Quantcast

Οι «ο,τινάνοι» και ο Σαββόπουλος

Η ελευθερία της άποψης είναι κατοχυρωμένη σε δύο διαφορετικά άρθρα του ελληνικού Συντάγματος (4 και 14), δυστυχώς όμως φαίνεται ότι αυτό δεν αρκεί. Στην επόμενη Συνταγματική Αναθεώρηση, καλό θα ήταν να προσθέσουμε και εδάφιο ότι ο καθένας είναι ελεύθερος να αλλάζει τις απόψεις του στη διάρκεια του βίου του, μπας και καταλάβουν ορισμένοι εμμονικοί συμπολίτες μας τι ακριβώς εννοούν τα παραπάνω άρθρα.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος υπήρξε στα νιάτα του η φωνή και το ίνδαλμα μιας γενιάς που έδωσε αγώνες για την υπεράσπιση του Συντάγματος (κάτι καθόλου αυτονόητο για τη δεκαετία του ’60). Μάλιστα, είχε κάνει σύνθημά του το τελευταίο άρθρο του Συντάγματος του 1952, το περίφημο 114: «Η τήρησις του παρόντος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Υπήρξε και αριστερός, ήταν οργανωμένος στη Νεολαία της ΕΔΑ. Συνελήφθη και βασανίστηκε επί χούντας. Τα τραγούδια του τότε, τη δεκαετία του ’60, είχαν ξεκάθαρο πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο.

Πριν από λίγες ημέρες, ο Διονύσης Σαββόπουλος τάχθηκε δημόσια υπέρ της αυτοδυναμίας της Ν.Δ. και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Κάποιοι, και ιδιαίτερα στον ΣΥΡΙΖΑ, το αντιμετώπισαν σαν έγκλημα καθοσιώσεως και έσπευσαν να του επιτεθούν, καταλογίζοντάς του προδοσία στα ιδανικά που τραγούδησε πριν από 60 και βάλε χρόνια. Φυσικά από τότε που γράφτηκαν η «Πλατεία» και η «Συννεφούλα» κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι: Μεσολάβησαν η δικτατορία, η Μεταπολίτευση, η πολιτική κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ, η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, η κυβέρνηση Τζαννετάκη, η χρεοκοπία της Ελλάδας, η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, η πανδημία, η κλιματική αλλαγή, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση. Ο κόσμος άλλαξε και μαζί του άλλαξε και ο Σαββόπουλος. Και δεν το έκρυψε ποτέ: Η μεταστροφή του ήταν ήδη ορατή από το 1983, από «Τα τραπεζάκια έξω», που αναγνωρίζουν ως βιωματική σχέση τις παρέες και αναδεικνύουν την αξία της πατρίδας, της οικογένειας, ακόμα και της θρησκείας.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι, ήδη τότε, η μουσική και τα τραγούδια του μπορούσαν να μιλήσουν στο σύνολο των Ελλήνων και δεν είναι επίσης τυχαίο ότι η Ν.Δ. έκλεινε τις μεγάλες συγκεντρώσεις που οργάνωσε στις εκλογές του 1989 και του 1990 με το «Ας κρατήσουν οι χοροί». Κάτι που δεν διανοήθηκε ποτέ να κάνει με τα τραγούδια του Μίκη και ας έγινε ο τελευταίος υπουργός στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη.

Ο ίδιος ο Σαββόπουλος δεν σταμάτησε επίσης ποτέ τις ιδεολογικές αναζητήσεις, για τις οποίες δεν εισέπραττε από τον χώρο της Αριστεράς θετικά σχόλια. Οι παλαιότεροι ασφαλώς θυμούνται ότι τη δεκαετία του ’80 και εκείνη του ’90 τον ανέφεραν ως «ανορθόδοξο» δίπλα στον Στέλιο Ράμφο και τον Χρήστο Γιανναρά. Με την Αριστερά δεν είχε πλέον πολλά κοινά και αυτό έγινε σαφές στο δημοψήφισμα του 2015, όταν δήλωσε με σαφήνεια ότι προτιμά το ευρώ από τη δραχμή, αλλά και μετά τις εκλογές του 2019, όταν έκανε δήλωση στήριξης στον Κυριάκο Μητσοτάκη και μίλησε για το δύσκολο έργο που είχε μπροστά του.

Ολη αυτή η διαδρομή, που ξετυλίχθηκε σε έξι δεκαετίες, δεν είναι άγνωστη σε όσους «αγανακτούν» σήμερα για την «προδοσία» του Σαββόπουλου και κυρίως δεν είναι άγνωστη στους «επωνύμους» που σήκωσαν τον λίθο του αναθέματος εναντίον του. Η στάση τους είναι απολύτως υποκριτική και καιροσκοπική. Το πρόβλημά τους δεν είναι ότι ο Σαββόπουλος πρόδωσε τις αξίες της Αριστεράς, αλλά ότι τους χαλάει προεκλογικά τη σούπα. Γι’ αυτούς τα είπε όλα με μια ανάρτησή του ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης: «Από όταν ήμουν είκοσι χρόνων, διάφοροι ο,τινάνοι βρίζουν τον Σαββόπουλο. Πόσο βαρετό, πόσο βαρετοί..».

Αν έκριναν απλώς την άποψή του, θα ήταν και fair και απολύτως θεμιτό. Αλλωστε, οι Ελληνες, όπως τους υμνεί στα τραγούδια του ο Σαββόπουλος, είναι φασαριόζοι και γλυκά καβγατζήδες. Μας αρέσει να χορεύουμε, να αγκαλιαζόμαστε, να διαφωνούμε. Κι όλα τα κάνουμε με ένταση. Το εξόχως ενοχλητικό είναι ότι δεν έκριναν την άποψη, αλλά επιχείρησαν να εξοντώσουν το πρόσωπο. «Θεραπαινίδα του Μητσοτάκη», «πληγή», «εγωπαθής», «χαλασμένος» είναι μερικά μόνο από όσα έγραψαν οι «ο,τινανοι». Ανάμεσά τους και ο Νίκος Μπίστης. Το στέλεχος -πλέον- του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια ανάρτηση για τον Σαββόπουλο που ξεκινά με τη φράση «Αχ, βρε Νιόνιο, τι κρίμα!» και στη συνέχεια τον κατηγορεί πως έχασε το (αριστερό του) πάθος και ασκείται σε ωδές στο κατεστημένο. Ποιος; Ο Νίκος Μπίστης! Που από την κατάληψη της Νομικής το 1973 (στο βιβλίο του γράφει ότι εκείνος την οργάνωσε) πήγε στο ΚΚΕ, από εκεί στον Συνασπισμό, μετά στο εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ ως υφυπουργός του Σημίτη, ήταν φανατικός θιασώτης του Βαγγέλη Βενιζέλου στη μάχη για την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ το 2007, μεταπήδησε το 2012 στη ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη ,στήριξε πρωθυπουργό Σαμαρά και από εκεί βρέθηκε στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το τρίτο μνημόνιο. Εννοείται πως σε όλες αυτές τις ιδεολογικοπολιτικές του κυβιστήσεις ο Μπίστης διαφύλαξε τα ιδανικά της νιότης του και, όπως γράφει στον Σαββόπουλο, «θα είναι εκεί για να του θυμίζει τις μέρες τις παλιές». Διαβάζοντας κάτι τέτοια, ο Νιόνιος μάλλον θα προτιμήσει μαζί με τις ημέρες να διαγράψει και πολλά πρόσωπα από τη μνήμη του. Και, μεταξύ μας, δεν θα έχει και άδικο.