Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

Εδώ και καιρό κυριαρχεί το αφήγημα ότι «η Ελλάδα πηγαίνει καλά». Οι μακροοικονομικοί δείκτες ευημερούν. Η ανάπτυξη κινείται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ανεργία αποκλιμακώνεται, το χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι επενδύσεις επιστρέφουν και η χώρα δείχνει να έχει αφήσει πίσω της την περίοδο της αβεβαιότητας. Κι όμως, την ίδια στιγμή, οι πολίτες εμφανίζονται απογοητευμένοι, δύσπιστοι και συχνά απαισιόδοξοι για το μέλλον.

Τα ευρωβαρόμετρα, αλλά και μια σειρά εθνικών ερευνών, καταγράφουν ένα σταθερό εύρημα: η κοινωνική ψυχολογία δεν συμβαδίζει με τη μακροοικονομική σταθεροποίηση. Τι φταίει; Γιατί, ενώ οι αριθμοί πάνε καλά, οι άνθρωποι νιώθουν ότι δεν προχωράμε; Η ακρίβεια αποτελεί αναμφίβολα καταλύτη αυτής της δυσφορίας. Το κόστος ζωής πιέζει τα νοικοκυριά, και μάλιστα με τρόπο άνισο: τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα έχουν δει το διαθέσιμο εισόδημά τους να διαβρώνεται, ακόμη και αν τα στοιχεία της ανάπτυξης δείχνουν κάτι διαφορετικό.

Παράλληλα, η διαφθορά και η αναξιοπιστία των θεσμών εξακολουθούν να λειτουργούν υπονομευτικά. Η καθημερινότητα παραμένει περίπλοκη, συχνά κουραστική, γεμάτη μικρές απογοητεύσεις: ουρές, γραφειοκρατία, καθυστερήσεις, κακή ποιότητα δημοσίων υπηρεσιών. Επιπλέον, υπάρχει κάτι βαθύτερο, πιο υπόγειο, αλλά και πιο κρίσιμο: η απουσία οράματος.

Οι Ελληνες δεν είναι απλώς δυσαρεστημένοι. Είναι μπερδεμένοι. Δεν ξέρουν πού πάει η χώρα, προς ποια κατεύθυνση κινείται η κοινωνία, πώς φανταζόμαστε τον εαυτό μας σε δέκα χρόνια. Κι όμως, στο παρελθόν υπήρξαν μεγάλα συλλογικά οράματα που έδωσαν κατεύθυνση και δημιούργησαν προσδοκίες. Η ένταξη στην ΕΟΚ, αργότερα στην ΟΝΕ, αποτέλεσε στρατηγικό στόχο που κινητοποίησε πολιτικές δυνάμεις και κοινωνικά στρώματα.

Ακόμη και πιο πρόσφατα, η Εκθεση Πισσαρίδη, ανεξαρτήτως επιμέρους διαφωνιών, έδωσε μια αίσθηση συνολικής προοπτικής. Σήμερα δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο. Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με σαφήνεια στο ερώτημα πώς θέλουμε να είναι η Ελλάδα το 2035. Το έλλειμμα αυτό αποτυπώνεται έντονα στους νέους. Η έρευνα της ΙΝΕ ΓΣΕΕ για τους «Νέους και Εργασία 2025» δείχνει ότι οι περισσότεροι αμείβονται με χαμηλούς μισθούς, δυσκολεύονται να ζήσουν αυτόνομα, δεν βλέπουν επαγγελματικές προοπτικές και εξετάζουν και πάλι το ενδεχόμενο μετανάστευσης.

Αυτό δεν είναι απλώς οικονομικό ζήτημα, είναι βαθύ κοινωνικό καμπανάκι. Οταν μια κοινωνία δεν δίνει στους νέους της λόγο να μείνουν, τότε η φθορά δεν είναι συγκυριακή αλλά συστημική. Την ίδια στιγμή, διαρθρωτικά προβλήματα, όπως η παραοικονομία, η οποία παραμένει εξαιρετικά υψηλή παρά την ψηφιοποίηση των συναλλαγών, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς και εντείνουν την αίσθηση κοινωνικής αδικίας. Οταν σχεδόν οι μισοί ελεύθεροι επαγγελματίες δηλώνουν εισόδημα με το οποίο δεν θα μπορούσαν καν να ζήσουν, η κοινωνία αντιλαμβάνεται ότι κάποιοι «παίζουν με διαφορετικούς κανόνες» και ότι το κράτος αδυνατεί να επιβάλει αξιοπιστία και δικαιοσύνη.

Ολα αυτά οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: Η Ελλάδα δεν πάσχει από έλλειψη επιδόσεων, αλλά από έλλειψη προσανατολισμού. Δεν λείπουν τα δημοσιονομικά εργαλεία, ούτε τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Λείπει η μεγάλη αφήγηση που θα δώσει νόημα στα επιμέρους μέτρα και θα ενώσει την κοινωνία γύρω από έναν κοινό στόχο. Το όραμα δεν μπορεί να είναι γενικό και αφηρημένο, αλλά συγκεκριμένο, μετρήσιμο, τολμηρό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό. Ενα όραμα που να απαντά στο ερώτημα: Τι Ελλάδα θέλουμε να παραδώσουμε σε όσους μεγαλώνουν σήμερα;