Συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τη συμφωνία οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο που υπεγράφη στις 6 Αυγούστου 2020. Εκείνον τον Αύγουστο που σημαδεύθηκε από την κρίση με την Τουρκία και τη ναυτική αντιπαράθεση στην ανατολική Μεσόγειο, που οδήγησε στην αναδίπλωση του τουρκικού πολεμικού ναυτικού και σηματοδότησε μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης μεταξύ των δύο χωρών. Εκτοτε, το ελληνοτουρκικό μπρα ντε φερ συνεχίζεται σε πολύ χαμηλή, ελεγχόμενη ένταση, με τις δύο πλευρές να συντηρούν το κλίμα ύφεσης, παρά το γεγονός ότι δεν λείπουν οι εκατέρωθεν κινήσεις στη διπλωματική και νομική σκακιέρα.
Τον τελευταίο χρόνο η Αθήνα έχει απαντήσει συγκροτημένα στην τουρκική «Γαλάζια Πατρίδα» με την ανακοίνωση τον Απρίλιο του Εθνικού Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού και τη δημοσίευση του σχετικού χάρτη που αποτυπώνει εναργέστατα τα απώτατα δυνητικά όρια των ελληνικών θαλάσσιων ζωνών. Ακολούθησε η πρόσφατη ανακήρυξη θαλάσσιων πάρκων, στην οποία η Τουρκία απάντησε με τη δική της εκδοχή. Μια εκδοχή που δεν είναι νέα, αλλά έρχεται να επιβεβαιώσει τις πάγιες τουρκικές θέσεις και διεκδικήσεις, δηλαδή ότι τα ελληνικά νησιά (του ανατολικού Αιγαίου εν προκειμένω) δεν έχουν δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και άλλες θαλάσσιες ζώνες. Στην ανατολική Μεσόγειο, τα πράγματα είναι ακόμη πιο ξεκάθαρα. Η Τουρκία δεν αναγνωρίζει καθόλου επήρεια στο σύμπλεγμα του Καστελλόριζου. Ολα αυτά είναι γνωστά και δεν προκαλούν έκπληξη. Η Αθήνα ξέρει πολύ καλά τι έχει να αντιμετωπίσει και θα πρέπει να ετοιμάζεται για το καλύτερο και για το χειρότερο σενάριο.
Αρχίζοντας από το δεύτερο, η ανακοίνωση τουρκικών θαλάσσιων πάρκων σε διεθνή ύδατα εμπεριέχει το σπέρμα της κρίσης αν η Τουρκία επιχειρήσει να ασκήσει «αρμοδιότητες» που θα περιορίζουν τα δικαιώματα της χώρας, π.χ. αλιεία ή διεξαγωγή περιβαλλοντικών ερευνών με πρόσχημα την καλύτερη προστασία της θαλάσσιας χλωρίδας και πανίδας σε εκείνες τις περιοχές. Η Αθήνα πρέπει σε χρόνο κατάλληλο, αλλά πάντως όχι με μεγάλη καθυστέρηση, να αντιδράσει διπλωματικά μην επιτρέποντας στην Αγκυρα να δημιουργήσει προϋποθέσεις «κεκτημένου», το οποίο θα μπορούσε να επικαλεστεί σε μια ενδεχόμενη μελλοντική διαπραγμάτευση ή προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη.
Το καλό σενάριο έχει να κάνει με την -μακρινή είναι η αλήθεια- προοπτική να εκκινήσει μια διαδικασία διαπραγμάτευσης. Πλέον όλα υπάρχουν σε χάρτες. Και οι ελληνικές θέσεις που στηρίζονται στο γράμμα και στο πνεύμα του Δικαίου της Θάλασσας και οι τουρκικές θέσεις που θέλουν το Αιγαίο «ειδική περίπτωση». Σημαντικό είναι ότι οι κινήσεις στη σκακιέρα δεν έχουν προκαλέσει ένταση. Η ηρεμία παραμένει και αυτό εξυπηρετεί πρωτίστως την ελληνική πλευρά, που στο διπλωματικό και νομικό πεδίο έχει σαφή πλεονεκτήματα και δεν υφίσταται πιέσεις που σε συνθήκες κρίσης είναι βέβαιο ότι θα ασκηθούν από φίλους και εταίρους.
Το μεγαλύτερο αγκάθι παραμένει το ζήτημα του καλωδίου της ηλεκτρικής διασύνδεσης Ελλάδας-Κύπρου. Η Τουρκία κατάφερε να δημιουργήσει συνθήκες διλήμματος με επιλογές που έχουν κόστος για την Αθήνα και τη Λευκωσία. Και η κατά μέτωπο σύγκρουση με την Τουρκία αλλά και η έστω και προσωρινή αναδίπλωση είναι επιλογές δύσκολες και δεν εξασφαλίζουν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Και στις δύο περιπτώσεις το πρόγραμμα στην καλύτερη περίπτωση παγώνει, με το εσωτερικό πολιτικό κόστος να είναι σημαντικό. Αυτό που προέχει σε αυτή τη φάση, όμως, είναι να εξασφαλιστεί ότι το ελληνικό μέτωπο είναι αρραγές. Οι αναφορές ότι στη Λευκωσία υπάρχουν συμφέροντα που συνεχώς υπονομεύουν το πρόγραμμα -ανεξάρτητα από την τουρκική στάση- αν ισχύουν είναι απογοητευτικές και μειώνουν δραματικά τα περιθώρια της Αθήνας.
Εκεί που τα πράγματα δείχνουν να κινούνται με μεγαλύτερη ταχύτητα είναι στο μέτωπο της Λιβύης. Η διά χειρός Τουρκίας ρηματική διακοίνωση έδωσε την ευκαιρία στην Αθήνα να απαντήσει συνολικά και πάνω από όλα να καλέσει την Τρίπολη σε διαπραγματεύσεις. Από εδώ και πέρα η πίεση στην Τρίπολη πρέπει να είναι ασφυκτική. Η Αθήνα έχει την πρωτοβουλία και οι συνθήκες ίσως να μην είναι τόσο αρνητικές, παρά το γεγονός ότι η Λιβύη υπό την τουρκική κηδεμονία δεν θα είναι εύκολος αντίπαλος. Η συνεργασία με την Αίγυπτο είναι κρίσιμη στο πλαίσιο αυτό. Ο ελληνικός διπλωματικός ακτιβισμός πρέπει να είναι έντονος και στην Ουάσιγκτον αλλά και στις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Οι οριοθετήσεις με την Αίγυπτο και την Ιταλία είναι σίγουρο ότι θα αποδειχθούν πολύ σημαντικά διπλωματικά, νομικά αλλά κυρίως στρατηγικά χαρτιά, δικαιώνοντας όσους και όσες εργάστηκαν πριν από πέντε χρόνια παρά τις εσωτερικές μυωπικές αντιδράσεις.