ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΠΟΙΕΣαστραπιαίες στιγµές αποσταθεροποίησης που φοβάµαι πολύ. Εκείνα τα κλάσµατα δευτερολέπτου που το πάτωµα µαλακώνει ξαφνικά κι ο αέρας γίνεται από σίδερο και δεν εισπνέεται. Οταν,δηλαδή, ανεβαίνει µια στάθµη νερού µε κέντρο το κεφά- λι σου, διάµετρο ένα µέτρο και φτάνει στα ρουθούνια. Και µπαίνει µέσα.
Είναι στιγµές που βεβαιώνεσαι πως είσαι συγγενής εξ αίµατος και απελπισίας µε Περικλή Γιαννόπουλο, Καρυωτά- κη, Λαπαθιώτη, Χαλεπά, Ασιµο, Πολυδούρη, Γώγου, Ρώµο Φιλύρα, Νταντωνάκη, Λασκαρίδου, Μιχαήλ Μητσάκη, Βαµβακάρη…
Κάποιες τέτοιες φλέβες τρέλας και απόγνωσης µε ενώνουν επικίνδυνα µαζί τους. Ολο και πιο ξένη και θυµωµένη, στην πόλη και στη «χώρα του -πιο- ποτέ» από ποτέ.
Αγνωστοι άνθρωποι κατοικούν, άγνωστη γλώσσα χρησιµοποιούν, κάπως περίεργα «επικοινωνούν» κι εγώ νιώθω ξένη και παράταιρη.
Ολο φοβούνται για πόλεµο. Μα ο πόλεµος µαίνεται! Εντός κι εκτός των συνόρων του εαυτού µας.
Ολο φοβούνται µη χάσουν τις περιουσίες τους. Μα είµαστε ήδη ζητιάνοι.
Φοβούνται τους βαρβάρους. Αφού εµείς είµαστε αυτοί. Μου είχε φανεί τόσο παράξενη, στο γυµνάσιο, η ρήση του Θουκυδίδη:«Των οικιών ηµών εµπιπραµένων ηµείς άδοµεν».
Και χοροπηδάµε, και κανιβαλίζουµε, και ρίχνουµε και µπουνιές, άµα λάχει, σε ηλικιωµένους, και κωλοτριβόµαστε στην τηλεόραση, και πληρωνόµαστε για ένα γλωσσόφιλο σε απευθείας σύνδεση, και συνηθίσαµε σε µια αλαµπουρνέζικη γλώσσα.
Τριγύρω στήνονται σκηνικά από ό,τι χειρότερο περίσσεψε στις αποθήκες. Επιστρατεύονται οι φθηνότεροι και γελοιοδέστεροι κοµπάρσοι. Αισθάνοµαι ξένη εδώ και περιττή, γι’ αυτό µελετάω τρόπους απόδρασης. Τελικά, ποιος είναι ο πιο ηρωικός ή έστω πιο κινηµατογραφικός;
Με άλογο στον Σκαραµαγκά, Περικλή, ή µε περίστροφο στην Πρέβεζα, Κώστα;