Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρώην επιστημονικός διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών

Η εποχή της αθωότητας έχει παρέλθει. Το παράδειγμα της Ουκρανίας, όπου διαγράφεται μια οδυνηρή διευθέτηση που επιβραβεύει την επιθετικότητα, δεν αποτελεί μακρινή υπόθεση, αλλά μια άμεση προειδοποίηση που συνιστά αρνητική για την Ελλάδα εξέλιξη. Σε αυτή την άναρχη διεθνή αρένα, το μήνυμα είναι σαφές: σε έναν κόσμο όπου οι συμμαχίες αντιμετωπίζονται ως συναλλαγές, το παιχνίδι κερδίζεται με την άσκηση ωμής ισχύος. Αυτό το γεωπολιτικό πλαίσιο για μια χώρα status quo όπως η Ελλάδα καθίσταται ακόμα πιο ανησυχητικό, σε συνδυασμό με την επιστροφή μιας προδήλως ωφελιμιστικής λογικής στην αναθεώρηση των συμμαχιών από πλευράς των ΗΠΑ.

Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη τις κρίσεις από την Ουκρανία έως τη Μέση Ανατολή, έχει αναδειχθεί σε έναν απαραίτητο συνομιλητή, αναβαθμίζοντας τη διαπραγματευτική της ισχύ. Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κατανοώντας την προσωποπαγή διπλωματία του Ντόναλντ Τραμπ, προσβλέπει στην αξιοποίηση της προσωπικής τους σχέσης και της πλούσιας «διπλωματικής σκευής» της χώρας του, για να εξασφαλίσει αμερικανική ουδετερότητα ή και μεσολάβηση υπέρ των τουρκικών θέσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, η Αγκυρα αναμένεται, κατά τη διάρκεια της δεύτερης θητείας του, τερματίζοντας την περίοδο της τακτικής αναδίπλωσης έναντι της Αθήνας, να θέσει υπό δοκιμασία την ανθεκτικότητα της Ελλάδας, επιδιώκοντας τη διαμόρφωση τετελεσμένων. Η τακτική της θα περιλαμβάνει έναν συνδυασμό πίεσης στο πεδίο και διπλωματικής κεφαλαιοποίησης, με απώτερο σκοπό να αξιολογήσει τα όρια ανοχής της νέας αμερικανικής διοίκησης και να καθορίσει το εύρος των επιτρεπτών κινήσεων για την προώθηση της ατζέντας της στα ελληνοτουρκικά.

Ωστόσο, αυτή η πρόθεση της Αγκυρας προσκρούει σε έναν ισχυρό εσωτερικό αντίπαλο: την εύθραυστη οικονομία της. Η δραματική στροφή προς την οικονομική ορθοδοξία υπό τον Μεχμέτ Σιμσέκ έχει πράγματι επιφέρει μια μερική επανεξισορρόπηση, αποκαθιστώντας μέρος της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών και αναπληρώνοντας τα συναλλαγματικά αποθέματα. Παρ’ όλα αυτά, η σταθεροποίηση παραμένει επισφαλής. Ο πληθωρισμός, αν και μειώνεται, προβλέπεται να παραμείνει σε υψηλά επίπεδα και το 2025, διαβρώνοντας το εισόδημα των πολιτών, ενώ η ανάκαμψη εξαρτάται από τις ευμετάβλητες βραχυπρόθεσμες εισροές ξένων κεφαλαίων. Μια τέτοια συνθήκη εξακολουθεί να περιορίζει τις επιθετικές εξωτερικές κινήσεις της Αγκυρας, καθώς μια νέα κρίση στο Αιγαίο θα προκαλούσε σημαντική φυγή κεφαλαίων, τορπιλίζοντας το πρόγραμμα σταθεροποίησης.

Απέναντι στα νέα δεδομένα, η στρατηγική της Αθήνας οφείλει να είναι προληπτική και εξωστρεφής: να κεφαλαιοποιήσει αυτή την ευκαιρία, ενσωματώνοντας τον εαυτό της τόσο βαθιά στον στρατιωτικό και οικονομικό σχεδιασμό των ΗΠΑ και της Δύσης, ώστε οποιαδήποτε πιθανή «μεγάλη συμφωνία» μεταξύ Ουάσιγκτον και Αγκυρας που θα υπονόμευε τα ελληνικά συμφέροντα να καθίσταται απαγορευτικά δαπανηρή για τα ίδια τα αμερικανικά συμφέροντα. Σε αυτό ακριβώς το σημείο αναδεικνύεται η διαχρονική και αυξανόμενη αξία της Ελλάδας. Σε αντίθεση με την τουρκική αβεβαιότητα, η Αθήνα προσφέρει το πολυτιμότερο νόμισμα σε έναν άναρχο κόσμο: την προβλεψιμότητα και την εμπιστοσύνη. Η στρατηγική αναβάθμιση της Σούδας και, κυρίως, της Αλεξανδρούπολης έχει βελτιώσει την ισορροπία ισχύος.

Η Αλεξανδρούπολη δεν είναι απλώς μια διευκόλυνση· είναι μια στρατηγική παράκαμψη των τουρκικών Στενών, που μειώνει δραστικά τη γεωγραφική μόχλευση της Αγκυρας και εγγυάται την απρόσκοπτη ροή δυνάμεων του ΝΑΤΟ προς την ανατολική πτέρυγα. Ταυτόχρονα, η πόλη εδραιώνεται ως πύλη ενεργειακής ασφάλειας, υποδεχόμενη αμερικανικό LNG τόσο για τα δυτικά Βαλκάνια όσο και για τον Κάθετο Διάδρομο, μια στρατηγική που συμπληρώνεται από τις έρευνες υδρογονανθράκων αμερικανικών εταιρειών στην ελληνική ΑΟΖ. Αυτή η άνευ όρων πρόσβαση, σε συνδυασμό με τον περαιτέρω στρατιωτικό εκσυγχρονισμό της Ελλάδας αλλά και την ανάληψη της ευθύνης να φέρει εις πέρας τις περιφερειακές υποχρεώσεις που της αναλογούν, απαντά απευθείας στη συναλλακτική απαίτηση για συμμάχους που επενδύουν στην άμυνά τους και προσφέρουν απτά οφέλη.

Πλέον, η Αθήνα προσθέτει στο τραπέζι ένα ακόμα ισχυρότερο διαπραγματευτικό χαρτί: τον Οικονομικό Διάδρομο Ινδίας-Μέσης Ανατολής-Ευρώπης (IMEC). Ως η κύρια ευρωπαϊκή πύλη αυτού του αμερικανικής έμπνευσης σχεδίου για την παράκαμψη της Κίνας, η Ελλάδα καθίσταται όχι απλώς σύμμαχος, αλλά ενεργός συνδιαμορφωτής της αμερικανικής γεωοικονομικής στρατηγικής. Αυτή η προσφορά αξίας μετατρέπει την ατζέντα από μια ελληνοτουρκική διαφορά σε μια ευρύτερη συζήτηση για την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων, όπου η Ελλάδα κατέχει ρόλο-κλειδί.

Επιπλέον, η απάντηση της Αθήνας οφείλει να βασιστεί στο τρίπτυχο της ομαλότητας: αυτοσυντήρηση, ανανέωση και προσαρμογή. Η αυτοσυντήρηση, δηλαδή η σταθερή ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος με αξιόπιστο πρόσημο, παραμένει ο αδιαπραγμάτευτος ακρογωνιαίος λίθος. Η ανανέωση και η προσαρμογή, όμως, αφορούν πρωτίστως το ανθρώπινο κεφάλαιο. Η ελληνική διπλωματία καλείται να συγκροτήσει μια ευέλικτη ομάδα πρώτης γραμμής, αποτελούμενη από «κυνηγούς εθνικής ασφάλειας», ικανή να αποκωδικοποιεί και να μιλά τη γλώσσα της συναλλακτικής λογικής του Λευκού Οίκου. Αυτή η ομάδα οφείλει να προχωρήσει σε ουσιαστικές διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ για το στρατηγικό τους αποτύπωμα στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο.

Σε αυτόν τον διάλογο, η Ελλάδα δεν προσέρχεται ως απλός εταίρος, αλλά ως παίκτης με ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Ο κομβικός ρόλος του λιμένα του Πειραιά στον διάδρομο IMEC μετατρέπεται σε κρίσιμο μοχλό πίεσης, ικανό να μετατοπίσει τη συζήτηση από μια απλή διαχείριση κρίσεων σε έναν στρατηγικό διάλογο για την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων. Η εδραίωση της Ελλάδας ως του πιο αξιόπιστου και αποδοτικού εταίρου για τα δυτικά συμφέροντα στην περιοχή είναι η μόνη απάντηση στον κίνδυνο μιας «μεγάλης συμφωνίας» Ουάσιγκτον-Αγκυρας εις βάρος της.