Quantcast

Η ευρωπαϊκή ενότητα στην εποχή της πανδημίας

γράφει ο Ναπολέων Μαραβέγιας*

*Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός

Οπως όλοι ξέρουμε, στη σημερινή φάση της τεράστιας ανάπτυξης των οικονομικών, εμπορικών, επιχειρηματικών, επιστημονικών και τουριστικών ανταλλαγών μεταξύ των κρατών, η απομόνωση και η συνεπαγόμενη παύση των οικονομικών δραστηριοτήτων, που επιβάλλει η πανδημία, είναι καταστροφικές για την ευημερία των κατοίκων καθεμίας χώρας ξεχωριστά και του πλανήτη συνολικά. Πολύ περισσότερο βλαπτική είναι η απομόνωση των χωρών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, οι οποίες, εδώ και περισσότερο από μισό αιώνα, έχουν αναπτύξει πολύ στενές σχέσεις κάθε μορφής μεταξύ τους. Ειδικότερα, μάλιστα, η απομόνωση και η περιχαράκωση των χωρών-μελών της ευρωζώνης, οι οποίες έχουν επιπλέον και κοινό νόμισμα, μπορεί να αποβούν «θανατηφόρες» για την οικονομική και κοινωνική ζωή των κατοίκων των χωρών αυτών.

Η σημερινή κρίση της πανδημίας, εκτός από την ανάγκη απομόνωσης, έχει και ένα «θετικό» χαρακτηριστικό: ότι πλήττει αδιακρίτως όλες τις χώρες-μέλη της ευρωζώνης και όλους τους κατοίκους τους και συνεπώς δεν είναι εύκολο να αναπτυχθούν θεωρίες σχετικές με ορθή ή λανθασμένη συμπεριφορά των πολιτών ή με αυστηρή ή χαλαρή οικονομική διαχείριση των κυβερνήσεων των νοτιότερων χωρών-μελών, όπως είχε συμβεί στην οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας. Ομως, και σε αυτή την κρίση της πανδημίας, απόψεις περί ορθής ή όχι αντιμετώπισης της εξάπλωσης της ασθένειας έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται σε μερικές χώρες-μέλη της ευρωζώνης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την αναγνώριση της ανάγκης αντιστάθμισης των αρνητικών οικονομικών, λόγω της απομόνωσης.

Προφανώς, οι βορειότερες χώρες (π.χ. Σουηδία, Ολλανδία κ.ά.), οι οποίες -για ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους- έχουν επιλέξει διαφορετικό τρόπο αντιμετώπισης της πανδημίας και παράλληλα διαθέτουν περισσότερες οικονομικές δυνατότητες να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της, περιχαρακώνονται και μοιάζουν να μην κατανοούν τις δυσκολίες των νοτιότερων χωρών-μελών (π.χ. Ιταλία, Ισπανία κ.ά.). Πράγματι, σύμφωνα με τις περισσότερες προβλέψεις, οι οικονομίες των νοτιότερων χωρών θα πληγούν περισσότερο από τον μέσο όρο, που εκτιμάται μεταξύ -5% έως -10% του ΑΕΠ για το 2020, λόγω της σημασίας του τουρισμού και των σχετικά ασθενών οικονομικών δομών τους. Ταυτόχρονα, δεν διαθέτουν τα αναγκαία οικονομικά μέσα για να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη ύφεση, καθώς έχουν υψηλά ποσοστά χρέους, προβληματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών και δυσκολίες στα ισοζύγια των κρατικών προϋπολογισμών τους.

Αυτή η «εγωιστική» στάση των βορειότερων χωρών της Ε.Ε. αποτυπώθηκε σε κάποιο βαθμό στην πρόσφατη συνάντηση του Eurogroup στις 9 Απριλίου 2020. Στη συνάντηση αυτή υπήρξε, όπως είναι γνωστό, ένας συμβιβασμός μεταξύ βορείων και νοτίων. Αποφασίστηκαν μέτρα οικονομικής ενίσχυσης της τάξης των 540 δισ. ευρώ (240 δισ. ευρώ από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης, 200 δισ. ευρώ από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και 100 δισ. ευρώ από την Επιτροπή). Η πρόταση για αμοιβαιοποίηση δανεισμού με ευρωπαϊκό ομόλογο που θα εκδιδόταν από την Ε.Ε. ή έστω ενός Ταμείου Ανάκαμψης, όπως πρότεινε η Γαλλία, που θα χρηματοδοτηθεί με από κοινού δανεισμό, αλλά και με πόρους του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού, παραπέμφθηκε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων στις 23 Απριλίου 2020.

Το αποτέλεσμα του συμβιβασμού, σύμφωνα με εκτιμήσεις, δεν είναι αρκετό για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα της επόμενης ημέρας στην Ε.Ε., ιδίως στις νοτιότερες χώρες-μέλη. Χρειάζεται τουλάχιστον 1,5 τρισ. ευρώ για να καλυφθεί το χαμένο έδαφος, λόγω της απομόνωσης και της παύσης των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ο από κοινού δανεισμός με ευρωομόλογο ή με Ταμείο Ανάκαμψης έχει το πλεονέκτημα ότι, πέρα από την εξασφάλιση χαμηλών επιτοκίων λόγω φερεγγυότητας της Γερμανίας, δεν θα «φορτώσει» με ακόμη μεγαλύτερο χρέος τις νότιες χώρες-μέλη, γιατί το χρέος θα είναι συνολικό για την Ε.Ε. και όχι εθνικό, όπως συμβαίνει σήμερα με τα υπόλοιπα χρηματοδοτικά εργαλεία που είναι στη διάθεση των χωρών-μελών. Είναι αυτονόητο ότι ορθώς η ελληνική κυβέρνηση συντάχθηκε με τη γαλλική πρόταση για το Ταμείο Ανάκαμψης.

Αν ξεπεραστούν οι βραχυπρόθεσμες θεωρήσεις των βορειότερων χωρών ότι έτσι θα «φορτωθούν» χρέος των νοτίων και πρυτανεύσει το μεσοπρόθεσμο όφελός τους από την ανάκαμψη των οικονομιών των νότιων χωρών, ίσως τελικά συμφωνηθεί μια τέτοια «καινοτόμα» λύση. Γιατί είναι προφανές ότι από την ανάκαμψη των νοτιότερων χωρών-μελών θα επωφεληθούν κυρίως οι βορειότερες χώρες-μέλη, μέσω των εξαγωγών τους.

Παρά την αρνητική στάση της κοινής γνώμης στις βόρειες χώρες της Ε.Ε. στην προοπτική αμοιβαιοποίησης του χρέους, είναι ζήτημα πολιτικής και οικονομικής επιβίωσης της Ε.Ε. να ακολουθήσει αυτό τον δύσβατο δρόμο της ευρωπαϊκής ενότητας μπροστά στην κρίση της πανδημίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήδη έχει προχωρήσει σε γενναίες κινήσεις, στα όρια του καταστατικού της, με την ποσοτική χαλάρωση, την οποία έχει επεκτείνει πρόσφατα, ευτυχώς και στα ελληνικά ομόλογα. Οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου θα μπορούσαν να είναι εξίσου γενναίες και να αποδείξουν στα μάτια των Ευρωπαίων πολιτών ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση στέκεται, έστω με δυσκολίες, στο ύψος των περιστάσεων.