Η Ελλάδα, τα τελευταία έτη, εγκατέλειψε τον ρόλο του σιωπηλού παρατηρητή στον ευρύτερο ενεργειακό σχεδιασμό της ανατολικής Μεσογείου και επανεισάγει τον εαυτό της ως συντελεστή με γεωπολιτική ισοτιμία και με θεσμικά κατοχυρωμένα κυριαρχικά δικαιώματα. Η προώθηση της ενεργειακής έρευνας και εκμετάλλευσης νοτίως και νοτιοδυτικώς της Κρήτης και ο σχεδιασμός για τη σύσταση θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών και πάρκων συνιστούν επιλογές στρατηγικού βάθους. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι οι εν λόγω ενέργειες, ενώ ερείδονται επί της διεθνούς νομιμότητας, έχουν προκαλέσει μια νέα φάση τουρκικής ταραχής, διολισθαίνουσας από το επίπεδο της ρητορικής στη μορφή της διασποράς κρίσεων «χαμηλής εντάσεως» μέσω τρίτων ή προβαλλόμενων οργανισμών και σχημάτων.
Η Τουρκία έχει επενδύσει επί δεκαετίες σε μια πολιτική σταδιακής υποκατάστασης του διεθνούς δικαίου της θάλασσας με ένα ιδιότυπο γεωπολιτικό νεο-οθωμανικό πλαίσιο, το οποίο διαβάζει τις θαλάσσιες ζώνες όχι ως νομικά καθεστώτα αλλά ως διαχειρίσιμα στρατηγικά κενά. Η Ελλάδα, ενεργώντας με την ωριμότητα ενός κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, της UNCLOS και του ΝΑΤΟ, απαντά όχι με προκλήσεις αλλά με έργα ουσίας: με την παραχώρηση οικοπέδων για έρευνες υδρογονανθράκων στην ExxonMobil και τη Chevron, με την επιτάχυνση των περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων και με την ακριβή οριοθέτηση του εύρους των δυνητικών της θαλάσσιων δικαιωμάτων.
Είναι ακριβώς αυτή η στρατηγική αφύπνιση που δημιουργεί πρόβλημα στην Τουρκία. Διότι υπονομεύει το επιχείρημά της περί «διαφιλονικούμενων περιοχών» και θέτει, de facto, τη διεθνή κοινότητα ενώπιον της ευθύνης να επιλέξει ανάμεσα σε νομική ορθότητα και γεωστρατηγικό καταναγκασμό.
Ο ελληνικός σχεδιασμός για τη δημιουργία θαλάσσιων πάρκων στη Μεσόγειο, με πρώτη εφαρμογή στις θαλάσσιες περιοχές της Κρήτης και του Ιονίου, δεν είναι απλώς μια οικολογική πρωτοβουλία. Συνιστά, επί της ουσίας, μια πράξη διοικητικής και λειτουργικής κατοχύρωσης αρμοδιοτήτων εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, στο πλαίσιο των σχετικών άρθρων της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS). Η περιβαλλοντική προστασία του θαλάσσιου χώρου -η οποία προϋποθέτει έρευνες, επιτήρηση, επιβολή κανόνων- είναι από τις πλέον ισχυρές εκφάνσεις άσκησης δικαιωμάτων και μάλιστα υπό τη θετική νοηματοδότηση της βιωσιμότητας και της συμμόρφωσης με την ευρωπαϊκή πράσινη στρατηγική.
Η Τουρκία, η οποία δεν έχει κυρώσει την UNCLOS και λειτουργεί εκτός του ευρωπαϊκού ρυθμιστικού πλαισίου, αντιλαμβάνεται τις προστατευόμενες περιοχές όχι ως περιβαλλοντικά όρια αλλά ως πολιτικά σύνορα. Και επειδή ακριβώς γνωρίζει ότι δεν μπορεί να τις εμποδίσει σε επίπεδο διεθνών θεσμών, επιλέγει να τις υπονομεύσει μέσω θορύβων: παραγόμενων αφηγημάτων περί «στρατιωτικοποίησης», «αποκλεισμών» ή «απειλών στη ναυσιπλοΐα».
Οι τελευταίες εντάσεις που καταγράφονται εκ μέρους της Λιβύης στο μεταναστευτικό δεν είναι αυθόρμητες. Εντάσσονται σε ένα συνεκτικό σχέδιο δημιουργίας εντυπώσεων και ανατροφοδότησης της έννοιας του «αντιλεγόμενου status». Η Αγκυρα δεν επιτίθεται κατά μέτωπον – γνωρίζει ότι η διεθνής συγκυρία και η ευρωπαϊκή επιτήρηση δεν επιτρέπουν τέτοιες ενέργειες. Προτιμά τη διολίσθηση σε γκρίζες πρωτοβουλίες, στοχεύοντας στην εσωτερική απονομιμοποίηση της ελληνικής πολιτικής μέσω διαρροών, συγχύσεων ή και «μοναχικών» αντιδράσεων, όπως αυτές που εσχάτως εμφανίστηκαν στην περιοχή της ανατολικής Μεσογείου.
Δεν είναι τυχαίο ότι εντός της τουρκικής ρητορικής οι έρευνες νοτίως της Κρήτης περιγράφονται ως «επιθετικές», ενώ οι θαλάσσιες προστατευόμενες περιοχές συνδέονται με την «αποκλειστική χρήση θαλασσών» – μια ρητορική εκτροπή, προφανώς, σε πλήρη αντίθεση με το περιβαλλοντικό δίκαιο.
Η Ελλάδα, ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και του ΝΑΤΟ, αλλά και ως χώρα με άψογο ιστορικό συμμόρφωσης με το Διεθνές δίκαιο, διαθέτει έναν ανεκτίμητο θεσμικό πλούτο: το κύρος του predictability. Κανείς δεν φοβάται την Ελλάδα ως απρόβλεπτη δύναμη. Αντιθέτως, η τουρκική διπλωματία λειτουργεί μονίμως υπό το φάσμα της αναξιοπιστίας, της αποσπασματικής τακτικής και του συχνά εργαλειοποιημένου στρατιωτικού εκβιασμού.
Η θεσμική, πράσινη, φιλοεπενδυτική προσέγγιση της Αθήνας, ιδίως σε συνδυασμό με τη συνεργασία της με μεγάλες δυτικές εταιρείες όπως η ExxonMobil και η Chevron, δεν είναι μόνο οικονομική πρόοδος. Είναι εργαλείο κυριαρχικής ενδυνάμωσης. Καθιστά τα ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα ζώνες δυτικών συμφερόντων, ενταγμένες στον γεωενεργειακό χάρτη της Δύσης. Και αυτό η Αγκυρα το αντιλαμβάνεται ως στρατηγική ήττα.
Ωστόσο, εξίσου ανησυχητική με τις εξωτερικές προκλήσεις είναι η εσωτερική αποδόμηση της στρατηγικής αυτοπεποίθησης, όταν αυτή υπονομεύεται εκ των έσω από φωνές που -είτε από ιδεολογική ακαμψία, είτε από μικροπολιτικό τακτικισμό, είτε από ιστορική αφασία- βλέπουν πίσω από κάθε ελληνική πρωτοβουλία έναν προσχηματικό ελιγμό ή, ακόμη χειρότερα, μια καμουφλαρισμένη εθνική υποχώρηση. Η Ελλάδα, κατά την αντίληψη αυτή, βρίσκεται διαρκώς «υπό απειλή», διαπραγματεύεται πάντοτε «από θέση αδυναμίας» και κάθε θεσμική πράξη της ερμηνεύεται ως «ατύχημα» ή ως αποτέλεσμα διεθνούς πιέσεως. Αυτή η στάση δεν είναι απλώς ηττοπαθής. Είναι πολιτικά αναντίστοιχη με τη συγκυρία και θεσμικά επικίνδυνη, διότι εθίζει το εθνικό ακροατήριο σε έναν μονίμως φοβικό λόγο, ακυρώνοντας την αναγκαία αυτοεκτίμηση ενός κράτους που όχι μόνο διαχειρίζεται επαρκώς την κυριαρχία του, αλλά την προβάλλει με θετικό πρόσημο. Δεν είναι δείγμα πολιτικής ωριμότητας να συγχέεται η ορθολογική αποτροπή με την υποτέλεια, ούτε η διεθνής συνεργασία με την παραχώρηση. Η Ελλάδα δεν είναι το διαρκές θύμα του διεθνούς συστήματος – είναι ένας ενεργός και σεβαστός παίκτης που δεν οφείλει να απολογείται για την επιτυχία της. Διότι, εντέλει, ο μεγαλύτερος φόβος της Αγκυρας δεν είναι η ένταση. Είναι η κανονικότητα της ελληνικής κυριαρχίας, ασκούμενης ήρεμα, νόμιμα και αδιαπραγμάτευτα.