Quantcast

Η μη λύση δεν είναι λύση

γράφει ο Σωτήριος Κ. Σέρμπος*

Αυτονόητος πλην όμως αυξημένου ενδιαφέροντος ο ισχυρός συμβολισμός της φετινής επετείου της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο εξαιτίας της ταυτόχρονης παρουσίας στο νησί τόσο του Ελληνα πρωθυπουργού (Λευκωσία) και άλλων πολιτικών αρχηγών όσο και του Τούρκου Προέδρου (ψευδοκράτος). Αυτονόητο πως την τελευταία επταετία η Αγκυρα έχει αποφασίσει να ανατρέψει το status quo προχωρώντας σε σειρά τετελεσμένων (κυπριακή ΑΟΖ, Βαρώσια, Πύλα, ενίσχυση βάσεων/στρατιωτικού αποτυπώματός, προσπάθειες ανοίγματος του λιμανιού της Αμμοχώστου στα κράτη μέλη του ΟΤΚ κ.α.) και βάζοντας φαρδιά πλατιά την υπογραφή της στην κυριαρχική ισότητα (δύο κράτη ή χαλαρή συνομοσπονδία). Επιταχύνοντας την περαιτέρω υποχώρηση και αλλοίωση της πάλαι ποτέ κυρίαρχης και διακριτής τουρκοκυπριακής ταυτότητας εκ μέρους του AKP και του συνοδοιπόρου του Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Ταυτόχρονα διασφαλίζοντας την ακόμα μεγαλύτερη εξάρτηση των κατεχομένων από την Τουρκία.

Αυτονόητο, πως για τον Ελληνισμό που η Κύπρος αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος στην ανατολική Μεσόγειο, η μη λύση δεν αποτελεί λύση. Εξ ου και η έντονη ενόχληση της Αγκυρας από την ενίσχυση των σχέσεων της Λευκωσίας με τη Δύση παράλληλα με άλλες χώρες κλειδιά όπως το Ισραήλ και η Αίγυπτος. Αυτονόητο πως δεν υπηρετεί τα συμφέροντα του Ελληνισμού ούτε καν ένα βελούδινο διαζύγιο αρκεί να το χρεωθεί η Τουρκία (ακόμη και στο εδαφικό η Αγκυρα βρίσκεται πολύ μακριά από παλαιότερες προτάσεις της και προφανώς η Αμμόχωστος όχι μόνο δεν περιλαμβάνεται αλλά αντιθέτως έχει κεντρικό ρόλο στον σχεδιασμό του Ερντογάν). Εξίσου αυτονόητο πως είτε με άμεσο είτε με έμμεσο τρόπο θα πρέπει να αποφευχθεί η Κυπριακή Δημοκρατία να συνορεύει στο μέλλον με την Τουρκία. Ανησυχητικό πως το τελευταίο δεν είναι αυτονόητο για μερίδα των Ελληνοκυπρίων αλλά και για εκείνους που ύστερα από πενήντα χρόνια δεν έχουν καμία προσωπική μνήμη από τη συνύπαρξη των Ελληνοκυπρίων με τους Τουρκοκύπριους. Παραμένει όμως αυτονόητο για την ελληνική κυβέρνηση να συνεχίσει την προσπάθεια με τα μηνύματά της να έχουν μεταφερθεί σε Ερντογάν και Γκουτέρες. Με το βλέμμα πλέον στραμμένο στη Γ.Σ. του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο, εκεί που όταν πέσουν οι μάσκες θα διαπιστώσουν όλοι εάν υπάρχει ο απαιτούμενος ελάχιστος παρονομαστής για τα επόμενα βήματα.

Επιστρέφοντας στη μεγάλη εικόνα, είναι αυτονόητο πως πέρα από τη συσσωρευμένη κόπωση του διεθνούς παράγοντα και το έλλειμμα αξιοπιστίας που ο ΟΗΕ έχει σημειώσει, η ιεράρχηση του Κυπριακού βρίσκεται ακόμα χαμηλότερα στις προτεραιότητες μιας διεθνούς κοινότητας που βρίσκεται σε περιδίνηση και έχει να αντιμετωπίσει ρήγματα, αβεβαιότητες και πολλαπλά γεωπολιτικά 112. Ακόμη όμως και αν υποθετικά είναι διαθέσιμη και με δεδομένο πως θα πρέπει να διασφαλιστεί η πολιτική ισότητα των Τουρκοκυπρίων, ποιος ή ποιοι είναι οι δρώντες που μπορούν να ασκήσουν αποφασιστική επιρροή και πίεση προς την Αγκυρα προκειμένου να επιστρέψει στο παρελθόν ή τι είναι εκείνο που μπορεί να της προσφερθεί ως λαμπερό ανταποδοτικό αντίδωρο - αντίβαρο; Η απάντηση δεν θα είναι και πάλι ευχάριστη.

Με βάση τα ανωτέρω, ας είμαστε ειλικρινείς στον καθρέφτη της Ιστορίας μας. Με μικρές και μεγάλες αμαρτίες πληρώσαμε πολύ ακριβά την κατά καιρούς ασυνεννοησία μεταξύ Αθήνας και Λευκωσίας, τις κακοφωνίες, τις κρυφές και υπονομευτικές ατζέντες και τέλος την καθαρή αντίληψη του παρόντος με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον. Δεν λησμονούμε όμως την εθνική επιτυχία της ένταξης της διαιρεμένης Κύπρου στην Ε.Ε, που εξαφάνισε τους εφιάλτες που πιθανώς θα βιώναμε εξαιτίας του γεωπολιτικού αναθεωρητισμού της νέας Τουρκίας. Καταληκτικά, αυτονόητος ο ρεαλισμός, η σοφία και η δοκιμασία των ηγεσιών διά των οποίων θα πρέπει κατάματα να αντικρίσουμε τη βιτρίνα με την πραμάτεια των αυτονόητων που σε μερικές αράδες ευσύνοπτα παρουσιάσαμε. Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχει μέλλον χωρίς μνήμη. Το γνωρίζουν τόσο ο Ελληνας πρωθυπουργός όσο και ο Κύπριος Πρόεδρος. Αποτελεί τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή για να προχωρήσουμε ενωμένοι και συγκροτημένοι.