Με την κατάθεση του προσχεδίου του κρατικού Προϋπολογισμού για το 2026 τίθενται και φέτος εύλογα ερωτήματα: Συνεχίζεται η πορεία σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας; Είναι δίκαιος και αναπτυξιακός ο Προϋπολογισμός; Εξασφαλίζει τις βάσεις για μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα; Το προσχέδιο προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4% για το 2026, όταν ο μέσος όρος της ευρωζώνης δεν ξεπερνά το 1%. Το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να διαμορφωθεί στο 2,8% του ΑΕΠ, επιβεβαιώνοντας τη συνέχιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και τη διατήρηση της χώρας σε τροχιά δημοσιονομικής εξυγίανσης.
Παράλληλα, το δημόσιο χρέος εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει στο 137,6% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο επίπεδο από το 2010. Ωστόσο, η εικόνα αυτή συνοδεύεται από μια σταδιακή επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης και από εξωτερικούς κινδύνους -γεωπολιτικούς, πληθωριστικούς και δημοσιονομικούς- που ενδέχεται να επηρεάσουν την επίτευξη των στόχων.
Το διεθνές πλαίσιο είναι γεμάτο προκλήσεις. Ο προστατευτισμός στις ΗΠΑ, οι γεωπολιτικές εντάσεις στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή, καθώς και η αβεβαιότητα γύρω από την παγκόσμια ενεργειακή αγορά, δημιουργούν ένα περιβάλλον αστάθειας που επηρεάζει και την Ελλάδα. Ακόμη και αν η χώρα παραμείνει «νησί σταθερότητας» στην Ευρώπη, δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η ανάπτυξή της είναι στενά συνδεδεμένη με τις εξωτερικές ροές και τις επενδύσεις.
Η επόμενη περίοδος απαιτεί μεγαλύτερη ανθεκτικότητα και διαφοροποίηση των πηγών ανάπτυξης. Η κυβέρνηση προτάσσει τη «δημογραφική φορολογική μεταρρύθμιση» ως βασικό μοχλό στήριξης της μεσαίας τάξης και των οικογενειών με παιδιά. Η μείωση των συντελεστών φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων και η σταδιακή κατάργηση του ΕΝΦΙΑ σε μικρούς οικισμούς πράγματι δημιουργούν ένα αίσθημα ελάφρυνσης.
Ωστόσο, η αύξηση των συνολικών φορολογικών εσόδων κατά 2,6 δισ. ευρώ υποδηλώνει ότι μεγάλο μέρος αυτής της «ανάσας» επιστρέφει στο κράτος μέσω ΦΠΑ, τεκμαρτής φορολόγησης και μη τιμαριθμοποίησης των κλιμακίων. Η φορολογική δικαιοσύνη εξακολουθεί να αποτελεί ζητούμενο. Ο λόγος έμμεσης προς άμεση φορολογία παραμένει διαχρονικά δυσμενής, ιδίως για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα, μια παθογένεια που σταθερά επισημαίνουμε και που δεν φαίνεται να διορθώνεται.
Η πρόβλεψη για αύξηση των επενδύσεων κατά 10,2% είναι η υψηλότερη στην Ε.Ε. για το 2026. Το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων ανέρχεται στα 16,7 δισ. ευρώ, έναντι 14,6 δισ. το 2025. Αν αυτό υλοποιηθεί, θα αποτελέσει σημαντικό μοχλό ανάπτυξης και παραγωγικότητας. Ωστόσο, η επενδυτική ώθηση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ευρωπαϊκά κονδύλια, ιδίως στο Ταμείο Ανάκαμψης του οποίου οι ροές ολοκληρώνονται το 2026.
Με δεδομένη τη σταδιακή μείωση των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων, το ερώτημα είναι αν η ελληνική οικονομία μπορεί να καλύψει το επικείμενο «χρηματοδοτικό κενό» με εθνικούς ή ιδιωτικούς πόρους. Στον κοινωνικό τομέα, θετικές είναι οι ρυθμίσεις για τη στήριξη των συνταξιούχων και των ευάλωτων ομάδων (π.χ. επίδομα 250 ευρώ, αυξήσεις συντάξεων με βάση ΑΕΠ και πληθωρισμό). Ωστόσο, οι πολιτικές αυτές έχουν περιορισμένο αντίκτυπο αν δεν συνοδεύονται από ουσιαστική ενίσχυση των πραγματικών εισοδημάτων.
Ο πληθωρισμός, αν και αποκλιμακώνεται στο 2,2%, εξακολουθεί να «ροκανίζει» την αγοραστική δύναμη, ενώ η ανισότητα διευρύνεται. Η ανεργία, στο 8,6%, παραμένει η χαμηλότερη από το 2008, όμως η ποιότητα της απασχόλησης -μερική απασχόληση, εποχικότητα, χαμηλοί μισθοί- εξακολουθεί να προβληματίζει.
Συμπερασματικά, ο Προϋπολογισμός του 2026 επιβεβαιώνει τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας, αλλά δεν απαντά επαρκώς στα διαρθρωτικά της ελλείμματα: τη χαμηλή παραγωγικότητα, την εξάρτηση από ευρωπαϊκά κονδύλια, τη βραδεία μετάβαση στην πράσινη και ψηφιακή οικονομία και το δημογραφικό πρόβλημα που σταδιακά υπονομεύει τις μελλοντικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Η επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων δεν είναι αυτοσκοπός.
Το ζητούμενο είναι να μην επιτυγχάνεται μέσω υπερφορολόγησης που στερεί ρευστότητα από την πραγματική οικονομία και αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Η Ελλάδα χρειάζεται μια πιο ισορροπημένη στρατηγική: λιγότερη έμφαση στη λογιστική επίδοση, περισσότερη στην ποιοτική ανάπτυξη. Η σταθερότητα είναι προϋπόθεση. Οχι υποκατάστατο της ανάπτυξης.