Quantcast

Τι συμβαίνει με τον πληθωρισμό και την ενέργεια

γράφει ο Παναγιώτης Λιαργκόβας*

*Πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας, καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου

Συνηθίζω να λέω στους φοιτητές μου ότι ο πληθωρισμός είναι σαν τη χοληστερίνη: είναι απαραίτητος και χρήσιμος σε χαμηλά επίπεδα, π.χ. 1%-1,5%, αλλά βλαβερός σε πολύ υψηλά ή πολύ χαμηλά επίπεδα. Η αύξηση των τιμών δίνει το σήμα στις αγορές ότι υπάρχει ζήτηση για τα αγαθά και το κίνητρο στους παραγωγούς να παράγουν περισσότερο και να βελτιώνουν την ποιότητα των προϊόντων τους. Οταν οι τιμές πέφτουν, οι παραγωγοί απογοητεύονται, γιατί βλέπουν ότι τα προϊόντα τους δεν φεύγουν από τα ράφια και οι αποθήκες δεν αδειάζουν.

Εξίσου άσχημα, όταν οι τιμές ανεβαίνουν με γρήγορους ρυθμός, όπως τώρα, οι καταναλωτές βλέπουν τα πραγματικά τους εισοδήματα να μειώνονται και εύλογα νιώθουν αδικημένοι. Οι κυβερνήσεις παίρνουν μέτρα για τον πληθωρισμό ανάλογα με το πώς εκτιμούν τη διάρκειά του. Αν οι αυξήσεις οφείλονται σε δομικά στοιχεία της αγοράς, τότε είναι μόνιμος και τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν είναι μόνιμα. Αν, όμως, θεωρούν ότι αυτός οφείλεται σε συγκυριακά αίτια, τότε τα αναλογούντα μέτρα είναι κυρίως προσωρινά.

Για τον σημερινό πληθωρισμό, οι περισσότεροι οικονομολόγοι, του εαυτού μου συμπεριλαμβανομένου, πιστεύουμε ότι τα βασικά αίτια του πληθωρισμού είναι κυρίως συγκυριακά: οφείλεται, δηλαδή, στις ανισορροπίες της προσφοράς και της ζήτησης και στην απότομη διακοπή και επανέναρξη των εφοδιαστικών αλυσίδων λόγω της πανδημίας. Σταδιακά οι ανισορροπίες αυτές θα εξαλείφονται και οι εφοδιαστικές αλυσίδες θα αποκαθίστανται. Αρα ορθά η κυβέρνηση παίρνει μέτρα που βασίζονται στην προσωρινή ελάφρυνση του κόστους των επιχειρήσεων και των εισοδημάτων των νοικοκυριών (π.χ. επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος, φυσικού αερίου κ.λπ.). Υπάρχουν, όμως, και κάποιες δεύτερες σκέψεις σχετικά με τα αίτια του πληθωρισμού. Και αυτές έχουν να κάνουν με την ενεργειακή μετάβαση.

Με το σχέδιο, δηλαδή, της Ε.Ε. για κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050, με ενδιάμεσο στόχο το 2030. Με βάση τον σχεδιασμό, η απεξάρτηση από τον άνθρακα και το πετρέλαιο θα γίνει με μεταβατικό καύσιμο το φυσικό αέριο. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι το 2050, με τον εξηλεκτρισμό όλων των τομέων, εκτός από πολλαπλάσιες Ανανεώσιμες Πηγές, θα χρειαστούμε σε παγκόσμιο επίπεδο διπλάσια ισχύ εργοστασίων ηλεκτρισμού με καύσιμο το φυσικό αέριο. Από πού θα βρεθούν αυτές;

Η Ευρώπη δεν φαίνεται να έχει εξασφαλίσει την αντίστοιχη προσφορά φυσικού αερίου. Ο αγωγός EastMed, που θα μπορούσε να μειώσει κατά 50% τις αρνητικές επιπτώσεις της έλλειψης φυσικού αερίου από τρίτες πηγές, πέραν των αγωγών, φαίνεται να έχει παγώσει. Οι υπάρχουσες αποθήκες φυσικού αερίου στην Ε.Ε. αντί να έχουν πληρότητα 90%-95%, το 2021 η στάθμη τους δεν ξεπερνούσε το 60%-65%, με όλα τα ζητήματα ενεργειακής ασφάλειας που αυτό συνεπάγεται. Η Ελλάδα δεν διαθέτει αποθηκευτικούς χώρους φυσικού αερίου, παρά μόνο στη Ρεβυθούσα. Το έργο της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου στη Ν. Καβάλα έχει καθυστερήσει δραματικά, αν σκεφτούμε ότι ο αρχικός προγραμματισμός ήταν να έχει ολοκληρωθεί η επένδυση αυτή το 2018. Την ίδια ώρα, η χώρα μας έχει δεσμευτεί, στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης της Ε.Ε., να κλείσει άμεσα τις σημερινές λιγνιτικές μονάδες, παρόλο που σήμερα η παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη είναι φθηνότερη από την παραγωγή από φυσικό αέριο, ακόμη και εάν συνυπολογίσουμε το κόστος των ρύπων που πληρώνουμε.

Με λίγα λόγια, η εκτίναξη των τιμών του φυσικού αερίου, άρα και του πληθωρισμού, συνδέεται άμεσα με τους σχεδιασμούς της διεθνούς κοινότητας για την κλιματικά ουδέτερη οικονομία έως το 2050 και με τους ενδιάμεσους στόχους της Ε.Ε. έως το 2030. Ολοι θα θέλαμε να ζούμε σε έναν κόσμο χωρίς ρύπους και χωρίς ανθρώπινη επιβάρυνση, δεν είναι δυνατόν, όμως, να γίνονται σχεδιασμοί χωρίς δυνατότητα προσαρμογής στα κάθε φορά ισχύοντα δεδομένα. Η Ευρώπη πρέπει να ξεκαθαρίσει με τον εαυτό της τι θέλει. Είτε τα επόμενα 30 χρόνια η πράσινη μετάβαση θα συμβαδίζει με την παρουσία του φυσικού αερίου σε ποσότητες πιθανώς και περισσότερες από τις σημερινές, είτε θα ζήσουμε με την (μόνιμη) πίεση των τιμών ενέργειας και την ενεργειακή φτώχεια.