Με εξαίρεση την κινητικότητα που προέκυψε από τη δήλωση Μητσοτάκη, την περασμένη Πέμπτη, ότι θα ζητήσει από την Τουρκία να αποσύρει το casus belli, δεν υπάρχει κάτι νεότερο από το μέτωπο των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτή είναι μια μάλλον ακριβής περιγραφή της τρέχουσας συγκυρίας και δεν αναμένεται να αλλάξει σύντομα. Δεν υπάρχει ένταση και δεν φαίνεται ότι τουλάχιστον το καλοκαίρι κάτι θα αλλάξει. Και οι δύο πλευρές φροντίζουν να μην υποσκάπτουν το καλό κλίμα που χαρακτηρίζει την κατάσταση. Ακόμη και όταν έρχονται στην επιφάνεια σημεία ενδεχόμενης τριβής, μέχρι στιγμής δεν φαίνονται ικανά να διαταράξουν την ηρεμία. Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις λόγοι για αυτό.
Πρώτον, και οι δύο χώρες -ιδιαίτερα η Τουρκία- έχει άλλες προτεραιότητες αυτή τη στιγμή. Η σταθεροποίηση της Συρίας είναι κρίσιμη για να μπορέσει η Τουρκία να κεφαλαιοποιήσει την επικράτηση των συμμάχων της και να εξουδετερώσει πολιτικά την όποια κουρδική φιλοδοξία στη ρημαγμένη χώρα. Η απόφαση του PKK να αυτοδιαλυθεί επί της ουσίας ήταν μια τεράστια εξέλιξη και η προτεραιότητα του Προέδρου Ερντογάν είναι πώς θα τη μεταφράσει σε ένα εσωτερικό ευνοϊκό συσχετισμό ώστε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του κουρδικού στοιχείου, στην προσπάθειά του να αλλάξει το Σύνταγμα και να εξασφαλίσει μία ακόμη θητεία χωρίς τη σκιά ενός συνταγματικού «πραξικοπήματος». Η ηρεμία στη Συρία είναι βασική προϋπόθεση.
Δεύτερον, και σε άμεση σύνδεση με το πρώτο, είναι μεγάλης σημασίας να αποφευχθεί μια αντιπαράθεση με το Ισραήλ. Είναι πράγματι αξιοσημείωτη η «κατατονική» αντίδραση της Αγκυρας στις στρατιωτικές ενέργειες του Ισραήλ στο εσωτερικό της Συρίας, όπως η καταστροφή στρατιωτικών εγκαταστάσεων και, πάνω από όλα, η προώθηση των ισραηλινών αμυντικών δυνάμεων στα Υψίπεδα του Γκολάν πολύ πιο πέρα από τη ζώνη που το Ισραήλ ελέγχει από το 1967. Η τουρκική «αφωνία» είναι εντυπωσιακή. Ακόμη πιο εντυπωσιακή είναι η απουσία ουσιαστικής αντίδρασης στη στρατιωτική επιχείρηση του Ισραήλ στη Γάζα, η οποία βρίσκεται σε εξέλιξη και είναι από κάθε άποψη -ηθικά και στρατιωτικά- απαράδεκτη. Τώρα που το Ισραήλ φαίνεται να αυτοχειριάζεται πολιτικά και να ξοδεύει το ηθικό και πολιτικό κεφάλαιο που σώρευσε μετά την απόπειρα γενοκτονίας της 7ης Οκτωβρίου, η Αγκυρα επιλέγει να μη σηκώσει τους τόνους.
Τρίτον, η «επιστροφή» της Τουρκίας στον Λευκό Οίκο δεν είναι ακόμη εκεί που θα ήθελε η Αγκυρα. Οι φιλοφρονήσεις του Προέδρου Τραμπ δεν έχουν ακόμη εκείνο το ουσιαστικό φορτίο που περιμένει το καθεστώς Ερντογάν. Δεν υπάρχει κάτι απτό (π.χ. F-35) και ο Λευκός Οίκος δεν θα κάνει κάτι χωρίς αντάλλαγμα. Η παρουσία της Τουρκίας στη Συρία είναι υπό προϋποθέσεις χρήσιμη για τις ΗΠΑ, αλλά πολύ λιγότερο από ό,τι πολλοί και πολλές νομίζουν. Ούτε το γεγονός ότι η Κωνσταντινούπολη φιλοξένησε την πρώτη απόπειρα διαπραγμάτευσης μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας είναι κάτι που αξίζει άμεσης επιβράβευσης. Ολα αυτά έχουν τη σημασία τους, αλλά δεν είναι «game changers» στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις. Η Τουρκία εγγράφει υποθήκες, αλλά ξέρει πολύ καλά ότι υπάρχει δρόμος μέχρι να μπορέσει να εξαργυρώσει τον αναβαθμισμένο ρόλο της.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν αναιρεί το γεγονός ότι η Αγκυρα είναι διαχρονικά σημαντικός γεωπολιτικός παράγοντας και αυτό δεν αλλάζει ούτε όταν οι σχέσεις με την Ουάσιγκτον δεν είναι καλές, όπως κατά την προεδρία Μπάιντεν. Ηταν και τότε και παραμένει δύναμη που μπορεί σε κάποιο βαθμό να επηρεάσει τις περιφερειακές εξελίξεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι κάθε διπλωματικό κέρδος της Τουρκίας είναι απώλεια για την Ελλάδα. Η αναβαθμισμένη εμπλοκή της Τουρκίας σε ένα κρίσιμο μέτωπο όπως αυτό της Ουκρανίας δεν είναι ένα παιγνίδι μηδενικού αθροίσματος. Στην ελληνική δημόσια σφαίρα, βεβαίως, αυτή είναι η αντίληψη και για αυτό και ο σχετικός «πανικός» κάθε φορά που η Αγκυρα αποκτά μεγαλύτερη στρατηγική ορατότητα και φαίνεται να βελτιώνει τη θέση της στην περιφερειακή σκακιέρα. Ακόμη περισσότερο όταν πολλοί Ευρωπαίοι εταίροι θέλουν να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα όπως το Rearm Europe. Αυτό είναι συμβολικά και πολιτικά απαράδεκτο για την Αθήνα και την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά είναι κάτι που οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες αξιολογούν ως απολύτως χρήσιμο στην προσπάθεια να αναβαθμιστεί άμεσα η ευρωπαϊκή βιομηχανική βάση στον τομέα της άμυνας.
Και αυτό είναι μια καλή υπενθύμιση ότι είμαστε ακόμη μακριά από μια κοινή αντίληψη για την ευρωπαϊκή ασφάλεια και ότι η προοπτική της λήψης αποφάσεων με πλειοψηφία δεν είναι πάντοτε καλή προοπτική. Αυτό που παραμένει θεμελιώδες είναι η συνέχιση της προσπάθειας για μια όσο το δυνατόν πιο ισχυρή και αξιόπιστη αποτρεπτική ικανότητα.