Quantcast

Θ. Διαμαντόπουλος: Το δίλημμα (παγίδα;) της επαναληπτικής κάλπης

Είναι μόλις η δεύτερη φορά στην ιστορία του τόπου που ο λαός καλείται στις κάλπες με δεδομένο πως την επόμενη φορά η λαϊκή κυριαρχία θα ασκηθεί με ολοσχερώς διαφορετικούς θεσμικούς όρους.

Η πρώτη -και μοναδική έως σήμερα- ήταν το 1932. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αντικαταστήσει το «βιαίως πλειοψηφικό» σύστημα του 1928 με ολοσχερώς αναλογικό, που όμως είχε οριστεί στον εκλογικό νόμο ότι θα ίσχυε μόνο για τις προσεχείς εκλογές (ενώ για τις επόμενες προβλεπόταν επάνοδος στο πλειοψηφικό). Το θεσμικό αυτό «ακορντεόν» άφησε το πολιτικό του αποτύπωμα στη δημόσια ζωή του τόπου, λειτουργώντας «κατά φύση»…

Στις εκλογές του φθινοπώρου του 1932 το εκλογικό σώμα τριχοτομήθηκε ισομερώς: το βασικό βενιζελικό κόμμα (με όλο τον «αποκλίνοντα βενιζελισμό» εναντίον του τότε) ψηφίστηκε από το 1/3 των προσελθόντων στις κάλπες. Ακριβώς το ίδιο ποσοστό πήρε και το βασικό αντιβενιζελικό κόμμα, ενώ ο λεγόμενος «πολιτικός κονιορτός» (αφενός μεν τα ταξικά, αφετέρου δε τα προσωποπαγή κόμματα) καρπώθηκε το υπόλοιπο. Συνασπισμένες αντίθετα, σύμφωνα με τη λογική του πλειοψηφικού συστήματος, οι δύο παρατάξεις στις εκλογές του Μαρτίου του 1933 πήραν και οι δύο πολύ κοντά στο 47% των έγκυρων ψήφων. Δηλοί κάτι αυτό; Ως μεμονωμένο προηγούμενο ίσως όχι, αν δεν συνοδευόταν από κάτι πολύ πιο «δομικό»: τη -διορθωτική- στάση των Ελλήνων εκλογέων κάθε φορά που η κάλπη δίνει αποτέλεσμα ακυβερνησίας. Ειδικότερα…

Πολιτική «κονιορτοποίηση» προέκυψε από τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1926 -τις πρώτες αναλογικές του τόπου- συγκροτήθηκε δε πεντακομματική, αρχικά, κυβέρνηση. Αυτή αποδείχθηκε τόσο εύτρωτη, με αλλεπάλληλες κρίσεις και συνεχείς απώλειες κυβερνητικών εταίρων, που στις εκλογές του θέρους του 1928 ο λαός, συγχωρώντας στον Ελευθέριο Βενιζέλο την αντισυνταγματική επαναφορά του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος, του έδωσε το… 90% των βουλευτών της νέας Βουλής.

Αναφέραμε ήδη τι έγινε στις εκλογές του 1932 και του 1933. Μετά τις εκλογές του 1936, το πρόβλημα της ακυβερνησίας επίσης αντιμετωπίστηκε, όχι όμως με διορθωτική ψήφο του λαού, αλλά -δυστυχώς- με άλλο τρόπο…

Στις εκλογές του 1950 το μεγαλύτερο κόμμα πήρε 18,8%. Στην αναμέτρηση του 1951 ξεπέρασε το 36,5%. Και σε αυτή του 1952 άγγιξε το 50%!

Και οι εκλογές του φθινοπώρου του 1963 έδειξαν να μην οδηγούν σε βιώσιμη κυβέρνηση, αλλά σε αυτές του 1964 ο προπορευόμενος φορέας άγγιξε το πρωτόγνωρο 53%.

Μεταδικτατορικά, τώρα, στις αναλογικές εκλογές του Ιουνίου του 1989 το σχετικώς πλειοψηφούν κόμμα πήρε πολύ υψηλό ποσοστό. Επειδή, όμως, δεν διασφάλισε αυτοδυναμία, έγιναν δύο ακόμη εκλογικές αναμετρήσεις, το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς και την άνοιξη της επομένης. Σε αυτές οι εκλογείς ανέβαζαν κι άλλο το ποσοστό του, φτάνοντάς το τελικά σε δυσθεώρητα υψηλά ποσοστά.

Τον Μάιο, τέλος, του 2012 τα δύο πρώτα κόμματα κινήθηκαν σε ποσοστά χαμηλότερα του 19%, αλλά μόλις διαπιστώθηκε η αδυναμία παραγωγής κυβερνητικού σχήματος, τον αμέσως επόμενο μήνα οι ψηφοφόροι τούς έδωσαν ένα πρόσθετο 10% στο καθένα εις βάρος των ησσόνων διεκδικητών της λαϊκής ψήφου.

Συμπέρασμα;

Ο σημερινός πρωθυπουργός δεν αγνοεί -άλλωστε προειδοποιούν σχετικά οι γκουρού της παγκόσμιας οικονομίας- πως έρχεται τυφώνας, Αρμαγεδδώνας, επισιτιστική κρίση ίσως. Και όσο και να το ήθελε, είναι απίθανο χωρίς «καύσιμα» να καθυστερήσει τις εκλογές πέραν του φθινοπώρου. Αυτό, άλλωστε, υποδήλωσε και η μη απάντησή του στη δημοσιογραφική ερώτηση για τη συσχέτιση της επιδιωκόμενης επενδυτικής βαθμίδας με την εκκρεμότητα των αναλογικών εκλογών.

Επίσης, δεν αγνοεί την τάση του λαού να δίνει «διορθωτική ψήφο», προς διασφάλιση κυβερνησιμότητας. Είναι άραγε ενδεχόμενο αυτή η γνώση να τον οδηγήσει σε προσπάθεια παράκαμψης των δεδομένων που θα διαμορφώσει η πρώτη -αναλογική- κάλπη και να προσφύγει σε νέες εκλογές προς αναζήτηση αυτοδυναμίας;

Εδώ υπάρχει ένας κίνδυνος. Αν οι λαοί -και πάντως ο δικός μας- απεχθάνονται την ακυβερνησία, απεχθάνονται και την προπέτεια. Για να επανέλθουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε: ο Ελευθέριος Βενιζέλος πήγε στις εκλογές του 1932 υπό τους χειρότερους γι’ αυτόν όρους. Κατορθώνοντας μετεκλογικά να επανασυσπειρώσει γύρω του όλα τα κόμματα του «αποκλίνοντος» βενιζελισμού, προκάλεσε λίγο μετά με εξαιρετικά άκομψο τρόπο νέα προσφυγή στις κάλπες. Ο λαός δεν τον επιβράβευσε και, μολονότι ο συνασπισμός του δεν υστέρησε σε ψήφους, η κοινοβουλευτική πλειοψηφία πήγε στην αντιβενιζελική παράταξη (κάτι που οδήγησε σε αλλεπάλληλα στρατιωτικά πραξικοπήματα των βενιζελικών, ξανά σε εκφασισμό της δημόσιας ζωής του τόπου, τέλος δε σε εκτελέσεις βενιζελικών στρατηγών οι οποίοι το 1922 είχαν πάει μάρτυρες στη δίκη των «Εξι»).

Συγκεφαλαιώνοντας, για το αν θα επιβραβευθεί ή όχι ένα ενδεχόμενο εγχείρημα προκήρυξης δεύτερων αλλεπάλληλων εκλογών, αυτό εν πολλοίς θα κριθεί από το αν ο λαός θα αποδώσει την αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης μετά τις πρώτες εκλογές σε αδιαλλαξία, αμετροέπεια, αρχομανία και παράλογες πολιτικές απαιτήσεις της σημερινής κυβερνητικής παράταξης ή των σημερινών αντιπολιτευτικών κόμματων. Η διαχείριση του «in-between», του «blame game» θα είναι περισσότερο από καθοριστική.