Quantcast

Το μεγάλο στοίχημα της ανάκαμψης

γράφει ο Παναγιώτης Ε. Πετράκης*

*Καθηγητής στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Το ερώτημα βρίσκεται στο μυαλό όλων μας: Πότε, πώς και πόσο θα ανακάμψουμε οικονομικά από την πανδημία. Προς το παρόν, ο μέσος όρος 22 οίκων που κάνουν προβλέψεις για την ελληνική οικονομία τώρα τοποθετεί την ύφεση του 2020 μεταξύ -7% και -8%, διατηρώντας την αβεβαιότητα σε υψηλά επίπεδα.

Παρακολουθούμε προσεκτικά έγκριτες αναλύσεις σε διεθνές και εθνικό επίπεδο για να καταλάβουμε πώς αυτοί που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις γίνονται αισιόδοξοι και πόσο απαισιόδοξοι.

Για πρώτη φορά, λοιπόν, από τότε που άρχισε και έγινε αντιληπτή η πανδημία, η απαισιοδοξία των επιχειρήσεων σε παγκόσμιο επίπεδο άρχισε να μειώνεται. Σε αυτό βοηθά η μη κατάρρευση των τιμών των ακινήτων και των χρηματιστηρίων και, βεβαίως, το άνοιγμα των οικονομιών. Τώρα πια τα δύο τρίτα των ερωτούμενων, σε παγκόσμια βάση, βλέπουν ένα καλύτερο του αναμενομένου δεύτερο τρίμηνο και την ανάκαμψη στο τέταρτο τρίμηνο του 2020. Τον Μάιο το ποσοστό αυτό ήταν το 50%. Όμως, την ίδια στιγμή η αναμονή για μακροχρονιότερη ύφεση έχει ενισχυθεί και έχει εδραιωθεί η πεποίθηση ότι η ανάκαμψη θα είναι σταδιακή, μαζί με τον κίνδυνο του δεύτερου κύματος πανδημίας. Μόνο ένα 5% από αυτούς βλέπουν θετικές επιδράσεις από την πανδημία. Συνεπώς, η έννοια της κρίσης ως ευκαιρία σε επιχειρηματικό βραχυμεσοχρόνιο ορίζοντα δεν ισχύει. Το σοκ είναι καθολικό.

Μάλιστα, η αναμενόμενη ανάκαμψη φαίνεται να είναι σχήματος U (είναι πιθανή), αλλά μπορεί να πάρει και W μορφή, αφού μεγάλες υφέσεις εμφάνισαν χαρακτηριστικά πρόσκαιρης ανάκαμψης πριν ξανακυλήσουν προς την ύφεση!

       Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και αυτό το βραχυμεσοπρόθεσμο κλίμα τοποθετείται σε ένα μεσομακροπρόθεσμο υποτονικό κλίμα, με υψηλότερα χρέη, υψηλή παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών, αυξημένο πολιτικό κίνδυνο, τάσεις αποδιάρθρωσης των συνθηκών προσφοράς αποπαγκοσμιοποίηση, δυσμενές δημογραφικό και χαμηλότερη κινεζική μεγέθυνση. Στην περιοχή μας θα προσθέσουμε και τη γεωστρατηγική αβεβαιότητα. Αυτό, όμως, το υποτονικό κλίμα το γνωρίζαμε και πριν από την κρίση (κοσμική ύφεση). Η νόσος COVID-19 το ενίσχυσε και το επιτάχυνε, αλλά τα μακροχρόνια χαρακτηριστικά του προϋπήρχαν.

Ομως αυτός ο κόσμος, που είναι γεμάτος αρνητικές προκλήσεις, περιέχει και μερικές σημαντικές αισιόδοξες εκπλήξεις και για την ελληνική οικονομία:

  • Η τεχνολογία (ΑΙ, νέοι υπολογιστές, αναμενόμενες πηγές ενέργειας, αλλαγή διατροφικών συνθηκών, νέες ιατρικές αντιμετώπισης καρκίνου και υπογεννητικότητας, ρομποτική virtual spaces, φαρμακευτικά κ.λπ.) θα διαμορφώσει τον κόσμο αυτό, αλλά η τεχνολογία όπως εξελίσσεται δεν απαιτεί υψηλό κόστος κεφαλαίων και αναζητά χαμηλού κόστους ανθρώπινο δυναμικό. Αρα οικονομίες όπως η ελληνική δεν αποκλείονται apriori και ενδεχομένως ευνοούνται.
  • Οικονομίες οι οποίες διέθεταν υψηλά επίπεδα μη απασχολούμενου δυναμικού ευκολότερα μπορούν να αναδιοργανώσουν το παραγωγικό τους δυναμικό.
  • Οικονομίες οι οποίες έζησαν μια επιτυχημένη επιδημιολογική πολιτική οπλίστηκαν με θέληση για διάθεση, απομακρυνόμενες από τον λαϊκισμό, για να αντιμετωπίσουν καινούργιες κατευθύνσεις στον παραγωγικό προσανατολισμό.
  • Οικονομίες που έχουν ανάγκη από γενναίες συνεκτικές μεταρρυθμίσεις (ψηφιακός μετασχηματισμός, δικονομικό σύστημα, αποκρατικοποιήσεις κ.λπ.) εισέρχονται σε μια περίοδο χαλάρωσης των δημοσιονομικών και νομισματικών περιορισμών, που είναι απαραίτητο (ας θυμηθούμε την αντίστροφη εμπειρία των μνημονίων) για την εφαρμογή απαιτητικών μεταρρυθμίσεων.
  • Οικονομίες που συμμετέχουν στην Ευρωπαϊκή Ενωση αντιλαμβάνονται ότι η συμμετοχή τους δεν είναι μόνο υποχρεώσεις αλλά και δικαιώματα. Εδώ να σημειώσουμε, βεβαίως, ότι ελπίζουμε όλος ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός να επιτύχει. Μάλιστα, το ευρώ, μέσω της ECB, αποδεικνύεται, ποσοτικά και χρονικά, μεγάλος και άμεσος αιμοδότης ζωής με μικρό πολιτικό και κοινωνικό κόστος.

       Τι σημαίνει, όμως, για την ελληνική πλευρά να επιτύχει ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός:

  • Να αρχίσουν να έρχονται σημαντικά κεφάλαια 3 με 4 δισ. ευρώ ετησίως (από το 2021 και μετά), περισσότερα, δηλαδή, από όλες τις ιδιωτικές ξένες επενδύσεις που τοποθετούνται στην Ελλάδα κάθε χρόνο υπό φυσιολογικές συνθήκες. Το ποσό αυτό αυξάνεται κατά 1 με 2 δισ., εάν λάβουμε υπόψη μας και το ΕΣΠΑ της νέας προγραμματικής περιόδου.
  • Τα κεφάλαια αυτά να είναι υπό μορφή επιδοτήσεων και όχι δανείων, ή κάποιο άλλο ευφάνταστο σχήμα, αρκεί να μη χειροτερεύσει η θέση χρέους των χωρών που τα λαμβάνουν.
  • Τα κεφάλαια αυτά να διατεθούν με τρόπο που θα λάβει υπόψη τα τεχνολογικά ζητήματα, τα θέματα περιβάλλοντος, κοινωνικής και ευρωπαϊκής συνοχής.
  • Τα κεφάλαια αυτά να μπορέσουν να αυξήσουν τις διαθέσιμες επιλογές των εργαζομένων και να μειώσουν την καλπάζουσα ανισότητα, σε όρους επιβίωσης, κατάρτισης σε δεξιότητες και ασφάλειας στο μέλλον. Η εργασία χρειάζεται πολύ μεγαλύτερη στήριξη από όση είχαμε φανταστεί στην αρχή της κρίσης.
  • Τα κεφάλαια θα εξυπηρετήσουν την αναδιανομή των πόρων όχι σε βάρος του τουρισμού, αλλά σε όφελος της μεταποίησης, συνδυάζοντας τις επενδύσεις με τις μεταρρυθμίσεις.
  • Τα κεφάλαια να διευρύνουν τις δυνατότητες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μέσω, όμως, νέων καναλιών και θεσμικών οντοτήτων (μικροπιστώσεις κ.λπ.).
  • Ο χρυσός κανόνας για να επιμεριστούν τα ποσά αυτά, στον χρόνο, στο είδος της δράσης και στον χώρο, μπορεί να είναι διαφανής και απλός. Μάλιστα, εάν επιχειρήσουμε (χρονικά, τομεακά, κατ’ είδος κ.λπ.) να τα επιμερίσουμε, θα δούμε ότι εντέλει τα ποσά είναι σχετικά μικρά και διαχειρίσιμα σε επίπεδο έργου. Ισως γι’ αυτό θα μπορούσε να γίνει ένας top down σχεδιασμός. Δηλαδή να προδιαγραφούν τα γενικά ποσά και στη συνέχεια τα υπουργεία και η διοίκηση σε διάφορους βαθμούς να ανταγωνιστούν για τα καλύτερα σχέδια.

       Ετσι θα διατηρηθεί και ο κεντρικός έλεγχος για την αναπτυξιακή αξιοποίησή τους που τόσο έχουμε ανάγκη. Ας μην ξεχνάμε ότι όσο μεγαλύτερες είναι οι δημοσιονομικές δυσκολίες, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχουμε από (προσδοκώμενους) υψηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης στη μετα COVID-19 εποχή, για να μείνουμε κοντά στις θετικές δημοσιονομικές αξιολογήσεις. Ετσι μόνο η ανάκαμψη μπορεί να είναι ρεαλιστική προσδοκία.