Quantcast

«Ο τυχαίος θάνατος ενός Αναρχικού», του Γιάννη Κακλέα - Κριτική παράστασης

Το Θέατρο Γκλόρια έχει την τύχη να φιλοξενεί στη σκηνή του έναν ηθοποιό που το σανίδι το «ματώνει»…  Το διαλύει το σανίδι, το κατακερματίζει, το ανασυνθέτει, το αναζωπυρώνει, το μεταμορφώνει.  Το φέρνει στα μέτρα του, μετά το απογειώνει, ύστερα το αποθεώνει και εντέλει το προσφέρει, νιρβάνα και βάλσαμο, στους θεατές.  

Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας

Κυρίες και κύριοι η ερμηνεία του Πάνου Βλάχου, υπό τις σκηνοθετικές κατευθυντήριες του Γιάννη Κακλέα, δεν επιδέχεται κριτικής.  Τι και πως να περιγράψεις μία ερμηνεία που είναι εκτός συμβατών ορίων;  Μία ερμηνεία που δεν χωράει σε στήλη εφημερίδας, μία ερμηνεία που δεν εντοιχίζεται; 

Ο Πάνος Βλάχος έχει απροσδιόριστα σύνορα.  Πάνω στη σκηνή του «Αναρχικού» τελεί σε διαρκές κρεσέντο.  Είναι σαφής, ασαφής, τρελός, σώφρων, ύπουλος, πουπουλένιος, μαλαματένιος.  

Αν ήταν γλυπτό, σίγουρα θα τον είχε σμιλέψει ο Πικάσο.  Αν ήταν κτίριο, σίγουρα θα τον είχε σχεδιάσει ο Αντόνι Γκαουντί.  Αν ήταν λεωφόρος, σίγουρα θα ήταν η 5th Avenue.  Αν ήταν παιχνίδι, σίγουρα θα ήταν το Baccarat!

Το “flexible” και πολυεπίπεδο σκηνικό των Ηλένια Δουλαδίρη και Γιάννη Κακλέα, αφήνει χώρο στους ηθοποιούς να δράσουν και να αλληλεπιδράσουν μεταποιώντας το με το θεατρικό τους ραβδί.  Ο θεατής, με οπτικό έναυσμα το  σκηνικό και τους αεικίνητους φωτισμούς, (Στέλλα Κάλτσου) ταξιδεύει στον πολύπτυχο χωροχρόνο, που διαδραματίστηκε το επαίσχυντο, τραγικό συμβάν, από την Polizia της γείτονος Χώρας.  Η πραγματική κατάκτηση όμως του συγκεκριμένου σκηνικού είναι ότι, μετά την παράσταση, η σκηνική ατμόσφαιρα εντυπώνεται δια παντός στη μνήμη σου και την αναπολείς μαζί με τις τόσο δυνατές θεατρικές σκηνές που γενναιόδωρα προσφέρουν οι ηθοποιοί.

Ο Φοίβος Ριμένας αποδίδει με υψηλή ακρίβεια το κωμικό αποτέλεσμα, τόσο όσο, ώστε ο θεατής να εισπράξει το υπόκωφο τραγικό γρύλισμα, που ξεβράζει κάθε όργανο της τάξης, όταν ασκεί επιδερμικά και ανορθόδοξα το λειτούργημά του.  Το θερμό χειροκρότημα του κοινού, εν μέσω της παράστασης, απολαμβάνει ο Ριμένας, ερμηνεύοντας κατ΄ εξοχήν πικάντικα τους στίχους των Βλάχου και Αθερίδου υπό τις μουσικές συνθέσεις του Βάιου Πράπα. 

Ο Βάιος Πράπας, συνθέτης και μουσικός επί σκηνής, μας εξασφαλίζει κάτι αναπάντεχο.  Με τις μουσικές του να καρφώνονται στο θυμικό, μας επιτρέπει να εντρυφήσουμε ακόμη περισσότερο στην παγκόσμια αλήθεια του Dario Fo.  Οι μουσικές του Πράπα πολλαπλασιάζουν τα ερεθίσματα, που λαμβάνουμε από σκηνής και μας εισάγουν δυνατά και εκκωφαντικά, στο χώρο που κάθε σκεπτόμενος πολίτης οφείλει να δρα και να αντιδρά.  Στο χώρο της Αμφισβήτησης και του Ελέγχου των πράξεων και παραλείψεων των κάθε φορά “επικεφαλής”.

Το highlight της παραστάσεως πιστώνεται στον Θοδωρή Σκυφτούλη, ο οποίος επιστρατεύει το πηγαίο καλλιτεχνικό του ταπεραμέντο και μας αποδεικνύει ότι, όχι μόνο μεταφορικά, αλλά και κυριολεκτικά κάτι σάπιο υπάρχει στο Βασίλειο της Δανιμαρκίας.  Ο επιταχυμένος θεατρικός μεταβολισμός του Σκυφτούλη, χαλαρώνει τον θεατή, που παρακολουθεί αποσβολωμένος την κωμικοτραγική μετάλλαξη του αδυσώπητου Διοικητή Αστυνομίας, σε ένα τιποτένιο και αξιολύπητο ανθρωπάριο.  Ο ρυθμός του Σκυφτούλη είναι ακαριαίος, ακόμη και θρασύς, ενώ η σαρκαστική υποκριτική του δεινότητα χτυπάει κόκκινο…Αναρχικό!

Ο Στέλιος Πέτσος, χειρίζεται με αξιοσημείωτη δεξιότητα τη “μάσκα” που του έχει εμπιστευθεί ο Κακλέας.  Καθόλη τη διάρκεια της παραστάσεως ο Πέτσος υποστηρίζει με άνεση το στρεβλόν του πράγματος-προσωπείου του  και χειρίζεται τόσο αριστοτεχνικά το σώμα του προς το σκοπό αυτό, που ακόμη και ο Jacques Lecoq θα του έδινε έπαινο.

Ο Κωνσταντίνος Μαγκλάρας ακυρώνει κάθε έννοια βαρύτητος και παρά το ύψος του αναδιπλούται, διπλούται, και γενικώτερα μεταμορφώνεται, κλαίει και οδύρεται στην κατηφόρα, που εισέρχεται ο ήρωάς του, με την αβάσταχτη ελαφρότητα που το έργο απαιτεί.  

Η Ιφιγένεια Αστεριάδη υποδύεται άριστα την δημοσιογράφο/ρεπόρτερ, που με υπερφίαλη αυτοπεποίθηση θεωρεί ότι θα δώσει απαντήσεις στην οργισμένη κοινή γνώμη δια των αποκλειστικών αποκαλύψεών της.  Η persona της Αστεριάδη είναι άψογα φιλοτεχνημένη από τον Κακλέα, καθώς η γκροτέσκο ερμηνεία της, θέτει τον θεατή σε τροχιά αμιφισβήτησης της Τέταρτης Εξουσίας.  Τελικά η αποκάλυψη ενός κρατικού σκανδάλου από τον Τύπο γίνεται με επαναστατική πρόθεση, με πρόθεση πλήρους αποκαλύψεως της Αλήθειας, ή απλώς και μόνο για τα νούμερα της τηλεθέασης;

Η παράσταση του Γιάννη Κακλέα, με Κορυφαίο τον Πάνο Βλάχο, είναι αιχμηρή κραυγή ενάντια στις συστηματικές κρατικές αυθαιρεσιές.  Ο πολύπειρος Σκηνοθέτης μας προσφέρει μία κατ΄ εξοχήν εξπρεσιονιστική παράσταση, αν όχι μαξιμαλιστική, που καταδεικνύει ευφυώς τα κακώς κείμενα, τα οποία στηλιτεύει ο Μέγας Dario Fo.  Επιπλέον ο Γιάννης Κακλέας υπογραμμίζει τις τρωτές ελληνικές συμπεριφορές που ενίοτε παρουσιάζονται στους κόλπους του Πολιτισμού, της Δικαιοσύνης, της Αστυνομίας και εν γένει της εξουσίας.

Ανεπανάληπτη στιγμή, όταν ο Βλάχος ενσαρκώνει τον Δικαστή (εξαίσια η τήβεννος της Ηλένιας Δουλαδίρη), καθήμενος στον αυτοσχέδιο δικανικό θρόνο του, πάνω σε κατεστραμμένους, από τον ίδιο, φακέλλους, που έχουν σχηματιστεί προανακριτικά, με αναξιόπιστες και ακυρωτέες διαδικασίες.  “Δυό πράγματα δεν αντέχω…τους ρατσιστές και τους μαύρους…”.  “… Δικαιοσύνη, Δικαιοσύνη, ό,τι θελήσω εγώ θα γίνει…”

Το θεατρικό όμως στιγμιότυπο, που θα μπορούσε κάλλιστα να σηματοδοτήσει την έναρξη της επόμενης Season του Casa de Papel, το στιγμιότυπο, απαύγασμα σύμπραξης, όλων των Τεχνών, το στιγμιότυπο που αναφανδόν αιχμαλωτίζει όλα τα βλέμματα, το στιγμιότυπο που συνοψίζει την κορύφωση της χορογραφικής έκστασης της παράστασης (χορογραφίες Αγγελικής Τρομπούκη), το στιγμιότυπο θρύλος, είναι όταν ο Διοικητής, ο Αστυνόμος και ο Αστυφύλακας αίφνης μεταμορφώνονται και, ως Αναρχικοί πλέον, ανεμίζουν τη σημαία του Giuseppe Pinelli υπό το ρυθμό του Bella Ciao.  Τη μουσική του αντιφασιστικού Bella Ciao πλαισιώνουν με συνθήματα πραγματικά, συνθήματα Αναρχικών, που έχουν ακουστεί σε ανά τον κόσμο διαδηλώσεις.

Ο Γιάννης Κακλέας δεν εισβάλλει απλώς στο αριστουργηματικό κείμενο του Αναρχικού.  Κατακλύζει παντοιοτρόπως την ίδια την Persona του Dario Fo, ταυτίζεται θεατρικά με την κοσμοθεωρία του Νομπελίστα Δραματουργού και, πρωτίστως, μας παραδίδει το γάντι του μποξ, ώστε να δώσουμε και εμείς γροθιά στο ζοφερό κατεστημένο.

Η παράσταση-ηφαίστειο του Κακλέα απογυμνώνει την έκνομη δράση των Αρχών.  Παράλληλα όμως μας υπενθυμίζει ότι το χιούμορ, θα αποτελεί εσαεί ένα ισχυρότατο όπλο, που δυνάμει της έντονης ανατρεπτικής του αιχμής, ισχυροποιεί τον πολίτη έναντι της συγκάλυψης, της διαπλοκής και της διαφθοράς.

Η κωμική ένταση εξάλλου της παράστασης, που επικοινωνείται αβίαστα στο κοινό, το οποίο γελά ασταμάτητα, μας προβληματίζει μελαγχολικά… όσο και η εξ ορισμού μελαγχολική ύπαρξη κάθε Γελωτοποιού.

Μήπως τελικά οι ανορθόδοξες πρακτικές των Αρχών και γενικώς των πυλώνων της Εξουσίας, είναι τόσο βαθειά εδραιωμένες, που η αποδόμησή τους προκαλεί συλλήβδην το γέλιο των θεατών;  

Και μήπως τελικά, ο Τρελλός Γελωτοποιός δεν είναι καθόλου Τρελλός, γιατί ποιός Τρελλός θα μπορούσε να αποδομήσει με τόσο ορθολογιστικά “τερτίπια” ολόκληρη την ιεραρχία της Αστύνομίας;  

Η παραστασάρα του Κακλέα μας ύπενθυμίζει το καθήκον μας, την απαράγραπτη νομική υποχρέωσή μας, ως πολιτών μίας ευνομούμενης Πολιτείας, σε μία διαρκή και ενσυνείδητη άσκηση έμπρακτης κριτικής απέναντι στον κάθε Αρχοντα του Κράτους.

ΥΓ.  Κι επειδή, όπως έχει πει και ο Woody Allen, η επιτυχία κάθε project, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από την επικοινωνία του στο κοινό, τα συγχαρητήριά μας στις Δημόσιες Σχέσεις της παράστασης.

*Η Κέλλυ Σταμούλη είναι Δικηγόρος.  Σπούδασε Νομικά και Θέατρο στην Αθήνα, τις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο.