Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Τώρα που ολοκληρώθηκε η πρώτη σειρά επαφών μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, μπορούμε να αποτολμήσουμε μια αναγκαστικά πρώιμη αποτίμηση για το πού είμαστε σήμερα και τι προσδοκίες επιτρέπεται να καλλιεργηθούν. Πάντοτε έχοντας κατά νου ότι τα πράγματα μπορούν να αλλάξουν γρήγορα. Δεν υπάρχει τίποτε γραμμικό στην εξέλιξη των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αν υφίσταται κάτι διαχρονικά, είναι η βεβαιότητα ότι η επόμενη κρίση είναι απλώς θέμα χρόνου. Και αυτό είναι απότοκο της βαθιά ριζωμένης αντίληψης ότι η επίλυση των διαφωνιών μας (και της διαφοράς μας περί των θαλάσσιων ζωνών) είναι όχι μόνο μια γεωπολιτική αντιπαράθεση, αλλά ένας ανταγωνισμός με πολιτισμική και ιστορική διάσταση. Το βάρος της ιστορίας και της διαμορφωμένης συνακόλουθα κουλτούρας δεν επιτρέπει αισιοδοξία.

Ποια είναι, όμως, τα δεδομένα της στιγμής; Πρώτον, η πολύμηνη πλέον αποκλιμάκωση. Η ηρεμία είναι απόλυτη. Οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις έχουν επιμελώς αποφύγει να προκαλέσουν ακόμη και την παραμικρή ενόχληση. Αυτό από μόνο του είναι εντυπωσιακό. Δεν έχει υπάρξει ποτέ στη μετά το 1974 ιστορία περίοδος μηδενικής παρουσίας της τουρκικής αεροπορίας στο Αιγαίο. Το μήνυμα που εκπέμπεται σταθερά εδώ και σχεδόν οκτώ μήνες είναι σαφές: Η Αγκυρα επιθυμεί την προσέγγιση ή, τουλάχιστον, είναι διατεθειμένη να αλλάξει τακτική για να μην υπονομεύσει την προσπάθεια. Οι λόγοι είναι προφανώς περισσότεροι από μια στενή απόφαση εξομάλυνσης. Είναι ευρύτερα γεωπολιτικοί και έχουν αναλυθεί εκτενώς (επαναπροσέγγιση με τη Δύση, ο πόλεμος στην Ουκρανία, ανάγκη αποκατάστασης των σχέσεων με Αίγυπτο και Ισραήλ κ.λπ.).

Δεύτερον, στην Αγκυρα έχει γίνει συνείδηση ότι σε αυτή τη συγκυρία η αντιπαράθεση με την Αθήνα έχει απείρως περισσότερο κόστος πάρα όφελος. Η αντοχή που έδειξε η Ελλάδα την περίοδο της όξυνσης έπληξε στην τουρκική ανάλυση την προηγούμενη βεβαιότητα περί ενός αδύναμου κράτους, ταλαιπωρημένου από τη δεκαετή δημοσιονομική κρίση και έτοιμου να προσαρμοστεί σε έναν εμφανώς αρνητικό συσχετισμό ισχύος και στις απαιτήσεις ενός ισχυρού γείτονα.

Τρίτον, η ελληνική πλευρά πάντοτε επιθυμούσε την εντός πλαισίου διαπραγμάτευση. Είναι θεμελιώδης προτίμηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής από τη δεκαετία του 1970 υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Τέταρτον, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, δεν υπάρχει ένδειξη ότι οι μαξιμαλιστικές θέσεις της Τουρκίας έχουν διαφοροποιηθεί. Η Αθήνα προσέρχεται στη διαπραγμάτευση έχοντας υπ’ όψιν τις τουρκικές θέσεις. Το μέλλον της διαπραγμάτευσης θα εξαρτηθεί από την Τουρκία. Η απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του ανατολικού Αιγαίου, το τουρκολιβυκό μνημόνιο και γενικά η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν είναι γόνιμες αφετηρίες. Και φυσικά νέες διχοτομικές προσπάθειες στην Κύπρο δεν θα διευκολύνουν την προσέγγιση.

Πέμπτον, η Χάγη είναι όντως μακριά και διαδικαστικά και επί της ουσίας. Η προοπτική, όμως, δεν είναι ουτοπική και η Αθήνα οφείλει να εξαντλήσει τις πιθανότητες.

Τέλος, το Κυπριακό είναι το κλειδί για μια βιώσιμη ειρήνη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Καμία συμφωνία επίλυσης δεν μπορεί να είναι μόνιμη αν δεν διευθετηθεί το Κυπριακό. Μια παράλληλη διαδικασία θα είχε ευεργετική επίδραση, αλλά μια ακόμη άγονη κατάληξη θα αποσταθεροποιούσε τη διμερή διάδραση.

Κάποιοι/ες θα ισχυριστούν ότι η Τουρκία παραμένει επιθετική και η όποια διαδικασία διαλόγου είναι χωρίς νόημα και κυρίως μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνη για τα ελληνικά συμφέροντα. Σε κάθε διαπραγμάτευση χρειάζονται καλή προετοιμασία, ευελιξία, άριστο διάβασμα της άλλης πλευράς και αποφασιστικότητα σε περίπτωση αδιεξόδου. Ομως, το ρίσκο είναι αναμφίβολα μικρότερο από τη διαχείριση της επόμενης κρίσης και τους «εκβιασμούς» που αυτή εγγενώς περιλαμβάνει. Η διεθνής πολιτική δεν είναι τίποτε άλλο από συγκυρίες. Τις ευνοϊκές επιχειρείς να τις εκμεταλλευτείς και τις αρνητικές να τις αντέξεις.