Quantcast

Η ελληνοτουρκική «άνοιξη»

γράφει ο Κώστας Υφαντής*

*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο

Σε δύο εβδομάδες συμπληρώνονται δύο μήνες από τον πρωτοφανούς έντασης σεισμό που «χτύπησε» τη νοτιοανατολική Τουρκία. Αν όλα εξελιχθούν όπως μέχρι τώρα, θα συμπληρωθούν και δύο μήνες ηρεμίας στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Μετά τη διπλωματική κρίση και την πολιτική ένταση που κυριάρχησαν τα τελευταία σχεδόν τέσσερα χρόνια, αυτή η περίοδος νηνεμίας είναι πραγματικά «ψυχοθεραπευτική». Το ερώτημα είναι αν αυτή η ιδιότυπη κυριολεκτικά και μεταφορικά «άνοιξη» στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία μιας προσπάθειας πραγματικής αποφόρτισης και ειλικρινούς αποκλιμάκωσης, που θα μπορούσε να καταλήξει με προσεκτικά βήματα σε ένα πλαίσιο ουσιαστικής διάδρασης μεταξύ των δύο.

Υπάρχουν τρεις παράγοντες που αξίζει να αξιολογηθούν πριν καλλιεργηθούν προσδοκίες. Ο πρώτος είναι ότι όντως η τρέχουσα συγκυρία είναι καλή. Η ατμόσφαιρα είναι χωρίς εντάσεις και, παρά το γεγονός ότι είναι νωρίς για να μας εγκαταλείψει η δικαιολογημένη καχυποψία, φαίνεται να αναδύεται μια δυναμική προσέγγισης. Η δραστηριότητα της τουρκικής αεροπορίας στο Αιγαίο είναι η χαμηλότερη των τελευταίων ετών και υπάρχουν πολλές ημέρες που είναι μηδενική. Πιο σημαντικό ακόμη είναι ότι έχει σταματήσει εντελώς η τοξική ρητορική από την πλευρά της Αγκυρας. Ολο αυτό το διάστημα, δεν καταγράφεται ούτε μία δήλωση που να παραπέμπει στο «πολεμικό» κλίμα που βιώσαμε πριν από τον σεισμό της 6ης Φεβρουαρίου. Παράλληλα, επιχειρείται -ευτυχώς όχι χωρίς επιτυχία- να αποκατασταθεί μια λειτουργική σχέση. Οι επαφές σε υπουργικό επίπεδο είναι συχνές και κάθε φορά επιβεβαιώνεται ότι η αποκλιμάκωση «κρατάει». Η απόφαση της Τουρκίας να υποστηρίξει την ελληνική υποψηφιότητα για το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ είναι απολύτως θετική. Ο συμβολισμός είναι ισχυρός. Σε ένα άτυπο quiproquo, η Αθήνα προσφέρει τη στήριξή της στην υποψηφιότητα της Αγκυρας για τη Γραμματεία του IMO. Και εδώ αυτό που μετράει είναι ο συμβολισμός. Δεν υπάρχει κάποιο ουσιαστικό σε επίπεδο πολιτικής κέρδος για την Τουρκία και απολύτως κανένα κόστος για την Ελλάδα. Η Γραμματεία του ΙΜΟ είναι όσο σημαντική της επιτρέπουν τα μέλη του Συμβουλίου του Οργανισμού να είναι. Οσοι και όσες βιάστηκαν να «γκρινιάξουν», ας σκεφτούν ότι η Ελλάδα είναι μία από τις υπερδυνάμεις στην εμπορική ναυτιλία και «μόνιμο» μέλος του Συμβουλίου (κατηγορία Α).

Ο δεύτερος παράγοντας είναι οι εκλογές στην Τουρκία. Και εδώ η πολιτική επίδραση της καταστροφής της 6ης Φεβρουαρίου είναι ουσιαστική, καθώς φαίνεται να αφαίρεσε από την προεκλογική σύγκρουση, που θα είναι σφοδρή, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αν και το διάστημα που απομένει μέχρι τις 14 Μαΐου είναι ακόμη ικανό, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι πιθανόν η Ελλάδα να αποτελέσει πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης. Αυτό, αν επιβεβαιωθεί, είναι πολύ καλό, καθώς την επόμενη ημέρα, όποιος και να έχει επικρατήσει, δεν θα έχει επενδύσει πολιτικό κεφάλαιο στη σύγκρουση με την Ελλάδα. Ευτυχώς, στις ελληνικές εκλογές η Τουρκία θα είναι «απούσα» - αν τα πράγματα εξακολουθήσουν να είναι ήρεμα. Είναι πραγματικά εντυπωσιακό πως από τη βεβαιότητα μιας παράλληλης εκλογικής διαδικασίας, που θα εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους, οι τρέχουσες εκτιμήσεις είναι απολύτως καθησυχαστικές.

Ο τρίτος παράγοντας -και κατά την γνώμη μου ο πλέον σημαντικός- είναι η ετοιμότητα να εκμεταλλευτούμε τη συγκυρία και στην Αθήνα και στην Αγκυρα. Υπάρχει πολιτική βούληση και κεφάλαιο να επενδυθεί σε μια (ακόμη) προσπάθεια προσέγγισης; Μπορεί το διάστημα μέχρι τις εκλογές να χρησιμεύσει για να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο επανεκκίνησης; Είναι ίσως αυτή η αναπάντεχη «ελληνοτουρκική ανοιξη» μια πλατφόρμα αναζωογόνησης μιας διαδικασίας επικοινωνίας που με συστηματική δουλειά και χωρίς μεγάλες -στην αρχή τουλάχιστον- προσδοκίες θα μπορούσε να προσφέρει διέξοδο στο συγκρουσιακό αδιέξοδο των τελευταίων ετών;

Προφανώς, χρειάζονται δύο για ένα τανγκό και η Τουρκία των τελευταίων ετών δεν δείχνει καμία διάθεση να χορέψει. Το ζήτημα, όμως, είναι η ελληνική στρατηγική. Διαχρονικά η ελληνική στρατηγική απαίτηση είναι ένας ειλικρινής διάλογος. Μετά από μια τεράστια προσπάθεια και πολλές θυσίες, η Αθήνα δεν βρίσκεται σε θέση αδυναμίας. Εχει πλέον την πολυτέλεια να επιτρέψει και να καλλιεργήσει μια διαδικασία συζήτησης που θα μπορούσε να οδηγήσει -υπό τις γνωστές προϋποθέσεις- σε μια διαπραγμάτευση. Είμαστε αρκετά μακριά από μια τέτοια προοπτική, αλλά η στιγμή να δούμε θετικά τις πιθανότητες είναι τώρα.