Οι τελευταίες εξελίξεις στον ενεργειακό τομέα διευρύνουν την ελληνοτουρκική αντιπαράθεση προς νέα πεδία ανταγωνισμού εν μέσω διεθνούς αστάθειας και ενός επιδεινούμενου διμερούς κλίματος. Οι ελληνικές επιτυχίες με τη διατλαντική διάσκεψη της Αθήνας και την επανενεργοποίηση του σχήματος 3+1 (με ΗΠΑ, Ισραήλ και Κύπρο) προφανώς δεν θα μείνουν αναπάντητες από την Αγκυρα. Πιθανότατα θα κινηθεί παντί τρόπω προκειμένου να υπονομεύσει τα ελλαδικά / κυπριακά σχέδια. Αλλωστε από καιρού προωθεί ανταγωνιστικές εναλλακτικές διαδρομές, με την ίδια στο επίκεντρο. Επομένως η χώρα μας καλείται να διανύσει με επιτυχία έναν πολυετή μαραθώνιο, παρά τα εσωτερικά εμπόδια και την εξωτερική υπονόμευση.
Στο εσωτερικό πεδίο πρωτίστως θα απαιτηθεί μια πολύπλευρη προετοιμασία που θα υπερβαίνει τις συνήθεις χρονοβόρες διαδικασίες αδειοδότησης, οι οποίες απώθησαν ενεργειακούς κολοσσούς στο πρόσφατο παρελθόν. «Στην Αίγυπτο οι άδειες προχωρούν γρήγορα, στην Κύπρο πιο αργά, στην Ελλάδα ακόμη πιο αργά», είχε δηλώσει ανώτατο στέλεχος της ExxonMobil. Πράγματι, η περιβαλλοντική αδειοδότηση προσέκρουσε παλαιότερα σε περιβαλλοντικές οργανώσεις που ενέπλεξαν τους υποψήφιους -αλλά φύσει ανυπόμονους- επενδυτές σε μακρόχρονες δικαστικές περιπέτειες, με αποτέλεσμα να αποχωρήσουν. Επιπρόσθετα, οι οικονομικοί όροι των συμφωνιών εξόρυξης αναμένεται να προκαλέσουν κομματικές αντιπαραθέσεις, χωρίς να αποκλείονται οι διαφορές απόψεων μεταξύ κυβερνήσεων -αλλά και μεταξύ διαδοχικών υπουργών- δεδομένων και των πρόσφατων παλινωδιών μεταξύ των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και των υδρογονανθράκων.
Στο εξωτερικό πεδίο επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή. Η ανάδειξη της Ελλάδας σε ενεργειακό κόμβο, συνδυάζοντας προς τον Βορρά το σχέδιο του Κάθετου Διαδρόμου (διασύνδεση της Αλεξανδρούπολης με την Ουκρανία) και προς την Ανατολή τον IMEC (την όδευση Ινδίας – Μέσης Ανατολής – Ελλάδας – Ευρώπης), αναμφισβήτητα συνιστά στρατηγικό εθνικό στόχο. Εάν τα σχέδια υλοποιηθούν, τα οικονομικά και τα γεωστρατηγικά οφέλη θα είναι πολλαπλά (όπως έχω αναλυτικά περιγράψει στο τελευταίο βιβλίο μου «Για μια νέα στρατηγική απέναντι στην Τουρκία»). Πρόκειται όμως για μακρόχρονο αγώνα δρόμου που απαιτεί σταθερή προσήλωση στον στόχο, ορθή ανάγνωση των περιφερειακών εξελίξεων και τάχιστες αποφάσεις.
Για την Αγκυρα, η ενδυνάμωση ενός άξονα Ελλάδας – Κυπριακής Δημοκρατίας – Ισραήλ, με αμερικανική μάλιστα στήριξη, συνιστά εφιαλτικό σενάριο την ώρα που η ίδια προωθεί μεθοδικά εδώ και καιρό τους δικούς της, ευθέως ανταγωνιστικούς, διεθνείς διαδρόμους («Μεσαίο Διάδρομο» μέσω κεντρικής Ασίας, «Δρόμο Ανάπτυξης» μέσω Ιράκ κ.λπ.). Δεν θα διστάσει γι’ αυτό να μετέλθει κάθε μέσου προκειμένου να προωθήσει τα συμφέροντά της. Στα πιθανότερα σενάρια περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η αποστολή γεωτρυπάνων νότια της Κρήτης συνοδεία φρεγατών και η παρεμπόδιση παλαιών και νέων σχεδίων ηλεκτρικής διασύνδεσης (GSI, GREGY).
Αυτό το νέο πεδίο ανταγωνισμού διευρύνει εκ των πραγμάτων τον κατάλογο των ελληνοτουρκικών σημείων τριβής καθώς προστίθεται στις ελληνικές απόπειρες για άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο πέρα από τα έξι ναυτικά μίλια: τον αγωγό EastMed, τα υπεράκτια αιολικά και θαλάσσια πάρκα, τον Θαλάσσιο Χωροταξικό Σχεδιασμό και την ηλεκτρική διασύνδεση GSI. Ολες προσέκρουσαν σε τουρκικές αντιδράσεις και τα περισσότερα πάγωσαν «προσωρινά».
Απουσιάζει κατά τα φαινόμενα ένα συνολικό σχέδιο αποφασιστικής αλλά και ρεαλιστικής αντιμετώπισης, την ώρα που η απογοήτευση από τις (φρούδες) ελπίδες, οι οποίες καλλιεργήθηκαν με τη Διακήρυξη των Αθηνών για «ήρεμα νερά», μετεξελίσσεται σε ανησυχία: καθυστερούν οι πολυδιαφημισμένες επαφές σε επίπεδο ηγετών και εγκαταλείπονται οι ψευδαισθήσεις ότι θα προσφεύγαμε από κοινού στη Χάγη και ότι η «ηρεμία» θα διαρκούσε ακόμη και χωρίς «λύσεις».
Στο πλαίσιο της αναζήτησης διεξόδου θα πρέπει να εντάσσεται εξάλλου η αιφνίδια προσπάθεια «αλλαγής» του ελληνοτουρκικού πλαισίου με την πρόταση για «Διάσκεψη 5×5 της ανατολικής Μεσογείου». Το σχέδιο πάσχει συνολικά σε σύλληψη, διαδικασία και ουσία. Ανακοινώθηκε πρόχειρα, πιθανότατα ενόψει μιας φημολογούμενης αμερικανικής παρέμβασης στην περιοχή μας, χωρίς να προηγηθεί στοιχειώδης διπλωματική προεργασία, ενώ παραμένει ακόμη υπό μελέτη στο υπουργείο Εξωτερικών. Εντύπωση προκαλεί και η πενία νέων ιδεών αφού επαναφέρουμε παλαιότερη (2020) πρόταση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν(!), την οποία αποδεχθήκαμε τον Οκτώβριο του 2020 υπό την πίεση του «Oruc Reis» στην ελληνική ΑΟΖ και της «μεσολάβησης» της Ε.Ε. Την οποία αργότερα (ορθά) απορρίψαμε, όταν αντιληφθήκαμε πού οδηγούσε.
Γιατί λοιπόν ξαφνικά επαναφέρουμε ένα σχέδιο που ως τουρκικής έμπνευσης στοχεύει στην επιβολή της «Γαλάζιας Πατρίδας» σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο, αλλά και στην αναβάθμιση των κατεχομένων εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας; Πέρα από τα προβλήματα ως προς την επιλογή των κρατών που θα προσκληθούν, προβάλλει το κυρίαρχο ερώτημα: τελικά, γιατί θα είναι πιο επικερδής για τον Ελληνισμό μια πολυμερής και προβληματική διαπραγμάτευση με κυρίαρχη την Αγκυρα, όταν ουδέν πρόβλημα έχει επιλυθεί διμερώς; Αντιθέτως, γιατί όχι μια γνήσια ελληνική πρωτοβουλία παράλληλων διμερών κινήσεων προς κάθε γείτονα ξεχωριστά, προκειμένου να προωθηθούν οι δικοί μας στόχοι για οριοθέτηση – προκήρυξη – έρευνα – αξιοποίηση; Στόχοι που ταυτόχρονα θα ήταν απόλυτα συμβατοί με τις ενεργειακές επιδιώξεις («drill baby, drill») του Τραμπ.
Προκειμένου να υλοποιηθούν με εθνικά κέρδη οι πρόσφατες ελπιδοφόρες προσπάθειες και να αποτραπούν οι τουρκικές επιδιώξεις υπονόμευσης, απαιτούνται συνεχής εγρήγορση και «έξυπνα» διεκδικητική στρατηγική, εν μέσω μείζονων προκλήσεων στην περιοχή μας.