Χωρίς αμφιβολία, το 2025 είναι η χρονιά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Και ο Μάιος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, ο καλύτερος μήνας του. Την περασμένη εβδομάδα έκανε τρία στα τρία. Το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, το PKK, ανακοίνωσε την αυτοδιάλυσή του δίνοντας τέλος σε έναν ένοπλο αγώνα τεσσάρων δεκαετιών και εξαλείφοντας το μεγαλύτερο πρόβλημα ασφαλείας της Τουρκίας. Ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ανακοίνωσε την άρση των κυρώσεων στη Συρία, δίνοντας ψήφο εμπιστοσύνης στον άνθρωπο του Ερντογάν, τον Αχμέντ αλ Σάρα, και αναγνωρίζοντας στον Τούρκο Πρόεδρο κυρίαρχο ρόλο στη Συρία και στη Μέση Ανατολή. Και από την περασμένη Παρασκευή, στην Κωνσταντινούπολη ξεκίνησαν οι ειρηνευτικές συνομιλίες για το Ουκρανικό, με την πολεμοχαρή Τουρκία σε ρόλο ειρηνοποιού.
Καθόλου άσχημα, για κάποιον που βίωσε τη διεθνή κατακραυγή και βρέθηκε στο στόχαστρο του διεθνούς Τύπου πριν από δύο μήνες, εξαιτίας της σύλληψης του υποψηφίου της αξιωματικής αντιπολίτευσης Εκρέμ Ιμάμογλου. Η Τουρκία οδεύει ολοταχώς προς τη δικτατορία και την απομόνωση, έλεγαν τότε διεθνείς αναλυτές, οι ίδιοι που σήμερα μας κατακλύζουν με βαθυστόχαστα άρθρα για τη μεγάλη γεωπολιτική επιστροφή της.
Ακόμα και τότε πάντως, στο αποκορύφωμα της παγκόσμιας κριτικής για τη φυλάκιση του δυσκολότερου αντιπάλου του, ο Ερντογάν και η Τουρκία ουδόλως βρέθηκαν σε διεθνή απομόνωση. Δύο ημέρες μετά τη σύλληψη του Ιμάμογλου, ο Ερντογάν συμμετείχε σε τηλεδιάσκεψη με την ηγεσία της Ε.Ε. και τους πρωθυπουργούς της Βρετανίας και της Νορβηγίας για την Ουκρανία και για το θέμα της ευρωπαϊκής άμυνας. Η απομόνωση και η κατακραυγή ήταν πραγματικές μόνον σε ό,τι αφορά τον διεθνή Τύπο και θεσμούς των οποίων η πραγματική ισχύς είναι μικρή, όπως το Ευρωκοινοβούλιο. Σε επίπεδο διμερών σχέσεων, οι μπίζνες συνεχίστηκαν χωρίς διακοπή, όπως μας έδειξαν το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας Ιταλίας – Τουρκίας στη Ρώμη και η εξαγορά της Piaggio από την Baykar, πριν από δεκαπέντε ημέρες. Η Ιταλία δεν είναι η μοναδική μεγάλη ευρωπαϊκή χώρα που θα ήθελε την Τουρκία ως εταίρο στην αμυντική βιομηχανία. Οι εποχές άλλωστε έχουν αλλάξει. Η περίοδος που η συλλογική Δύση είχε ως προτεραιότητα τη Δημοκρατία και ζητούσε από όλους τους εταίρους της έστω μια επίφαση δημοκρατικότητας και σεβασμού, ανήκει πλέον στην ιστορία.
Η νέα εποχή στις διεθνείς σχέσεις, που ξεκίνησε επίσημα με την ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον Τραμπ, δεν ζητά τέτοια πράγματα. Προέχει το συμφέρον. Και σε ένα τέτοιο, συναλλακτικό πλαίσιο, περιφερειακές δυνάμεις, όπως η Τουρκία, έχουν μεγάλες ευκαιρίες. Πριν από είκοσι χρόνια, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Οι περιφερειακές δυνάμεις προσπαθούσαν να αποδείξουν ότι ήταν «οι καλύτεροι μαθητές» του δυτικού πλαισίου και έτσι ο Ερντογάν επιχειρούσε να πλασαριστεί διεθνώς ως ο υπέρμαχος της Δημοκρατίας στη χώρα του (τον βόλευε και στη διαμάχη με το βαθύ κράτος). Τότε, η ευρωπαϊκή πορεία ήταν πραγματικό έπαθλο για την κυβέρνηση της Αγκυρας και υπό αυτήν την έννοια, εκείνη ήταν η πιο πρόσφορη ιστορική στιγμή για να λύσουμε τα θέματά μας.
Αυτά δεν λειτουργούν σήμερα. Ο Ερντογάν βλέπει να του βγαίνουν πολιτικές που τις πάλευε τα τελευταία δεκατρία χρόνια – τόσο πίσω πάει η προσπάθεια να ανατρέψει τον Ασαντ και να αποκτήσει ρόλο επικυρίαρχου στη Συρία. Βλέπει τον Τραμπ να τον χαϊδεύει και να τον επιβραβεύει, βλέπει τα εμπόδια για να αποκτήσει η Τουρκία F-35 να ατονούν. Βλέπει τους Ευρωπαίους να φλερτάρουν με τη συμμετοχή της Αγκυρας στην αναδιάρθρωση της ευρωπαϊκής άμυνας, για τον απλούστατο λόγο ότι οι Τούρκοι μπορούν να φτιάξουν κρίσιμα οπλικά συστήματα, όπως τα drones, φτηνά και σε μεγάλες ποσότητες. Κακά τα ψέματα, μπορεί ο Τούρκος Πρόεδρος να έχει αποδειχθεί ένας ικανότατος παίκτης στη διεθνή σκηνή, μετρά όμως στην πραγματικότητα και η χώρα. Η Τουρκία έχει σήμερα 86 εκατ. πληθυσμό, ΑΕΠ πάνω από 1 τρισ. δολάρια (1,118 τρισ. δολάρια το 2023), μια τεράστια βιομηχανία και εξαγωγές αμυντικών συστημάτων άνω των 10 δισ. δολαρίων. Μόνο το 2023 δέχθηκε άμεσες ξένες επενδύσεις 54 δισ. δολάρια.
Η γεωπολιτική αναβάθμιση της Τουρκίας δεν είναι κάτι που έγινε τώρα, συμβαίνει τα τελευταία πολλά χρόνια. Και θα έπρεπε να μας βάλει σε σκέψεις. Γιατί τα κυρίαρχα δόγματα της εξωτερικής πολιτικής μας έρχονται από τη δεκαετία του ‘70, οπότε η Τουρκία ήταν μια χώρα γεωργική και με υστέρηση, με μόλις 35 εκ. πληθυσμό και ένα ΑΕΠ κατά 40% μεγαλύτερο από το δικό μας (51 δις. δολάρια έναντι 30 δισ. δολάρια).
Ακόμα και το 2004, την κρίσιμη χρονιά της στρατηγικής του Ελσίνκι, η σχέση αυτή παρέμενε σταθερή, το τουρκικό ΑΕΠ ήταν στα 408,9 δισ., το δικό μας στα 235 δισ. Εμείς εξακολουθούμε να κινούμαστε στα ίδια μοτίβα, ο χρόνος όμως δεν λειτούργησε υπέρ μας. Η Τουρκία ξέφυγε. Πλέον, χρειαζόμαστε επειγόντως μια νέα στρατηγική…