Quantcast

Μια κυριαρχία σε αμφισβήτηση

Τo μακρινό 1987, ο Πoλ Κένεντι, καθηγητής Ιστορίας στο Yale, έγραψε ένα βιβλίο για την άνοδο και την πτώση των μεγάλων δυνάμεων. Ο Κένεντι υποστήριζε πως υπάρχει ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στη στρατιωτική ισχύ και την οικονομική ευρωστία των μεγάλων δυνάμεων στις φάσεις της ακμής και της παρακμής. Mελετώντας τα παραδείγματα της Ισπανίας, της Ολλανδίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας, απέδειξε ότι η στρατιωτική επέκταση επιβάρυνε την οικονομική βάση κάθε μεγάλης δύναμης σε τέτοιο βαθμό ώστε να προκαλέσει την παρακμή της, κάτι που στο βιβλίο ονόμαζε imperial overstretch (αυτοκρατορική υπερέκταση).

Το βιβλίο έγινε δεκτό με διθυραμβικές κριτικές από την επιστημονική κοινότητα και απέκτησε ένα ευρύ κοινό δύο χρόνια αργότερα, επειδή προσέφερε μια πειστική και ακόμα αξεπέραστη εξήγηση για την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Ο Κένεντι, βεβαίως, είχε στο μυαλό του κυρίως τις ΗΠΑ, εκείνες όμως είχαν κερδίσει τον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν πλέον η μοναδική υπερδύναμη και στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 μπήκαν σε μια περίοδο ισχυρής ανάπτυξης, που κράτησε πάνω από 10 χρόνια. Στον δημόσιο διάλογο κυριάρχησε η αισιοδοξία για «το τέλος της Ιστορίας» και οι απόψεις του Κένεντι πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.

Τριάντα έξι χρόνια αργότερα, η μοναδική υπερδύναμη μοιάζει να δυσκολεύεται να προσαρμοστεί σε έναν κόσμο που έχει αρχίσει να την ξεπερνάει. Οι ΗΠΑ παραμένουν η μεγαλύτερη οικονομία στον πλανήτη, έχουν όμως πια πολύ ισχυρό ανταγωνισμό από την Κίνα, που αναπτύσσεται ταχύτερα και απειλεί να τις ξεπεράσει. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν προκλήσεις από τη Ρωσία στην Ευρώπη, από την Κίνα στην ανατολική Ασία και στη Νότια Κινεζική Θάλασσα, από το Ιράν στη Μέση Ανατολή. Στο εσωτερικό μέτωπο η κατάσταση δεν επιτρέπει αισιοδοξία, οι δυνάμεις ενός νέου, ιδιόμορφου απομονωτισμού έχουν πάρει το πάνω χέρι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει τι συνέπειες μπορεί να έχει μια ενδεχόμενη νίκη του Τραμπ για την Ουκρανία, τη συνοχή του ΝΑΤΟ και την ασφάλεια της Ε.Ε.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται οι ΗΠΑ τις κρίσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη είναι ενδεικτικός. Ιστορικά, οι μεγάλες δυνάμεις ήταν πάντα σε θέση να κινητοποιούν ευρείες συμμαχίες για να πετύχουν τον στόχο τους. Οι ίδιες οι ΗΠΑ έδειξαν πώς γίνεται αυτό, στον πόλεμο του Κόλπου το 1991. Στον πόλεμο της Ουκρανίας, οι Αμερικανοί μοιάζουν να μην είναι σε θέση να κινητοποιήσουν ούτε το εσωτερικό μέτωπο, τα πολιτικά τους κόμματα δεν μπορούν να υπερκεράσουν τις διαφορές τους και να εγκρίνουν την απαραίτητη στρατιωτική βοήθεια. Η Ουκρανία έμεινε χωρίς αυτή την υποστήριξη στην προσπάθεια αντεπίθεσης που έκανε τον περασμένο χρόνο και τώρα απειλείται από μια πολύ ισχυρή νέα ρωσική επίθεση σε όλο το πλάτος του μετώπου. Τα μεγάλα δυτικά μέσα ενημέρωσης ήδη προϊδεάζουν ότι η Ουκρανία θα χάσει αυτόν τον πόλεμο και θα υποχρεωθεί να συνθηκολογήσει με τους Ρώσους, κάτι που θα έχει απρόβλεπτες συνέπειες για την ασφάλεια και τη σταθερότητα της Ευρώπης. Αν κερδίσουν τον πόλεμο οι Ρώσοι μπορεί να μη διστάσουν να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία και σε άλλα μέτωπα, όπως στη Μολδαβία. Θα έχουν άλλωστε πάρει το μήνυμα, για δεύτερη φορά μετά την αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, ότι η Ουάσιγκτον δεν έχει κανέναν ενδοιασμό να αφήσει σύξυλους τους συμμάχους της.

Εκτός από αυτό, όμως, η επιρροή των Αμερικανών στους ίδιους τους εταίρους τους δείχνει να φθίνει. Παρά τις αντιρρήσεις της Ουάσιγκτον, που εκφράστηκαν μάλιστα και δημόσια, ο πρωθυπουργός του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου έκανε ό,τι ήθελε και όσο ακραία ήθελε στη Γάζα. Και, αψηφώντας τη διαφορετική άποψη και τις υποδείξεις της Ουάσιγκτον, ανταπέδωσε το χτύπημα της περασμένης Κυριακής στο Ιράν, έστω και αν η επιχείρηση είχε περιορισμένη εμβέλεια. Δεν είναι βέβαιο, μάλιστα, ότι είχε ενημερώσει εκ των προτέρων την αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό θα το μάθουμε τις επόμενες εβδομάδες.

Πρόκειται για ενδείξεις παρακμής, γιατί στην ακμή τους οι Αμερικανοί ήταν σε θέση να κόβουν την όρεξη στους συμμάχους τους για στρατιωτικές περιπέτειες ή ακόμα και να τους υποχρεώνουν να σταματήσουν τις επιχειρήσεις, όπως έκαναν με τους Τούρκους στην Κύπρο το 1964 ή με τους Αγγλογάλλους και το Ισραήλ στο Σουέζ το 1956. Η Ελλάδα το γνωρίζει από ιδία εμπειρία, καθώς κάτι ανάλογο έγινε στα Ιμια το 1996. Στο πίσω μέρος του μυαλού τους, μάλιστα, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις υπολογίζουν σε μια παρέμβαση των Αμερικανών, για να μην καταρρεύσει η νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ, σε περίπτωση που η κατάσταση με την Τουρκία γίνει ανεξέλεγκτη.

Αυτή η πεποίθηση, όπως δείχνουν οι εξελίξεις στην Ουκρανία και στο Ισραήλ, έχει τεθεί πλέον εν αμφιβόλω. Και για την Ελλάδα, η οποία επένδυσε ισχυρά στον αμερικανικό παράγοντα τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν αποτελεί μια θετική εξέλιξη. Για την αμερικανική υποστήριξη δώσαμε πολλά σε βάσεις και εξοπλισμούς, πήραμε θέση στον πόλεμο της Ουκρανίας και είχαμε εμπλοκή στις επιχειρήσεις εναντίον των Χούθι. Βεβαίως, η Ουάσιγκτον αναγνωρίζει σε κάθε ευκαιρία ότι είμαστε πυλώνας σταθερότητας και ο καλύτερος σύμμαχός της στην περιοχή μας. Ωστόσο, εμείς δεν μπορούμε πλέον να είμαστε βέβαιοι ότι οι ΗΠΑ θα παραμείνουν ο κεντρικός πυλώνας της δικής μας ασφάλειας.

Υ.Γ.: Για τους πολιτικούς ταγούς μας, αυτή προφανώς είναι μια συζήτηση δύσκολη, βαριά και «αχρείαστη» ενόψει ευρωεκλογών. Αλλωστε προηγείται πάντα το θεόσταλτο μήνυμα για τα βαφτίσια του κ. Κασσελάκη.