Η ανθρωπότητα παρακολουθεί μια νέα ιστορική φάση να εκτυλίσσεται σε παγκόσμια κλίμακα, με πρωταγωνιστή τον νέο Πρόεδρο των ΗΠΑ. Στην ουσία, παρατηρούμε τη θεαματική αντίδραση των ΗΠΑ στην υποχώρηση της πολιτικής και της οικονομικής κυριαρχίας τους στον κόσμο. Τα οικονομικά δεδομένα, που μπορούν ευκολότερα από τα πολιτικά να μετρηθούν, είναι ενδεικτικά της κάμψης της οικονομικής ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών. Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο πλησιάζει στο 1 τρισ. δολάρια, ενώ το έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών πληρωμών αγγίζει το 4% και το εξωτερικό χρέος της χώρας ξεπερνά το 120% του ΑΕΠ. Αν το δολάριο δεν ήταν διεθνές νόμισμα προερχόμενο από την πιο ισχυρή πολιτική δύναμη του πλανήτη, θα είχε καταρρεύσει. Π.χ. η Ελλάδα με παρόμοιο ύψος χρέους χρειάστηκε να ζητήσει ευρωπαϊκή συνδρομή για να μη χρεοκοπήσει το 2010.
Η υποχώρηση της ισχύος των ΗΠΑ μπορεί να εξηγήσει τη σκληρή προστατευτική πολιτική που ετοιμάζεται να εφαρμόσει ο νέος Πρόεδρος, υποσχόμενος στους Αμερικανούς ότι θα αντιμετωπίσει συσσωρευμένα οικονομικά τους προβλήματα. Παράλληλα, αδιαφορώντας για την κλιματική αλλαγή, στοχεύει με τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στην εξασφάλιση άφθονης και φθηνής ενέργειας για την ανάπτυξη της προστατευόμενης εγχώριας βιομηχανικής και της αγροτικής παραγωγής. Η πολιτική αυτή βρίσκει πολλούς υποστηρικτές, επειδή οι μέχρι σήμερα πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν τις δυσκολίες των μεσαίων κυρίως κοινωνικών στρωμάτων, ενώ παράλληλα η ανηλεής μεταναστευτική πολιτική του ικανοποιεί το αίσθημα «τάξης και ασφάλειας» των συντηρητικών ψηφοφόρων του.
Βέβαια, η εφαρμογή από τις ΗΠΑ προστατευτικής πολιτικής στα βιομηχανικά προϊόντα είναι ένδειξη αδυναμίας, καθώς από το 1945, μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, επέβαλαν, μέσω του παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, σε όλες τις χώρες να υιοθετήσουν το ελεύθερο διεθνές εμπόριο με όλο και χαμηλότερους δασμούς. Το γεγονός αυτό ωφέλησε την Κίνα και τις άλλες χώρες της Απω Ανατολής, καθώς οδήγησε στην παγκοσμιοποίηση των αλυσίδων παραγωγής, μέσω των αμερικανικών κυρίως επενδύσεων στις χώρες της Ασίας, που αξιοποιούσαν το χαμηλό κόστος και την αυξημένη παραγωγικότητα της εργασίας σε αυτές τις χώρες.
Η δασμολογική προστασία, που ευνοεί την ανάπτυξη της εθνικής βιομηχανίας, οδηγεί σε ένα ιδιότυπο οικονομικό εθνικισμό, όπως τον εφάρμοσε κυρίως η Γερμανία στον Μεσοπόλεμο προκειμένου να αντιμετωπίσει τις καταστροφικές για αυτήν συνέπειες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Οδηγεί βέβαια σε εμπορικό πόλεμο, αντί της συνεργασίας που προωθούν το ελεύθερο εμπόριο και οι διεθνείς επενδύσεις μέσω της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής. Ενας τέτοιος πόλεμος, όμως, μπορεί να εξελιχθεί σε πραγματικό. Επειδή οι φιλελεύθερες αμερικανικές παραδόσεις είναι ακόμη ισχυρές, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία, είναι πιθανό να πρόκειται για μια πολιτική περιορισμένης διάρκειας. Εξάλλου, οι τεχνολογικές δυνατότητες των ΗΠΑ είναι δεδομένες και μπορεί μέσω της προστασίας από εισαγωγές και της άφθονης και φθηνής ενέργειας αλλά και των κολοσσιαίων επενδύσεων για την τεχνητή νοημοσύνη, που ετοιμάζονται, να ανακτηθεί η πρωτοκαθεδρία της αμερικανικής βιομηχανίας έναντι κυρίως των Κινέζων ανταγωνιστών της – πράγμα εξαιρετικά δύσκολο, ενώ μέχρι τότε πιθανολογείται ότι θα έχουν ενσκήψει ένα νέο πληθωριστικό κύμα, λόγω της δασμολογικής προστασίας, και ίσως μια σοβαρή οικολογική καταστροφή του πλανήτη, λόγω της αδιαφορίας του νέου Προέδρου για την κλιματική αλλαγή.
Ομως, η εθνικιστική πολιτική του νέου Προέδρου δεν περιορίζεται μόνο στην οικονομική σφαίρα. Φαίνεται να συνοδεύεται και από πολιτικές κινήσεις που δεν συνιστούν καθαρά οικονομική πολιτική, καθώς αναπτύσσει νέες γεωπολιτικές επιδιώξεις, όπως στην περίπτωση της Διώρυγας του Παναμά, της Γροιλανδίας και του Καναδά, ώστε να ενισχυθεί η γεωπολιτική ισχύς των ΗΠΑ, έναντι της Κίνας κυρίως.
Το μέγα ερώτημα είναι ποια είναι η θέση της Ευρωπαϊκής Ενωσης και συνεπώς και της χώρας μας μπροστά σε αυτή την επιστροφή του ιδιότυπου εθνικισμού, δεδομένου ότι η δημιουργία της Ε.Ε. στηρίζεται ακριβώς στην υποχώρηση του εθνικισμού μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνεργασία σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο μεταξύ των χωρών που καταστράφηκαν από την όξυνση της εθνικής περιχαράκωσης την περίοδο του Μεσοπολέμου. Συνεπώς, η με αμερικανική ενθάρρυνση ισχυροποίηση των εθνικιστικών ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων στις χώρες της Ε.Ε. (Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Αυστρία κ.α.), λόγω κυρίως της αδυναμίας των «κατεστημένων» πολιτικών δυνάμεων να απαντήσουν στα προβλήματα της μεσαίας και χαμηλότερης κοινωνικής τάξης, σταδιακά μπορεί να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ιδίως σε μια εποχή που η πολιτική κρίση στους δύο πυλώνες της, τη Γερμανία και στη Γαλλία, είναι σε εξέλιξη. Επιπλέον, στο γεωπολιτικό πεδίο η σχετική αδιαφορία του νέου Αμερικανού Προέδρου για την άμυνα της Ευρώπης θα περιορίσει την παραδοσιακή αμερικανική παρουσία και μπορεί να οδηγήσει σε περιπέτειες, εκτός αν η ίδια η Ευρώπη κατορθώσει να μετατρέψει τη σημερινή δυσκολία σε ευκαιρία, δηλαδή να συμφωνήσει για μια κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και να καταβάλει από κοινού το κόστος της. Πράγμα μάλλον αβέβαιο.
Ολες αυτές οι σχετικά απαισιόδοξες εξελίξεις αφορούν και τη χώρα μας. Παρότι στην παρούσα φάση η Ελλάδα αποτελεί νησίδα σταθερότητας μέσα στον συνταρασσόμενο κόσμο, η στροφή στον εθνικισμό μπορεί να μην αφήσει αλώβητη τόσο την εύθραυστη ακόμη οικονομία της, καθώς εξέρχεται από την πολύχρονη βαθιά κρίση, όσο και την άμυνά της μπροστά σε έναν επικίνδυνο γείτονα. Χρειάζονται συνεπώς εγρήγορση από την κυβέρνηση και σωφροσύνη από ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και τους Ελληνες πολίτες.