Quantcast

Στήνει παγίδες στην αντιπολίτευση

Οι επικεφαλής της τουρκικής αντιπολίτευσης. Από αριστερά: Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, Τεμέλ Καραμολάογλου, Μεράλ Ακσενέρ, Αχμέτ Νταβούτογλου, Αλί Μπαμπατσάν και Γκουλτεκίν Ουσάλ

Οι επικεφαλής της τουρκικής αντιπολίτευσης. Από αριστερά: Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, Τεμέλ Καραμολάογλου, Μεράλ Ακσενέρ, Αχμέτ Νταβούτογλου, Αλί Μπαμπατσάν και Γκουλτεκίν Ουσάλ

Μέσα από ρητορικές εξάρσεις για τα θέματα εξωτερικής πολιτικής, ο Ερντογάν προσπαθεί να εμποδίσει τη συμφωνία για έναν κοινό υποψήφιο εναντίον του και να στιγματίσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ως «προδότες».

Η διάσπαση της αντιπολίτευσης με όχημα κυρίως τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής αναδεικνύεται πλέον ως βασικός πυλώνας της στρατηγικής του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Η στρατηγική αυτή ξεδιπλώνεται σε τρία μέτωπα: στο κουρδικό ζήτημα, στις σχέσεις με την Ελλάδα και στο Ισλάμ.

Ο Τούρκος Πρόεδρος, που βλέπει τα ποσοστά της δημοτικότητάς του και του κόμματός του να εξασθενούν διαρκώς, προσπαθεί μέσα από ρητορικές εξάρσεις για τα θέματα αυτά, να διασπάσει την αντιπολίτευση. Απώτερος στόχος του είναι να εμποδίσει τόσο τη συμφωνία για έναν κοινό υποψήφιο εναντίον του όσο και να στιγματίσει τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ως «προδότες».

Ο βετεράνος αναλυτής Mουράτ Γετκίν σε ένα από τα τελευταία του άρθρα κάνει λόγο για μια «παγίδα» που έχει στήσει το ΑΚΡ στο Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP) και στο Καλό Κόμμα (IYI), μέσω των Κούρδων και του Ισλάμ, προκειμένου να διχάσει την αντιπολίτευση.

Ωστόσο, η κοινωνία αναδεικνύεται ως το μεγαλύτερο εμπόδιο για τον Πρόεδρο Ερντογάν και την κυβέρνησή του, που επιχειρούν να βαθύνουν την πόλωση και να χειραγωγήσουν την κοινή γνώμη.

Μετά τη δημόσια τοποθέτηση βουλευτή του CHP, που άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να δοθεί υπουργείο στο φιλοκουρδικό HDP αν η αντιπολίτευση κερδίσει τις εκλογές, οι σχέσεις του CHP με το ΙΥΙ έχουν εισέλθει σε μια περίοδο μεγάλης δοκιμασίας. Αυτή η τοποθέτηση προκάλεσε μεγάλες αντιδράσεις από την ίδια τη Μεράλ Ακσενέρ, αλλά και από σύσσωμο το ΙΥΙ. Σύμφωνα με δημοσιεύματα, τα οποία δεν διέψευσε το ΙΥΙ, η Ακσενέρ φέρεται να είπε, κεκλεισμένων των θυρών, ότι ποτέ δεν θα βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με το HDP. Ωστόσο, προσπάθησε να μετριάσει την οργή στελεχών του κόμματός της απέναντι στο CHP, καλώντας τα να δείχνουν τον απαραίτητο σεβασμό στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Το ΙΥΙ έχει ακόμα «βαρύ» εθνικιστικό DNA και το Κουρδικό είναι η αχίλλειος πτέρνα του. Στη σημερινή συγκυρία φαίνεται ακόμα πιο δύσκολο να ελέγξει τα εθνικιστικά του αντανακλαστικά. Η κυβέρνηση συστηματικά στιγματίζει το HDP αποκαλώντας το «HDPKK», σε μια προσπάθεια να ταυτίσει το HDP με το εκτός νόμου PKK.

Η παγίδα αυτή φαίνεται να λειτουργεί, καθώς οι σχέσεις του CHP με το ΙΥΙ διανύουν, εδώ και δύο εβδομάδες, την πιο δύσκολη ίσως περίοδο της ιστορίας τους και πολλοί αναλυτές στην Τουρκία αναρωτιούνται αν μπορεί να διατηρηθεί η συνοχή της αντιπολίτευσης.

Συνομιλητές του real.gr στην Τουρκία εκτιμούν ότι η πρωτοφανής ρητορική επίθεση της Αγκυρας εναντίον της Ελλάδας εντάσσεται στο ίδιο πλαίσιο, σε μια προσπάθεια να ωθήσει την αντιπολίτευση σε ακραίο εθνικισμό ώστε να προκληθούν νέες αναταράξεις ανάμεσα στο «κεμαλικό» CHP του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και το ΙΥΙ της Μ. Ακσενέρ.

Χαρακτηριστική της πρόθεσης της κυβέρνησης είναι η προσέγγιση της φιλοκυβερνητικής σχολιάστριας της εφημερίδας «Sabah», Χιλάλ Καπλάν, που σε πρόσφατο άρθρο της, απευθυνόμενη στο CHP, έγραψε ότι οι πολίτες αναρωτιούνται: «Αν μας επιτεθούν οι Ελληνες, εσείς σε ποια πλευρά θα σταθείτε;».

Η αντιπολίτευση εξακολουθεί να μην «τσιμπάει» το δόλωμα του Ερντογάν και εμφανίζεται φειδωλή στις τοποθετήσεις της για τα ελληνοτουρκικά, προσπαθώντας συστηματικά να παρουσιάζει ως φαιδρές της εθνικιστικές κορώνες του Τούρκου Προέδρου. Τόσο ο Κ. Κιλιτσντάρογλου, που είπε στον Ερντογάν «αν τολμά, να πάει να πάρει τα νησιά», όσο και η Μ. Ακσενέρ, που δήλωσε ότι, εφόσον ο Ερντογάν μιλά για νησιά σε κατοχή, ας κάνει αυτό που χρειάζεται, προσπαθούν να αναδείξουν ότι η ρητορική του Τούρκου Προέδρου είναι ασυνεπής.

Η αντιπολίτευση, που έχει αναπτύξει μια μεγαλύτερη ικανότητα, αν και ακόμα περιορισμένη, να αφουγκράζεται την κοινωνία από ό,τι παλαιότερα, φαίνεται να ακολουθεί την κοινή γνώμη στα ελληνοτουρκικά.

Ενώ η Αγκυρα έχει επιδοθεί σε μια ρητορική μετωπικής σύγκρουσης με την Ελλάδα, με καθημερινές επιθετικές δηλώσεις και με τα φιλοκυβερνητικά μέσα ενημέρωσης να στιγματίζουν συστηματικά τη χώρα μας, οι Τούρκοι πολίτες φαίνεται να παραμένουν πολύ προσεκτικοί.

Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της Metropoll, το 64% των Τούρκων δεν πιστεύει ότι υπάρχει εχθρότητα μεταξύ του ελληνικού και του τουρκικού λαού. Συν τοις άλλοις, το 60,3% των ψηφοφόρων του AKP και το 57,8% των ψηφοφόρων του MHP δεν πιστεύουν ότι υπάρχει τέτοια εχθρότητα. Τα ποσοστά αυτά είναι ακόμη υψηλότερα για το CHP (73,8%) και για το IYI (65,1%), επιβεβαιώνοντας προηγούμενες μελέτες, σύμφωνα με τις οποίες τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι λιγότερο εθνικιστικά απέναντι στην Ελλάδα από αυτά της κυβέρνησης.

Η τουρκική κοινωνία φαίνεται να έχει ξεκάθαρη θέση απέναντι σε αυτή την πρόσφατη ρητορική κλιμάκωση από την Αγκυρα, καθώς, σύμφωνα με τη Metropoll, το 51,5% των Τούρκων πιστεύει ότι οι πρόσφατες εντάσεις αποτελούν μέρος της προεκλογικής διαδικασίας. Το 36,2% των ψηφοφόρων του AKP και το 37,9% των ψηφοφόρων του MHP πιστεύουν το ίδιο και τα ποσοστά αυτά ανεβαίνουν στο 69% για τους ψηφοφόρους του CHP και στο 54,8% για τους ψηφοφόρους του IYI.

Παράλληλα με τις εντάσεις στην εξωτερική πολιτική και τις προσπάθειες δημιουργίας ενός νέου εξωτερικού «εχθρού», της Ελλάδας, η κυβέρνηση προσπαθεί να δυσφημήσει την αντιπολίτευση -και κυρίως το CHP- μέσω του Ισλάμ, σε μια προσπάθεια να προκαλέσει μια νέα πόλωση μεταξύ «ισλαμιστών» και «κεμαλιστών» και με το επίσημο αφήγημα ότι, αν κερδίσει η αντιπολίτευση, οι «ισλαμιστές» θα χάσουν τα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει από τότε που το ΑΚΡ είναι στην εξουσία.

Ο ευκολότερος τρόπος για να πυροδοτηθεί η νέα πόλωση είναι οι γυναίκες και ο ενδυματολογικός τους κώδικας. Πρόσφατες δηλώσεις αξιωματούχων της Diyanet (Διεύθυνση Θρησκευτικών Υποθέσεων) που επικρίνουν τις ενδυματολογικές προτιμήσεις των γυναικών, προσπαθώντας να πυροδοτήσουν αντιδράσεις και νέους φόβους για τη λεγόμενη «ισλαμοποίηση» της τουρκικής κοινωνίας.