Quantcast

Αυστρία: Η διασφάλιση σταθερών πλειοψηφιών στη Βουλή πρέπει να παραμείνει στόχος, τονίζει ο πρόεδρος Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν

Ενόψει της πιθανής μακράς διάρκειας των διαπραγματεύσεων για τον σχηματισμό της νέας κυβέρνησης μετά τις πρόωρες βουλευτικές εκλογές της 29ης Σεπτεμβρίου, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος της Αυστρίας Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν θεωρεί πως στόχος πρέπει να παραμείνει η διασφάλιση σταθερών πλειοψηφιών στη Βουλή. 

Κάνοντας ένα είδος απολογισμού της κυβερνητικής κρίσης που συντάραξε τις δύο τελευταίες εβδομάδες του Μαΐου την Αυστρία, ο ομοσπονδιακός πρόεδρος, σε συνομιλία του με δημοσιογράφους στη Βιέννη, προέβη σε μία αναδρομή των όσων συνέβησαν μέσα στο σύντομο χρονικό διάστημα εκείνων των, συνολικά, 17 ημερών.

Πρόκειται για το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της 17ης Μαΐου, όταν αποκαλύφθηκε το διαβόητο βίντεο της αποκαλούμενης «Υπόθεσης Ίμπιζα», και της 3ης Μαΐου, ημέρα της ορκωμοσίας της υπηρεσιακής κυβέρνησης υπό την καγκελάριο Μπριγκίτε Μπίρλαϊν, την έως τότε πρόεδρο του Συνταγματικού Δικαστηρίου, η οποία θα οδηγήσει τη χώρα στις πρόωρες εκλογές. Η «Υπόθεση Ίμπιζα» αφορά το σκάνδαλο διαφθοράς και πολιτικής συναλλαγής στο οποίο φέρεται να εμπλέκεται ο πρώην αντικαγκελάριος και αρχηγός του έως πριν σχεδόν δύο μήνες συγκυβερνώντος ακροδεξιού εθνικιστικού Κόμματος των Ελευθέρων Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, και το οποίο οδήγησε στη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού του με το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα του πρώην καγκελαρίου Σεμπάστιαν Κουρτς.

Συνοψίζοντας στον «απολογισμό», ο Αλεξάντερ Βαν ντερ Μπέλεν δεν απέκρυψε πως «είμαι, και δικαιολογημένα, λιγάκι υπερήφανος για το πώς αντιμετωπίσαμε την κρίση», ενώ το ερώτημα που προκύπτει, είναι, κατά την άποψή του, ποια διδάγματα εξάγονται από αυτή, ενόψει των εκλογών της 29ης Σεπτεμβρίου και αυτών που θα ακολουθήσουν μετά.

Σε εκείνες, τις σημαδιακές 17 ημέρες, η Αυστρία βίωσε τέσσερις κατά σειρά διαφορετικές κυβερνήσεις, κάτι που αποτελεί ένα άνευ προηγουμένου «ρεκόρ», με τη διακυβέρνηση της χώρας να έχει, έως την έναρξη της κρίσης, ο συνασπισμός του Λαϊκού Κόμματος με το Κόμμα των Ελευθέρων, ο οποίος βρισκόταν στην εξουσία από τον Δεκέμβριο του 2017.

Μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού εξαιτίας της αποκάλυψης της Υπόθεσης Ίμπιζα», με πρωταγωνιστή τον αντικαγκελάριο στην κυβέρνηση και αρχηγό των Ελευθέρων Χάιντς-Κρίστιαν Στράχε, που οδήγησε στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών για τον Σεπτέμβριο, ακολούθησε μία πρώτη μεταβατική κυβέρνηση μειοψηφίας του Λαϊκού Κόμματος.

Τις κενές θέσεις των υπουργών, μελών του Κόμματος των Ελευθέρων που είχαν αποπεμφθεί η παραιτηθεί, ανέλαβαν τεχνοκράτες, ωστόσο την κυβέρνηση αυτή μειοψηφίας υπό τον καγκελάριο Σεμπάστιαν Κουρτς, ανέτρεψε με πρόταση δυσπιστίας η πλειοψηφία της αυστριακής Βουλής.

Στη συνέχεια, ο Αυστριακός πρόεδρος, επικυρώνοντας την ανατροπή της κυβέρνησης και ζητώντας από τα μέλη της να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντα τους μέχρι τον σχηματισμό μίας καθαρά υπηρεσιακής κυβέρνησης, όρκισε εκ νέου το παλιό-νέο κυβερνητικό σχήμα με προσωρινό καγκελάριο τον έως τότε υπουργό Οικονομικών Χάρτβιγκ Λέγκερ.

Ακολούθως, ο πρόεδρος Βαν ντερ Μπέλεν, έπειτα από σειρά διερευνητικών επαφών του με τους αρχηγούς των πέντε κοινοβουλευτικών κομμάτων και με μία σειρά προσωπικότητες, ανέθεσε την εντολή σχηματισμού υπηρεσιακής κυβέρνησης στην πρόεδρο του Αυστριακού Συνταγματικού Δικαστηρίου Μπριγκίτε Μπίρλαϊν, την οποία και όρκισε κατόπιν στις 3 Ιουνίου σε πρώτη γυναίκα καγκελάριο στην αυστριακή ιστορία.

Τώρα, ο προερχόμενος από τους Πράσινους Αυστριακός πρόεδρος, στη συνομιλία του με τους δημοσιογράφους, χωρίς να υπεισέρχεται σε συζήτηση ως προς συγκεκριμένες μορφές του κυβερνητικού συνασπισμού που θα προκύψει μετά τις εκλογές και λαμβάνοντας προφανώς υπόψη τον ήδη τρέχοντα προεκλογικό αγώνα, απευθύνει έκκληση για διατήρηση και προώθηση ενός κλίματος διαλόγου όχι μόνον μεταξύ των κομμάτων, αλλά και γενικότερα. Ταυτόχρονα, επισημαίνει ότι σίγουρα θα πάρει θέση ως προς τις λεπτομέρειες των κεντρικών ζητημάτων κατά τις διαπραγματεύσεις σχηματισμού κυβέρνησης, υπονοώντας προφανώς ότι θα κάνει χρήση του δικαιώματός του που προβλέπεται στο Σύνταγμα, για απόρριψη προτάσεων ως προς τα πρόσωπα που θα συμμετέχουν στην μελλοντική κυβέρνηση.