Καθηγητής Οικονομικών στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Στο μεγάλο θέμα της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου δεν φαίνεται να καταγράφουμε σπουδαίες επιδόσεις ως οικονομία. Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα το θέμα της μεταβολής των παραγωγικών δομών απουσίαζε παντελώς από τον δημόσιο διάλογο. Μόνο τελευταία το υπουργείο Ανάπτυξης το τοποθέτησε στο κέντρο της πολιτικής του και στη στρατηγική ανάπτυξης της οικονομίας θέτοντάς το ως βασική προϋπόθεση για τη βιώσιμη ανάπτυξη. Ομως τα εργαλεία πολιτικής που έχει στη διάθεσή του το υπουργείο Ανάπτυξης είναι αρκετά περιορισμένα για να μπορέσει να επιβάλει την άμεση αλλαγή του αναπτυξιακού υποδείγματος. Ετσι η συμμετοχή της μεταποίησης, της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας και των μεταλλείων στο ΑΕΠ παραμένει σε επίπεδα μικρότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.

Σε αυτή τη χρονική συγκυρία εμφανίζονται δύο βασικές προκλήσεις. Οι πρόσφατες ενεργειακές συμφωνίες, που καθιστούν την Ελλάδα κόμβο διακίνησης αλλά και παραγωγής υδρογονανθράκων, και η επιτακτική ανάγκη της Ε.Ε. να καλύψει το κενό που υπάρχει στις κρίσιμες πρώτες ύλες και στους ορυκτούς πόρους. Με αυτόν τον τρόπο η Ε.Ε. επιδιώκει να μειώσει την ευρωπαϊκή εξάρτηση από τρίτες χώρες σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες πρώτες ύλες σε μια περίοδο που η κατανάλωση αυξάνεται αλματωδώς. Σε αυτό το πλαίσιο η ελληνική οικονομία μπορεί να εκμεταλλευτεί τα δύο συγκριτικά πλεονεκτήματα. Το πρώτο προκύπτει από τη γεωγραφική θέση της και το δεύτερο από τη διαθεσιμότητα των ορυκτών πόρων, των μεταλλευμάτων και των κρίσιμων πρώτων υλών.

Αυτή λοιπόν η ευκαιρία δεν πρέπει να πάει χαμένη, αλλά να ενισχυθούν οι παραγωγικές δραστηριότητες που σχετίζονται με την ενέργεια, τους ορυκτούς πόρους και ιδιαίτερα με τις κρίσιμες πρώτες ύλες. Με αυτόν τον τρόπο η ενεργειακή στρατηγική και η μεταλλευτική δραστηριότητα μπορούν να αποτελέσουν μια πυξίδα για την παραγωγική αναδιάρθρωση εφόσον καθίστανται πλέον ως η βασική στρατηγική επιλογή μας. Για να γίνει εφικτή η στροφή -και παράλληλα να διευρυνθούν τα αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής επιλογής- χρειάζεται να συμπαρασύρει αρκετούς τομείς και παραγωγικούς κλάδους στην οικονομία. Και για να υλοποιηθεί αυτή η στρατηγική πρέπει να συνοδευτεί από μια σειρά διοικητικών πράξεων που αφορούν κυρίως τις περιβαλλοντικές αδειοδοτήσεις, την έγκριση των μελετών περιβαλλοντικών επιπτώσεων, την προσαρμογή του χωροταξικού και τέλος την ηπιότερη διαχείριση των ειδικών περιβαλλοντικών περιοχών.

Στο νέο ρυθμιστικό πλαίσιο απαιτείται ένας ουσιαστικός εκσυγχρονισμός τόσο στον τομέα των μεταλλευτικών δραστηριοτήτων όσο και στο περιβαλλοντικό πλαίσιο που θα συνοδεύει τις δραστηριότητες της ενέργειας. Το υφιστάμενο θεσμικό πλαίσιο βρίθει περιπτώσεων που θα μπορούσαν να προσαρμοστούν προκειμένου να διευκολύνουν τις επενδύσεις στους συγκεκριμένους κλάδους. Η Ελλάδα έχει αναλογικά τις περισσότερες εκτάσεις που έχουν χαρακτηριστεί ως Natura. Ο μεταλλευτικός κώδικας που καθορίζει τη μεταλλευτική παραγωγική δραστηριότητα στη χώρα είναι ουσιαστικά ο ίδιος από το 1973 με το Ν.Δ. 210/1973, ενώ ο κανονισμός μεταλλευτικών και λατομικών εργασιών, που αποτέλεσε το βασικό θεσμικό εργαλείο για τη λειτουργία της εξορυκτικής βιομηχανίας αναφορικά με τις συνθήκες ασφάλειας και ορθολογικής εκμετάλλευσης, παραμένει ο ίδιος από το 1984. Σήμερα οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων πριν εγκριθούν περνούν από τη «βάσανο» της δημόσιας διαβούλευσης, όπως γίνεται και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι την επόμενη ημέρα της έγκρισης της μελέτης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων έχουμε την κατάθεση προσφυγών για την ακύρωσή της για θέματα που έχουν λάβει ήδη έγκριση. Από την άλλη μεριά οι πραγματικοί χρόνοι αδειοδοτήσεων υπερβαίνουν ορισμένες φορές και τον έναν χρόνο της θεσμικής πρόβλεψης.

Η αναθεώρηση του περιβαλλοντικού πλαισίου της διαδικασίας αδειοδότησης καθώς και της χωροθέτησης απαιτεί ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες δεν έγιναν τα προηγούμενα χρόνια. Εξάλλου το ευρωπαϊκό πλαίσιο για τις κρίσιμες πρώτες ύλες -Critical Raw Material Act Regulation (EU) 2024/1252- επιβάλλει στα κράτη να ορίσουν υπηρεσία μίας στάσης, η οποία σε δύο χρόνια θα έχει παραδώσει όλες τις αδειοδοτικές διαδικασίες.

Η ενεργειακή πολιτική και η αξιοποίηση των ορυκτών πόρων μπορούν αμφότερες να απαντήσουν στα κρίσιμα ερωτήματα, που έχουν ανακύψει και αφορούν την ελλιπή ανταγωνιστικότητα και την προβληματική παραγωγικότητα της οικονομίας, και να αποτελέσουν τον ακρογωνιαίο λίθο για τη μεταβολή του παραγωγικού μοντέλου και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.