Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας, Ευρωπαϊκή Εδρα Jean Monnet, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός, πρώην αντιπρύτανης ΕΚΠΑ

Το πελατειακό κράτος αποτελεί ένα από τα πιο επίμονα φαινόμενα στην ελληνική πολιτική ζωή. Συνδέεται στενά με τις πολιτισμικές καταβολές που διαμορφώνουν ακόμη και σήμερα την αντίληψη σημαντικού μέρους των Ελλήνων πολιτών για το κράτος και τη δημόσια διοίκηση. Δεν πρόκειται απλώς για μια πολιτική παθογένεια, αλλά για ένα σύστημα κοινωνικής οργάνωσης που εκφράζει ιστορικές συνέχειες, πολιτισμικές αντιλήψεις και θεσμικές ανεπάρκειες. Η ρίζα του πελατειακού κράτους στην Ελλάδα μπορεί να εντοπιστεί ήδη από την εποχή της Τουρκοκρατίας, όπου η επιβίωση και η ευημερία του ατόμου εξαρτιόνταν σε μεγάλο βαθμό από τις προσωπικές του σχέσεις με την εξουσία – είτε αυτή ήταν ο τοπικός μπέης είτε ο κοινοτικός προεστός. Αυτή η λογική μεταφέρθηκε και στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος του 19ου αιώνα, το οποίο ιδρύθηκε με βάση δυτικά πρότυπα, αλλά βρήκε εφαρμογή σε ένα περιβάλλον με βαθιά ριζωμένες προκαπιταλιστικές και προσωποκεντρικές δομές.

Η καθυστερημένη έλευση της νεωτερικότητας στην Ελλάδα αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για την κατανόηση της πελατειακής λογικής. Ενώ στη δυτική Ευρώπη η νεωτερικότητα οδήγησε στον μετασχηματισμό της κοινωνίας βάσει του ορθολογισμού, του κράτους δικαίου και των απρόσωπων θεσμών, στην Ελλάδα αυτή η μετάβαση υπήρξε αργή, αποσπασματική και συχνά επιφανειακή. Το νεοελληνικό κράτος υιοθέτησε την αντιπροσωπευτική κοινοβουλευτική δημοκρατία και τον δυτικό διοικητικό μηχανισμό, χωρίς όμως να υπάρχουν οι κοινωνικές προϋποθέσεις και η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, που θα εξασφάλιζαν την ουσιαστική του λειτουργία. Ετσι, το κράτος απέκτησε μια «δυτική μορφή», αλλά λειτουργούσε σε ένα «ανατολικό» πολιτισμικό πλαίσιο, με παραδοσιακές πρακτικές και προσωποκεντρική λογική.

Σε κοινωνίες όπου οι θεσμοί αδυνατούν να ανταποκριθούν με αποτελεσματικότητα, συνέπεια και διαφάνεια στις ανάγκες των πολιτών, οι προσωπικές σχέσεις αναδεικνύονται ως εναλλακτικοί μηχανισμοί επίλυσης προβλημάτων. Η Ελλάδα χαρακτηρίζεται παραδοσιακά από ισχυρούς οικογενειακούς δεσμούς και έντονη κοινοτική ζωή, γεγονός που καλλιεργεί την αντίληψη ότι η εμπιστοσύνη και η αλληλεγγύη οφείλουν να στρέφονται πρωτίστως προς τα οικεία και τα γνωστά πρόσωπα.

Ισως, η ορθόδοξη κοσμοαντίληψη που επικράτησε ιστορικά στη χώρα μας συνέβαλε στην ανάδειξη της προσωπικής σχέσης ως πρωταρχικής μορφής κοινωνικής συνοχής. Σε αντίθεση με τη ρωμαιοκαθολική και κυρίως την προτεσταντική Δύση, όπου ενισχύθηκαν νωρίς η θεσμικότητα και η απρόσωπη λειτουργία του κράτους, η Ορθόδοξη Ανατολή έδωσε έμφαση στην κοινότητα, στην προφορική επικοινωνία και στο ήθος της άμεσης επαφής. Η Εκκλησία, ως θεσμός βαθιά ριζωμένος στη ζωή των ανθρώπων, ενίσχυσε την αξία της προσωπικής εγγύτητας και όχι της απρόσωπης τυπικότητας. Αυτή η βαθιά ενσώματη και προσωπική σχέση επεκτάθηκε και στην πολιτική ζωή: ο «προστάτης», ο «άνθρωπός μας», έγινε το βασικό εργαλείο διεκδίκησης δικαιωμάτων και ευκαιριών σε έναν κόσμο όπου το κράτος φαίνεται απρόσιτο, μακρινό ή και εχθρικό.

Στη σύγχρονη εποχή της πολυπλοκότητας και των αυξημένων απαιτήσεων, η επιβίωση -ακόμη και σε περιορισμένο βαθμό- του πελατειακού κράτους στη χώρα μας ως συστήματος διοίκησης και άσκησης εξουσίας έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για την οικονομική ανάπτυξη, την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική λειτουργία. Οταν οι πολιτικές αποφάσεις δεν λαμβάνονται με βάση το δημόσιο συμφέρον, αλλά εξυπηρετούν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδες, αποβαίνουν σε βάρος της συλλογικής ευημερίας. Ετσι ενισχύονται η ανισότητα, η αναξιοκρατία και η διαφθορά, ενώ υπονομεύεται η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Το Δημόσιο μετατρέπεται σε χώρο ανταλλαγής εξυπηρετήσεων και έτσι η ισονομία και η αξιοκρατία παραμερίζονται. Η κατάσταση αυτή ίσως να επιτείνεται όταν η εκλογή βουλευτή εξασφαλίζεται με σχετικά μικρό αριθμό ψηφοφόρων σε σύγκριση με ό,τι γίνεται στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η υπέρβαση του πελατειακού κράτους δεν είναι εύκολη υπόθεση, καθώς απαιτεί βαθιές τομές, τόσο στο επίπεδο των θεσμών όσο κυρίως της πολιτικής κουλτούρας. Πρωτίστως, απαιτείται ενίσχυση της θεσμικής αξιοπιστίας: η δημόσια διοίκηση οφείλει να λειτουργεί με αποτελεσματικότητα, διαφάνεια, λογοδοσία και αντικειμενικά κριτήρια. Παράλληλα, η εκπαίδευση μπορεί να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην καλλιέργεια μιας νέας αντίληψης για την πολιτική δράση, βασισμένης όχι στην ανταλλαγή εξυπηρετήσεων, αλλά στην ενεργό πολιτική συμμετοχή. Το παράδειγμα χωρών που κατάφεραν να μεταβούν από πελατειακές σε θεσμικά οργανωμένες δημοκρατίες δείχνει ότι η αλλαγή είναι εφικτή, αρκεί να υπάρχουν πολιτική δράση και κοινωνική πίεση προς αυτή την κατεύθυνση.

Είναι συνεπώς προφανές ότι το πελατειακό κράτος στην Ελλάδα δεν είναι απλώς και μόνο αποτέλεσμα κακής διαχείρισης. Είναι ένα φαινόμενο βαθιά ριζωμένο σε πολιτισμικές καταβολές, ιστορικές συγκυρίες και πρότυπα κοινωνικής οργάνωσης που δίνουν έμφαση στην προσωπική σχέση και όχι στους θεσμούς. Η καταπολέμησή του προϋποθέτει αλλαγή νοοτροπίας από όλους, ενίσχυση των θεσμών για μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και βέβαια ενεργούς πολίτες που δεν ζητούν «ρουσφέτια», αλλά απαιτούν διαφάνεια, δικαιοσύνη και ισονομία, ενώ ταυτόχρονα και οι πολιτικοί αντιστέκονται σε τέτοιου είδους αιτήματα.