Η Ελλάδα βρίσκεται ενώπιον μιας νέας, πολυσύνθετης και κρίσιμης συγκυρίας στην ανατολική Μεσόγειο. Η πρόσφατη προκήρυξη διαγωνισμού για την εξερεύνηση φυσικού αερίου σε θαλάσσια οικόπεδα νοτίως της Κρήτης και της Πελοποννήσου, με τη συμμετοχή της Chevron σε συνεργασία με τη Hellenic Energy, δεν μπορεί να ερμηνευτεί απλώς ως μια τεχνική ή επιχειρηματική κίνηση. Αντίθετα, συνιστά μια στρατηγική πράξη, που αγγίζει τον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας, των γεωπολιτικών ισορροπιών και της ενεργειακής ασφάλειας. Στην κίνηση αυτή προστίθεται η διαρκής πρόκληση του λεγόμενου μνημονίου Τουρκίας – Λιβύης του 2019, το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνειδητή απόπειρα παραβίασης και διαστρέβλωσης του Δικαίου της Θάλασσας, όπως αυτό έχει αποτυπωθεί στη Σύμβαση του Montego Bay (UNCLOS). Η κατάθεση χαρτών από την τουρκική πλευρά ενέχει πολιτικές και συμβολικές προεκτάσεις, καθώς επιχειρείται να εγκαθιδρυθεί μια παράλληλη πραγματικότητα, στην οποία τα ελληνικά νησιά -και δη η Κρήτη, τα Δωδεκάνησα, το Καστελλόριζο- απογυμνώνονται από το θεμελιώδες δικαίωμα που τους αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο: την πλήρη επήρεια στη χάραξη θαλάσσιων ζωνών.
Η ελληνική αντίδραση υπήρξε και παραμένει απολύτως συνεπής: ενεργοποίηση όλων των διεθνών μηχανισμών, καταγγελία των τουρκικών ενεργειών στους διεθνείς οργανισμούς, ενίσχυση των στρατηγικών συμμαχιών με την Ευρωπαϊκή Ενωση, τις ΗΠΑ, τη Γαλλία, την Κύπρο, αλλά και με χώρες της ανατολικής Μεσογείου, όπως η Αίγυπτος και η Ιταλία.
Με αυτά τα δεδομένα, η πολιτική επικοινωνία μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Οι επαφές Μητσοτάκη και Ερντογάν, όχι απλώς σε διμερείς συναντήσεις αλλά στο περιθώριο διεθνών διοργανώσεων, όπως η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, δημιουργούν ένα πλαίσιο που συνδυάζει υψηλό ρίσκο και υψηλή προσδοκία. Η ένταση είναι υπαρκτή, αλλά η δυνατότητα συνεννόησης δεν είναι ανύπαρκτη, αρκεί να υπάρξει πολιτική βούληση και ρεαλιστική προσέγγιση.
Το επόμενο διάστημα διαγράφεται ως μια σκακιέρα με διαφορετικά σενάρια. Το πιθανότερο -και ίσως το πιο ρεαλιστικό- είναι η συνέχιση της έντασης με επιλεκτική αποκλιμάκωση: ρητορικές αντιπαραθέσεις, συμβολικές προκλήσεις, πιθανές παραβιάσεις, αλλά και συγκράτηση λόγω των πιέσεων που ασκούν η Ε.Ε. και οι ΗΠΑ στην Τουρκία, καθώς και εξαιτίας του υψηλού οικονομικού και διπλωματικού κόστους που θα είχε μια ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Υπάρχει, βεβαίως, και το σενάριο μιας πιο ουσιαστικής συζήτησης για οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, αν υπάρξει πραγματική πολιτική βούληση από την Τουρκία και διάθεση να τεθούν συγκεκριμένοι χάρτες και άξονες στο τραπέζι. Μια τέτοια εξέλιξη θα προϋπέθετε υποχωρήσεις και ανταλλάγματα, με έμφαση σε ενεργειακές συνεργασίες ή επενδύσεις υποδομών, που θα μπορούσαν να προσδώσουν στην Τουρκία πολιτική κάλυψη ώστε να δικαιολογήσει ενδεχόμενη μετριοπάθεια. Αντιθέτως, το σενάριο μιας σοβαρής κρίσης, που θα μπορούσε να πυροδοτηθεί από μονομερείς τουρκικές ενέργειες σε περιοχές που η Ελλάδα θεωρεί «κόκκινες γραμμές», παραμένει πιθανό και θα οδηγούσε σε προσφυγές σε διεθνείς δικαιοδοσίες, σε ένταση του διπλωματικού αγώνα και σε ενδεχόμενη επιδίωξη κυρώσεων κατά της Τουρκίας. Υπάρχει, τέλος, και το αισιόδοξο ενδεχόμενο ενός θετικού ημερολογίου: συνεργασία σε μη κρίσιμα πεδία, από το περιβάλλον και τις μεταφορές έως τα ενεργειακά δίκτυα και τις διασυνδέσεις, με στόχο να καλλιεργηθεί ένα ελάχιστο υπόστρωμα εμπιστοσύνης.
Η επικείμενη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στη Νέα Υόρκη, στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, μπορεί να λειτουργήσει είτε ως σημείο καμπής είτε ως επιβεβαίωση του status quo. Είναι δύσκολο να περιμένει κανείς μια συνολική λύση σε όλα τα ζητήματα. Οι διαφορές στο Δίκαιο της Θάλασσας, οι ιδιαιτερότητες των νησιών, τα βαθιά ριζωμένα αφηγήματα εκατέρωθεν, δεν μπορούν να επιλυθούν άμεσα. Ωστόσο, μια κοινή δήλωση υπέρ του διαλόγου στη βάση του Διεθνούς Δικαίου, μια δέσμευση για αποφυγή επιθετικών ενεργειών, η συγκρότηση τεχνικών ομάδων για χαρτογράφηση πιθανών πεδίων συμφωνίας, θα συνιστούσαν βήματα που, χωρίς να ακυρώνουν τις διαφορές, θα έστελναν μήνυμα σταθερότητας.
Η Ελλάδα έχει σήμερα ορισμένα σημαντικά πλεονεκτήματα. Η διεθνής κοινότητα αναγνωρίζει σε μεγάλο βαθμό τις θέσεις της ως σύμφωνες με το Διεθνές Δίκαιο. Η ενεργοποίηση διεθνών επενδυτικών σχημάτων στα ελληνικά θαλάσσια οικόπεδα δημιουργεί «πραγματικά δεδομένα» που δύσκολα μπορούν να αγνοηθούν. Η Τουρκία, από την άλλη, αντιμετωπίζει οικονομικές πιέσεις, πολιτικές εντάσεις στο εσωτερικό της και τον κίνδυνο διεθνούς απομόνωσης αν επιλέξει την ανεξέλεγκτη κλιμάκωση. Το στοίχημα, λοιπόν, είναι αν η επερχόμενη συνάντηση θα μπορέσει να αποτελέσει εφαλτήριο για μια νέα φάση, όπου οι διαφορές δεν θα εξαφανιστούν, αλλά θα συζητούνται με θεσμικό τρόπο, με σεβασμό στο Διεθνές Δίκαιο και με προοπτική συνεργασίας. Αν κάτι τέτοιο συμβεί, τότε θα μπορούμε να μιλήσουμε για μια ευκαιρία να γραφεί ένα νέο κεφάλαιο στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οχι χωρίς προκλήσεις, αλλά με μεγαλύτερες πιθανότητες σταθερότητας και ασφάλειας για την περιοχή μας.