O Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε την πρόθεσή του να συμπεριλάβει στην πρότασή του για την επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση και το άρθρο 103 που κατοχυρώνει τη μονιμότητα στο Δημόσιο. Είναι μια λογική συνέπεια της προηγούμενης εξαγγελίας του, που έγινε στις αρχές Μαρτίου. «Η Νέα Δημοκρατία θα εισηγηθεί να κατοχυρωθεί θεσμικά και συνταγματικά η αξιολόγηση στο Δημόσιο», είχε πει στην κοινοβουλευτική συζήτηση για τα Τέμπη. Από τότε διαφαινόταν η πρόθεση να καταργηθεί η μονιμότητα, με το επιχείρημα πως δεν νοείται αξιολόγηση χωρίς κάποιας μορφής κυρώσεις για όσους δεν περνούν τον πήχυ.

Η κοινή γνώμη φαίνεται πως είναι ώριμη για να σπάσει ένα ακόμη ταμπού και ένα παρελθοντικό κατάλοιπο που θεσπίστηκε το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, σε άλλες εποχές και με άλλες ανάγκες. Σήμερα όσοι ζουν στο πετσί τους τις ανεπάρκειες πολλών εργαζομένων στο Δημόσιο, έχουν σαφή άποψη για το θέμα. «Αξιολογήστε τους και διώξτε όσους δεν κάνουν τη δουλειά» είναι το μήνυμα. Οπως έδειξε μεσοβδόμαδα η δημοσκόπηση της Marc, υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας στο Δημόσιο τάσσεται το 76,2% των πολιτών και η μεγάλη πλειονότητα των ίδιων των δημοσίων υπαλλήλων. Λογικό. Κάποιοι εξ αυτών είναι «διαμάντια» που τσουβαλιάζονται με επίορκους, διεφθαρμένους, ανεπαρκείς και εξαφανισμένους. Παίρνουν τα ίδια χρήματα με εκείνους και έχουν μια ισοπεδωτική αντιμετώπιση που δεν τους αξίζει. Δύο στους τρεις δημοσίους υπαλλήλους, λοιπόν, ζητούν να καθαρίσει πια η ήρα από το στάρι.

Για να γίνει όμως η Συνταγματική Αναθεώρηση και να κατοχυρωθεί η άρση της μονιμότητας δεν αρκεί η πλειοψηφία που έχει η κυβέρνηση. Χρειάζονται 180 βουλευτές, είτε σε αυτή τη Βουλή που προτείνει τα προς αναθεώρηση άρθρα, είτε στην επόμενη που θα προκύψει από τις εκλογές του 2027. Η Ν.Δ. πρέπει να έχει τη συνδρομή τουλάχιστον ενός κόμματος με δύναμη 25 ως 30 βουλευτές, ώστε να διασφαλιστεί το πολυπόθητο 180. Τέτοια κοινοβουλευτική δύναμη διαθέτουν σήμερα μόνο το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Πολύ δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, ότι θα συμφωνήσουν στην αναθεώρηση του άρθρου 103 για τη μονιμότητα στο Δημόσιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται απολύτως αντίθετος, με ένα μεγάλο τμήμα του στελεχιακού δυναμικού του να ζητά την επανακρατικοποίηση εταιρειών που ανήκαν κάποτε στο Δημόσιο, όπως η ΔΕΗ και η Εθνική Τράπεζα. Δηλαδή, η Κουμουνδούρου θέλει περισσότερο Δημόσιο και περισσότερη μονιμότητα.

Το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε θεωρητικά να είναι εν δυνάμει συνταγματικός εταίρος, ωστόσο όταν έρθει η κρίσιμη ώρα το πιθανότερο είναι ότι θα κάνει πίσω. Ενας λόγος είναι οι ιδεολογικές αγκυλώσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν στο κόμμα, παρά την τεράστια απόσταση που διένυσε το ΠΑΣΟΚ από τον σοσιαλισμό και την «κοινωνικοποίηση» ως τις πρώτες αποκρατικοποιήσεις στα τέλη της δεκαετίας του ‘90. Η Χαριλάου Τρικούπη ήταν για πολλές δεκαετίες σημείο αναφοράς του συνδικαλιστικού κινήματος, για το οποίο η μονιμότητα είναι «ιερή αγελάδα». Ενας δεύτερος λόγος άρνησης, είναι η αποστροφή του Νίκου Ανδρουλάκη για οτιδήποτε δίνει την εντύπωση συμπόρευσης με τη Ν.Δ. Πρόσφατα, ξεκαθάρισε ότι στη Συνταγματική Αναθεώρηση, που ξεκινά στο τέλος του 2025, το ΠΑΣΟΚ δεν θα στηρίξει την πρόταση που θα φέρει η κυβέρνηση για το άρθρο 16 για τα μη κρατικά πανεπιστήμια ώστε «να μη δώσει λευκή επιταγή στη Ν.Δ.». Θα το ψηφίσει ,είπε, στην επόμενη Βουλή, μόνο αν το κόμμα μπορεί να καθορίσει τότε τη διατύπωσή του. Ζήσε Μάη μου να φας τριφύλλι. Σιγά, λοιπόν, μην διευκολύνει το ΠΑΣΟΚ την κυβέρνηση για την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο.

Το πιθανότερο είναι πως όλα τα προς αναθεώρηση άρθρα που θα προτείνει η κυβέρνηση θα ψηφιστούν μόνο από τη Ν.Δ. σε αυτήν τη φάση. Θα χρειάζεται την υποχρεωτική πλειοψηφία των τριών πέμπτων (180 βουλευτών) στην επόμενη Βουλή. Αν δεν βρεθούν ούτε τότε θα έχει χαθεί μία ευκαιρία και θα έχει γίνει μία ακόμη τρύπα στο νερό.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανοίγοντας αυτή τη συζήτηση, επικοινωνιακά πετυχαίνει πολλά: Δείχνει τη διάθεσή του για αλλαγές που έχει ουσιαστική ανάγκη η χώρα, βάζει ατζέντα στο τραπέζι, στριμώχνει την αντιπολίτευση που μοιάζει αναχρονιστική και μίζερη λέγοντας «όχι σε όλα». Επί της ουσίας όμως, δεν παράγει αποτέλεσμα – απλώς μεταθέτει προσδοκίες για το μέλλον. Η κυβέρνηση όμως το 2027 δεν θα κριθεί για τις προθέσεις της τρίτης τετραετίας αλλά για πεπραγμένα της πρώτης και της δεύτερης θητείας.

Στην κάλπη, θα «ζυγιστεί» ότι η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι ακόμη μόνο στα χαρτιά, ότι τα κυκλώματα και η διαφθορά στο Δημόσιο εξακολουθούν να υπάρχουν, όπως και η ταλαιπωρία των πολιτών σε οποιαδήποτε υπηρεσία δεν έχει ακόμη ψηφιοποιηθεί. Και γι’ αυτά δεν χρειάζεται καμία Συνταγματική Αναθεώρηση. Μόνο πολιτική βούληση χρειάζεται για να σπάσουν αβγά. Τα λόγια «πετούν», τα έργα μετρούν.