυτό όχι μόνο υπονομεύει την ισονομία, αλλά και στέλνει λάθος κοινωνικά μηνύματα, αφού ενθαρρύνει τη μετατροπή εισοδημάτων σε μερίσματα για να αποφεύγεται η υψηλή φορολόγηση. Το αποτέλεσμα είναι ένα φορολογικό μείγμα στραβό. Οι συνεπείς μισθωτοί πληρώνουν, ενώ η φοροδιαφυγή παραμένει άθικτη.
Μια κοινωνία, όμως, δεν μπορεί να χτίζεται πάνω στην αδικία. Χρειάζεται ένα νέο σύστημα που θα μετατοπίζει το βάρος από την εργασία και την κατανάλωση προς τη δίκαιη και αποτελεσματική άμεση φορολογία. Αυτό σημαίνει τρία πράγματα: Πρώτον, ουσιαστική αξιοποίηση της τεχνολογίας και των ηλεκτρονικών συναλλαγών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. Δεύτερον, αναθεώρηση των φορολογικών κλιμάκων ώστε να σταματήσει η τιμωρία της μεσαίας τάξης. Και, τρίτον, μείωση των έμμεσων φόρων που ροκανίζουν την καθημερινότητα όλων. Η φορολογία, όμως, δεν είναι το μόνο αγκάθι. Η χώρα χρειάζεται γενναίες μεταρρυθμίσεις και αλλού: στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στη λειτουργία των αγορών. Τα ολιγοπώλια που διατηρούν τις τιμές ψηλά, η γραφειοκρατία που πνίγει την επιχειρηματικότητα, οι καθυστερήσεις στη Δικαιοσύνη που σκοτώνουν την εμπιστοσύνη συνθέτουν ένα περιβάλλον που κρατά την οικονομία πίσω.
Η φετινή ΔΕΘ πρέπει να είναι σημείο αφετηρίας. Οχι απλώς βήμα για εξαγγελίες, αλλά τόπος όπου θα παρουσιαστεί ένα συνεκτικό σχέδιο. Μια τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει τομή. Να στείλει το μήνυμα ότι η χώρα έχει όραμα, ότι δεν κινείται με ημίμετρα, ότι δεν διαχειρίζεται απλώς την καθημερινότητα, αλλά σχεδιάζει το μέλλον. Αυτό περιμένουν να ακούσουν οι πολίτες, πως υπάρχει μια νέα κοινωνική συμφωνία. Ενα φορολογικό πλαίσιο που θα είναι απλό, κατανοητό, δίκαιο. Που θα ανακουφίσει τη μεσαία τάξη, θα περιορίσει τις ανισότητες και θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.
Η Ελλάδα έχει αποδείξει πολλές φορές ότι μπορεί να σταθεί όρθια σε δύσκολες συνθήκες. Τώρα χρειάζεται ένα νέο ξεκίνημα. Η φετινή ΔΕΘ μπορεί να σηματοδοτήσει ακριβώς αυτό, τη μετάβαση από την εποχή των μικρών διορθώσεων στην εποχή των μεγάλων τομών. Γιατί, χωρίς αυτές, η κοινωνία θα συνεχίσει να αισθάνεται εγκλωβισμένη σε ένα άδικο και αναποτελεσματικό σύστημα. Και αυτή είναι η μεγαλύτερη απειλή για την εμπιστοσύνη, την ανάπτυξη και τελικά για το ίδιο το μέλλον της χώρας.