Quantcast

Σοφία Κουνενάκη-Εφραίμογλου: Για έναν σύγχρονο πρωτογενή τομέα

Ο πρωτογενής είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος τομέας απασχόλησης στη χώρα μας με σημαντική συνεισφορά στο ΑΕΠ, η οποία ξεπερνά, μαζί με τη μεταποίηση, το 8%. 

Πρωταγωνιστεί διαχρονικά στις εξαγωγές μας, στηρίζει την ύπαιθρο, την περιφερειακή ανάπτυξη και την εθνική οικονομία. Σήμερα, σε μια περίοδο που η σύγχρονη τεχνολογία μετασχηματίζει τις συνθήκες παραγωγής, η Ελλάδα χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να επενδύσει σε έναν ισχυρό, ανταγωνιστικό και εξωστρεφή πρωτογενή τομέα. Στην προσπάθεια αυτή, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μια σειρά από υφιστάμενες διαρθρωτικές αδυναμίες, όπως είναι η μείωση του αριθμού των παραγωγών και των καλλιεργούμενων εκτάσεων, η γήρανση του αγροτικού πληθυσμού, αλλά και νέες απειλές, όπως η μείωση της παραγωγής λόγω των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Είναι, επίσης, απαραίτητο να καλυφθεί το έλλειμμα τεχνογνωσίας που χαρακτηρίζει τον πρωτογενή τομέα. Η Ελλάδα είναι σήμερα ουραγός σε θέματα γεωργικής εκπαίδευσης και υιοθέτησης σύγχρονων πρακτικών, καθώς -σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat- 94 στους 100 Ελληνες αγρότες έχουν μηδενική εκπαίδευση και βασίζονται στην εμπειρία.

Η αγροδιατροφή στη χώρα μας έχει σημαντικές προοπτικές, όπως έχει αναδειχθεί από πολυάριθμες μελέτες τα τελευταία χρόνια. Για να μπορέσουν να υλοποιηθούν, είναι επιτακτική εθνική ανάγκη να επενδύσουμε στη γνώση και να αναπτύξουμε το ανθρώπινο δυναμικό τού αύριο. Χρειαζόμαστε νέους αγρότες ενημερωμένους, με στέρεες εκπαιδευτικές βάσεις, δυνατότητα αξιοποίησης της σύγχρονης τεχνολογίας και προσανατολισμένους στην επιχειρηματικότητα και στις συνεργασίες.

Επιπλέον, είναι προτεραιότητα να ενισχύσουμε τις δραστηριότητες μεταποίησης και τυποποίησης στον κλάδο της αγροδιατροφής, ώστε τόσο οι παραγωγοί όσο και η οικονομία να μπορέσουν να ωφεληθούν από την παραγόμενη υπεραξία.

Η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει παραδείγματα και καλές πρακτικές από χώρες με προηγμένο και εξωστρεφή αγροτικό τομέα, όπως η Ολλανδία, για να υπερβεί τα υφιστάμενα, παρωχημένα μοντέλα παραγωγής και να επιταχύνει τη στροφή σε καλλιέργειες και πρακτικές με υψηλή απόδοση. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα νέα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής, μπορούμε να στραφούμε σε αειφόρες και αποτελεσματικές μεθόδους καλλιέργειας και επεξεργασίας, να αυξήσουμε δραστικά τις θερμοκηπιακές καλλιέργειες, να αξιοποιήσουμε πηγές ενέργειας όπως η γεωθερμία. Χρειάζεται, επίσης, να εστιάσουμε στην έρευνα και στην ανάπτυξη, με ελκυστικά επενδυτικά και φορολογικά κίνητρα για την εγκατάσταση μεγάλων εταιρειών του αγροδιατροφικού τομέα, αλλά και στη συνεργασία με γεωπονικές σχολές. Είναι, τέλος, απαραίτητο να συνδεθούν οι επιδοτήσεις με συνεταιριστικές πρακτικές και αποτελέσματα: με κίνητρα για προϊόντα που μπορούν να διπλασιάσουν, τουλάχιστον, την παραγόμενη αξία ανά στρέμμα και με κίνητρα σε μικρές εταιρείες και ομάδες παραγωγών για τη χρήση εφαρμοσμένης καινοτομίας.

Η συνένωση δυνάμεων είναι μονόδρομος για τον κλάδο. Πρέπει να ξεκινά από την ορθολογική απόκτηση μηχανολογικού εξοπλισμού καλλιέργειας και να επεκτείνεται στη μεταποίηση των προϊόντων. Είναι καιρός να διατυπώσουμε μια νέα αγροτική και μεταποιητική πολιτική με τολμηρές πρακτικές και προτάσεις. Να αποκτήσουμε έναν σύγχρονο αγροτικό τομέα, με αιχμή τη γνώση, την έρευνα, την καινοτομία και τις συνεργασίες.