Quantcast

Πώς θα πειστεί η Τουρκία;

γράφει ο Σωτήριος Κ. Σέρμπος*

*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, πρώην επιστημονικός διευθυντής Σχεδιασμού Πολιτικής στο υπουργείο Εξωτερικών

Την προηγούμενη εβδομάδα ξεκίνησε ο νέος ελληνοτουρκικός γύρος συζητήσεων και πιθανών διαπραγματεύσεων. Προδήλως πολιτικός σε σχέση με το παρελθόν, με αναβαθμισμένο ρόλο για τους δύο υπουργούς Εξωτερικών, που θα ανατροφοδοτείται από τις συμφωνίες στο υψηλότερο επίπεδο, μεταξύ των Κυριάκου Μητσοτάκη και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

Η δομημένη διαδικασία περιλαμβάνει τρεις άξονες: 1. Τον πολιτικό και άνευ όρων διάλογο που θα αντικαταστήσει τις άτυπες-υπηρεσιακές διερευνητικές επαφές (ούτως ή άλλως, ήταν ξεπερασμένες από χρόνια). Με επικεφαλής από την Αθήνα την αυξημένων αρμοδιοτήτων υφυπουργό, πρέσβειρα κ. Παπαδοπούλου, η οποία με τον ομόλογό της θα εξετάσει όλα εκείνα που μας χωρίζουν. 2. Τη θετική και αμοιβαίου οφέλους ατζέντα σε τομείς της χαμηλής πολιτικής. Ετσι ώστε να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας και μαξιλάρι διαρκείας (;) αν αποτύχουμε να φτάσουμε σε συμφωνία. 3. Τέλος, ως γέφυρα μεταξύ των δύο, προκειμένου να διατηρηθεί το άτυπο μορατόριουμ, η απολύτως κρίσιμη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Μέσω συμφωνιών σε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.

Ας πάμε τώρα στην ταμπακιέρα. Μπορούμε να τα βρούμε με την Τουρκία στο πλαίσιο μιας συνολικής συμφωνίας; Αυτό που από την άνοιξη έχουμε αναλύσει είναι όχι τον ενταφιασμό της διαπεριφερειακής στρατηγικής της, αλλά την τακτική αναδίπλωση στο πλαίσιο μιας επιλεκτικής (όπως πάντα συναλλακτικής) επαναπροσέγγισης με τη Δύση. Αυτό είναι που για ένα διάστημα συμφέρει στο γεωπολιτικό εκκρεμές που ταυτοποιείται ως νέα Τουρκία. Τόσο η απόλυτη προτεραιότητα για την επανεξισορρόπηση της οικονομίας (η Παγκόσμια Τράπεζα προσέφερε το πακέτο της και έπεται συνέχεια) όσο και η αδήριτη ανάγκη να θεραπεύσει τη ραχοκοκαλιά της πολεμικής της αεροπορίας (F-16) οδήγησαν σε ανανεωμένο πραγματισμό εκ μέρους του Ερντογάν. Το να συμπεριφέρεσαι ως «καλό παιδί» και να συζητάς ήρεμα με την Ελλάδα που εντάσσεται στη Δύση είναι αυτονόητο.

Κοντολογίς, επιβεβλημένη η εξομάλυνση. Για την ουσιαστική όμως βελτίωση θα απαιτηθεί η εκλογίκευση της Τουρκίας. Αποκηρύσσοντας τον γεωπολιτικό αναθεωρητισμό της. Είναι τώρα εφικτό; Με ανοιχτή ακόμα τη μεγάλη εικόνα του ουκρανικού (η περίπτωση της ανατολικής Μεσογείου ίσως αξιολογηθεί διαφορετικά εξαιτίας της αρχιτεκτονικής για την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης), πέρα από την αποκλιμάκωση στη ΝΑ πτέρυγα του ΝΑΤΟ, η Δύση έχει υποχρεώσει την Τουρκία να επιλύσει άμεσα τα ελληνοτουρκικά αν θέλει χρηματοδότηση, όπλα, νέα εμπορική συμφωνία με την Ε.Ε. κ.ά.; Το διαβάσαμε κάπου, μας το μετέφερε κανείς από Ουάσιγκτον;

Σημειώνω πως είναι εύκολο να λέμε πράγματα που γνωρίζουμε πως δεν θα γίνουν. Υπενθυμίζοντας πως η Τουρκία έχει κάθε λόγο να αφήσει για το μέλλον τα σημαντικά για εκείνη ζητήματα ανοιχτά με την Ελλάδα. Γι’ αυτό και καλούμαστε να είμαστε αναλυτικοί και όχι περιγραφικοί. Ακόμη χειρότερα να εμφορούμαστε από ευσεβείς πόθους, προσωπικές ατζέντες και αλλοίωση διεθνοπολιτικού αισθητηρίου. Βρίσκονται όντως οι δύο ηγέτες εκεί που εκατό χρόνια νωρίτερα βρέθηκαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο Μουσταφά Κεμάλ ή διακτινίστηκαν σε περιβάλλον Ελσίνκι πριν από είκοσι χρόνια; Και αν ναι, γιατί τώρα, στην αρχή της πενταετούς θητείας του Τούρκου Προέδρου; Σχετικά με τις κρίσιμες αμερικανικές προεδρικές εκλογές τον Νοέμβριο του 2024, που μετά βεβαιότητας περιμένει ο Ερντογάν, στο Βίλνιους ο ίδιος φρόντισε να το επικοινωνήσει στον κ. Μπάιντεν. Ποια είναι τα δυτικά καρότα-μαστίγια που επιβάλλουν στην Τουρκία, μέσα στους επόμενους μήνες, να συμβιβαστεί με το μίνιμουμ που της προσφέρουμε (ελληνική έκδοση της Χάγης);

Με άλλα λόγια, η Τουρκία διαπραγματεύεται με τη Δύση (ΗΠΑ, Ε.Ε.) και όχι με την Ελλάδα, που ούτως ή άλλως δεν την προσλαμβάνει ως ίσο προς ίσο. Μπορούμε, όμως, εμείς να είμαστε ένα από τα «αντικλείδια» της Τουρκίας προς τη Δύση; Aξιώνοντας από τους συμμάχους μας τη συνιδιοκτησία του δυτικού ανοίγματος προς την ίδια και την εξαργύρωση της ελληνικής αλληλεγγύης; Με μια εργαλειοθήκη που απαντά στο αύριο και όχι στο χθες; Τόσο αξιακά όσο και γεωστρατηγικά; Ενσωματώνοντας προαπαιτούμενα, δεσμεύσεις και ευρωατλαντικές δικλείδες ασφαλείας;

Ναι, αυτή τη φορά καλούμαστε να προσπαθήσουμε για το κάτι παραπάνω. Κόντρα στην πεπατημένη. Γι’ αυτό και η ενεργητική -διεκδικητική διαπραγμάτευση όφειλε να έχει ξεκινήσει από τους δυτικούς συμμάχους μας και ακολούθως με την Τουρκία. Επιπλέον, αποτρέποντας πιθανά αντίδωρα και το κυριότερο αποφάσεις για εμάς χωρίς εμάς. Διόλου τυχαίες οι δηλώσεις του Φιντάν μετά τη συνάντησή του με τον επίτροπο της Ε.Ε. για τη Γειτονία και τη Διεύρυνση. «Είναι σαφές ότι οι σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Ε.Ε. δεν θα πρέπει να είναι όμηροι από τα στενά πολιτικά συμφέροντα ορισμένων κρατών-μελών. [..] Αναμένουμε από την Ε.Ε. να μην ανεχθεί τα πολιτικά εμπόδια». Ερώτηση. Ως Ελλάδα, τι προεργασία και προτάσεις για σχέδια ειδικής σχέσης Ε.Ε.-Τουρκίας, για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης κ.ά. έχουμε καταθέσει και κυρίως διαπραγματευτεί με Βρυξέλλες και εταίρους;

Συμπερασματικά, η ολοκληρωμένη διπλωματία λειτουργεί με ευρυγώνιο φακό και με το βλέμμα της στραμμένο στη μεγάλη εικόνα και στις περιφερειακές της διαθλάσεις. Θα επαναλάβω τα λόγια του Τζέιμς Μπέικερ: «Οταν οι τεκτονικές πλάκες της ιστορίας μετακινούνται, πρέπει κι εσύ να μετακινηθείς μαζί τους». Καθαρές κουβέντες. Το διμερές συμφέρει την Αγκυρα και όχι την Αθήνα. Γι’ αυτό και παραμένει ελλειμματικό και με περιορισμένη μόχλευση. Ευχόμενοι o ορίζοντάς του να μην αποδειχθεί βραχυπρόθεσμος. Αρκεί;