Quantcast

Ολα για όλα

Η αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από τις ψηφοφορίες της Bουλής, για να μη νομιμοποιήσει την «κυβερνητική εκτροπή», όπως ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας, δεν έχει προηγούμενο μεταπολιτευτικά. Παραπέμπει στην ταραγμένη δεκαετία του ’60 και στον Ανένδοτο Αγώνα. Ο συμβολισμός είναι προφανής και ο Αλέξης Τσίπρας έχει μια έφεση στη δραματοποίηση των συμβολισμών. Τον Μάιο του 2012, είχε κρατήσει τη διερευνητική εντολή τρεις ημέρες, στη διάρκεια των οποίων πραγματοποίησε αλλεπάλληλες συναντήσεις και συσκέψεις με κοινωνικούς φορείς και συνδικάτα μόνο και μόνο για να σηματοδοτήσει πως έρχεται αλλαγή στη χώρα. Αυτή τη φορά, ο στόχος είναι πιο ρεαλιστικός. Με όπλο το σκάνδαλο των υποκλοπών και εργαλείο τον ακτιβισμό, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να συσπειρώσει όσο το δυνατόν περισσότερους ψηφοφόρους.

Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είναι πολύ ευφυής και πλέον αρκετά έμπειρος ώστε να αντιλαμβάνεται πως 8,5 μονάδες διαφορά στην κάλπη δεν καλύπτονται σε μία τετραετία. Οι εγχώριες κυβερνήσεις ήταν αναλώσιμες μόνο κατά τη διάρκεια των μνημονίων, όπου η Ελλάδα ακροβατούσε και άλλαζε πρωθυπουργούς σαν τα πουκάμισα. Σε ομαλές συνθήκες ο Ανδρέας Παπανδρέου κέρδισε δύο αναμετρήσεις (1981-1985), ο Κώστας Σημίτης άλλες δύο (1996-2000) και ισάριθμες ο Κώστας Καραμανλής (2004-2007).

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε μια σταθερή κοινοβουλευτική θητεία, ενώ στις αλλεπάλληλες κρίσεις (πανδημία, τουρκικός αναθεωρητισμός, πόλεμος στην Ουκρανία) έδωσε διαχειριστικές εξετάσεις και πέτυχε, αλλού καλύτερα και αλλού χειρότερα. Στα ποιοτικά στοιχεία των δημοσκοπήσεων, πάντως, η Ν.Δ. υπερτερεί κατά κράτος, ακόμη και στον δείκτη της διαφάνειας - κι ας έχει τις υποκλοπές στην πλάτη της.

Επίσης, αυτή τη φορά ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια προϊόν παρθενογένεσης, στοιχείο που λειτουργεί σαν επιταχυντής των εξελίξεων. Το σύνθημα «Η ελπίδα έρχεται» λειτούργησε το 2015, αλλά θα προκαλούσε μειδιάματα αν η Κουμουνδούρου επιχειρούσε να το ανασύρει το 2023. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ένα θολό κυβερνητικό παρελθόν και ένα έλλειμμα εμπιστοσύνης με τους πολίτες το οποίο δεν φρόντισε να αποκαταστήσει στην τετραετία. Δεν «φρεσκάρισε» τις ιδέες του, ούτε καν τα πρόσωπα πρώτης γραμμής. Η Εφη Αχτσιόγλου, που εμφανώς ωρίμασε πολιτικά, και η Πόπη Τσαπανίδου, που αθροίστηκε προσφάτως στην ομάδα, δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα. Γι’ αυτό και το «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μέτωπο υπάρχει ακόμη. Μπορεί να μην είναι πια τόσο ισχυρό, αλλά δεν έχει εξαλειφθεί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμπεριφέρεται ως κόμμα που πιστεύει ότι θα κερδίσει εκλογές και θα αναμετρηθεί στα σοβαρά με τη διαχείριση της χώρας. Στην οικονομία υπόσχεται πάλι πολύ περισσότερα από αυτά που μπορεί να κάνει, ενώ συνεχίζει να φλερτάρει με κάθε λογής ακραίους: από αντιεμβολιαστές (που άκουσαν προφανώς με μεγάλη ικανοποίηση τον Γιάννη Ραγκούση να συνδέει τα εμβόλια με το Predator) έως και όσους υιοθετούν με ευκολία ψέματα και fake news, όπως αυτό της «μικρής Μαρίας στον Εβρο». Ολοι μοιάζουν να είναι καλοδεχούμενοι στην Κουμουνδούρου.

Ο πολιτικός «ηλεκτρισμός» και οι κοινοβουλευτικοί ακτιβισμοί είναι συστατικό στοιχείο της συσπείρωσης που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τα παίζει όλα για όλα. Φυσικά, δεν του φτάνουν για να κερδίσει, καθώς η πόλωση δεν ευνοεί ποτέ μόνο τη μία πλευρά. Το αντίθετο. Η οξύτητα, στην οποία επενδύει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διευκολύνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να πετύχει τον στόχο της αυτοδυναμίας. Ωστόσο και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας έχει οφέλη. Μπορεί να χάνει μετριοπαθείς «μεσαιοχωρίτες», αλλά με τους ακτιβισμούς κερδίζει μέρος από τη δεξαμενή των 340.000 νέων που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά. Επίσης, σίγουρα «πριονίζει» το ΠΑΣΟΚ (που απώλεσε τα πρωτεία στο θέμα των υποκλοπών) και ίσως επαναπατρίζει παλιούς αριστερούς που είχαν κόψει τα πάρε-δώσε μαζί του.

Η συσπείρωση είναι αρκετή για να διατηρήσει ο Αλέξης Τσίπρας το 31,5% του 2019 και ενδεχομένως να το ανεβάσει. Ποσοστό που δεν θα του δημιουργήσει εσωκομματικό θέμα τη βραδιά των εκλογών - άλλωστε δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα «δελφίνος» ή κάποιος που να τον απειλήσει σοβαρά. Και θα του επιτρέψει να ελπίζει ότι στις επόμενες κάλπες, όταν πια η κυβέρνηση (ή συγκυβέρνηση) θα έχει υποστεί μεγαλύτερη φθορά, θα ξαναγίνει πρωθυπουργός. Είναι και αυτό μια πιθανή στρατηγική.