«Μπορεί η Ευρώπη να επιβιώσει ανώδυνα χωρίς ρωσικό αέριο;». Αυτός είναι ο τίτλος ανάλυσης που έδωσε στη δημοσιότητα πριν από μερικές ημέρες η επιδραστική δεξαμενή σκέψης των Βρυξελλών Bruegel, επιχειρώντας να καταγράψει πώς θα επηρεαστεί η Γηραιά Ηπειρος αν η ουκρανική κρίση οδηγήσει σε έναν ενεργειακό «πόλεμο» της Ρωσίας με τη Δύση. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών του think tank, ο βαθμός εξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό αέριο είναι πολύ υψηλός και, αν ο Βλαντιμίρ Πούτιν αποφασίσει να κλείσει ή να περιορίσει τις στρόφιγγες, οι χώρες της Ε.Ε. θα υποστούν έντονους κραδασμούς. Για μερικούς μήνες αυτοί οι κραδασμοί είναι σχετικά διαχειρίσιμοι. Αλλωστε, μετά τον Απρίλιο βελτιώνονται οι καιρικές συνθήκες και η ζήτηση για φυσικό αέριο αναμένεται περιορισμένη. Αν, όμως, οι γεωπολιτικές εντάσεις συνεχιστούν και κρατήσουν για έναν ή για δύο ακόμη χειμώνες, τότε οι επιπτώσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις της Ε.Ε. θα είναι βαρύτατες. Η κατάσταση που διαμορφώνεται αναδεικνύει για μία ακόμη φορά το έλλειμμα ηγεσίας που υπάρχει στους κόλπους της Ενωσης. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες έχουν θέσει ως βασική προτεραιότητά τους τη μετάβαση από την εποχή του λιγνίτη στην πράσινη ενέργεια, αλλά δείχνουν να μην αντιλαμβάνονται ότι αυτή η μετάβαση δεν μπορεί να γίνει με το γύρισμα ενός διακόπτη. Είναι χρονοβόρα και προϋποθέτει τεράστιες επενδύσεις. Και βέβαια κανείς από αυτούς δεν έχει εκπονήσει ένα βιώσιμο σχέδιο για να είναι η Ε.Ε. ενεργειακά επαρκής για όσο διαρκέσει το μεταβατικό στάδιο. Καλοί είναι οι στόχοι που θέτουν για το 2025, το 2030 ή το 2050, αλλά πρωτίστως θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι η Ενωση θα παραμείνει ζωντανή και ισχυρή μέχρι τότε.