Είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που συναντώ την Δάφνη Πατακιά στη Θεσσαλονίκη, στο φεστιβάλ που η ίδια αποκαλεί “το καλύτερο του κόσμου”. Πέρσι, η μεγαλωμένη στις Βρυξέλλες ηθοποιός, η οποία έχει συνεργαστεί, μεταξύ άλλων, με τον Κωνσταντίνο Γιάνναρη, τον Γιώργο Ζώη, τον Γιώργο Λάνθιμο, τον Τόνι Γκάτλιφ, τον Αλέξανδρο Βούλγαρη, τον Μιχαήλ Μαρμαρινό και τον Νίκο Καραθάνο, είχε κάνει αίσθηση με τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην άκρως τολμηρή, διασκεδαστικά βλάσφημη «Μπενεντέτα» του διάσημου Ολλανδού σκηνοθέτη Πολ Φερχόφεν, που την είχε οδηγήσει στο κόκκινο χαλί των Καννών.
Μετά το ταξίδι της στο μοναστήρι του 17ου αιώνα, η Δάφνη-η οποία, στο μεταξύ, έχει αποκτήσει μια κοντή κουπ που της πηγαίνει υπέροχα- τυλίχθηκε στη μεταφυσική αύρα της ταινίας “Οι πέντε διάβολοι”, που επίσης προβλήθηκε στο λαμπερό γαλλικό φεστιβάλ, στο Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών. Η σαγηνευτική, δεύτερη μετά την “Ava”, κινηματογραφική σκηνοθεσία της Λέα Μισιούς (η οποία ξεκινάει τώρα το ταξίδι της στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Tanweer) φλερτάρει αμυδρά με την ταινία τρόμου και στρέφει το βλέμμα στη μητρότητα και στα καταπιεσμένα συναισθήματα, με φόντο ένα παραμυθένιο ορεινό χωριό και πρωταγωνίστρια την καθηλωτική Αντέλ Εξαρχόπουλος.
Όπως και η Δάφνη, έτσι και η Αντέλ έχει ρίζες ελληνικές. Επιπλέον, η ταλαντούχα Γαλλίδα σκηνοθέτις θα μας εκπλήξει, λέγοντας στο Real.gr: “Υπάρχουν πολλά που με συνδέουν με την Ελλάδα. Η αδελφή μου είναι παντρεμένη και ζει στην Αθήνα, και η οικογένειά μου προέρχεται, από κάποιες γενιές πριν, από τη Θεσσαλονίκη”.
Στο επίκεντρο της ατμοσφαιρικής ταινίας, που καταλήγει να αποτελεί, δια της πλαγίας, και… ελληνική υπόθεση, βρίσκεται η αφοπλιστικά σοφή 8χρονη Βίκυ, που διαθέτει το χάρισμα μιας θαυμαστής όσφρησης, και η καταπιεσμένη μητέρα της Ζοάν, την οποία η μικρή λατρεύει. Όταν η αδερφή του πατέρα της μπαίνει στη ζωή τους, η Βίκυ μεταφέρεται με σχεδόν μαγικό τρόπο σε σκοτεινές αναμνήσεις και ανακαλύπτει τα μυστικά του χωριού, της οικογένειάς της, αλλά και της ίδιας της ύπαρξής της. “Οι πέντε διάβολοι” αποπνέουν τη φρέσκια αύρα ενός σύγχρονου, συμπεριληπτικού σινεμά, που φέρνει αβίαστα στο προσκήνιο τη διαφορετικότητα, αγγίζει θέματα όπως ο ρατσισμός, το bullying και η ομοφοβία, και υμνεί την ανάγκη κάθε ανθρώπου να ακολουθεί την καρδιά του, προσπερνώντας τα δεσμευτικά “πρέπει”.
Δάφνη, τι σε ώθησε να πεις το “ναι” στην ταινία “Οι πέντε διάβολοι”;
Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο ήταν η σχέση μητέρας -κόρης, όπως ξεδιπλώνεται στη μεγάλη οθόνη.
Υποδύεσαι τη Ναντίν, μια πρώην φίλη της Ζοάν, την οποία πλέον μισεί. Ο ρόλος της σωματικά και ψυχικά τραυματισμένης από πυρκαγιά Ναντίν απαιτούσε να κρύψεις το πρόσωπό σου πίσω από παραμορφωτικό μακιγιάζ. Πώς ένιωσες με την αλλοιωμένη εικόνα σου;
Συνήθως τα τραύματά μας δεν φαίνονται, αλλά η Ναντίν καθορίζεται από το τραύμα της, επειδή το φέρει στο πρόσωπό της. Όταν, βέβαια, το μέικ απ είναι τόσο έντονο, ουσιαστικά δεν χρειάζεται να κάνεις πάρα πολλά. Την εποχή των γυρισμάτων διάβασα μια συνέντευξη της Κέιτ Μπλάνσετ, στην οποία μιλούσε για τη σημασία του μακιγιάζ και των ρούχων. Έλεγε λοιπόν ότι, αν σε μια σκηνή απαιτείται να είναι χάλια το βάψιμό της, για παράδειγμα να στάζει η μάσκαρα παντού και τα μαλλιά της να είναι ένα χάος, η ίδια θα παίξει αντίθετα: η ενέργειά της θα είναι προσανατολισμένη στο “όλα είναι καλά”. Μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρον αυτό με τις αντίθετες ενέργειες, άλλο να φαίνεται, άλλο να παίζεις, και θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε όλους τους ρόλους, ειδικά στους περίπλοκους χαρακτήρες.
Οι “Πέντε διάβολοι” είναι μια αρκετά γυναικεία ταινία. Θα έλεγε κανείς ότι ο σύζυγος και πατέρας βρίσκεται κάπως πιο πίσω σε σχέση με τις επιθυμίες και τα πάθη των γυναικών που τον περιβάλλουν. Αλήθεια, υπάρχει διαφορά για σένα όταν τη σκηνοθετική μπαγκέτα την κρατάει γυναίκα;
Όχι ακριβώς, επειδή για μένα είναι θέμα ματιάς. Έχει να κάνει με το πώς τοποθετείς την κάμερα επάνω στον χαρακτήρα σου και το πώς τον κοιτάς. Υπάρχουν και άντρες που διαθέτουν το λεγόμενο “γυναικείο βλέμμα”. Ενώ το ανδρικό βλέμμα, το λεγόμενο “male gaze”, μετατρέπει στερεοτυπικά τους χαρακτήρες σε αντικείμενα (του πόθου, της φαντασίωσης κλπ), το γυναικείο βλέμμα σε ωθεί να ζήσεις μια εμπειρία μαζί τους. Να ταυτιστείς.
Πιστεύεις ότι η δουλειά του ηθοποιού είναι πιο εύκολη ή πιο δύσκολη από παλιά; Γιατί κάποτε οχυρωνόταν σε “κουτάκια”, σε μια οπτική με πολλά κλισέ αλλά πιο ξεκάθαρη, ενώ τώρα έχουν μπει πάρα πολλά θέματα στο τραπέζι, τα οποία πρέπει να επεξεργαστεί.
Εμένα μου φαίνεται πολύ πιο εύκολη. Ακριβώς επειδή είναι πιο συμπεριληπτική, είναι πιο απλό να παίξεις κάτι που αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, παρά να μπεις σε μία νόρμα η οποία σου έχει επιβληθεί χωρίς να μπορείς πάντα να ταυτιστείς με αυτήν. Σκέψου ότι στο σινεμά βλέπαμε στερεότυπα όπως η γυναίκα-κορίτσι ή η φαμ φατάλ. Δεν λέω να μην υπάρχουν αυτές οι εκδοχές, όμως τώρα που το φάσμα ανοίγει, η ελευθερία είναι μεγαλύτερη κι εγώ νιώθω πολύ πιο άνετα μέσα σε αυτό.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με την Αντέλ Εξαρχόπουλος;
Η Αντέλ είναι φανταστική! Τη θαυμάζω πάρα πολύ! Στην αρχή ήμουν λίγο αγχωμένη και είχα μεγάλη περιέργεια να δω πώς δουλεύει. Διαπίστωσα ότι εκπέμπει έντονη, μαγνητική ενέργεια, ακόμα και χωρίς να κάνει τίποτα! Το να παίζει τής είναι έμφυτο, το να ζει τα συναισθήματα του χαρακτήρα τής είναι πολύ εύκολο. Ξέρεις, στις έντονες στιγμές, όταν η κάμερα δεν είναι επάνω μας, συνήθως κρατάμε δυνάμεις για να μην “στεγνώσουμε” από ενέργεια. Η Αντέλ, όμως, παραμένει εντός ρόλου ακόμα και όταν η κάμερα δεν την κοιτάζει. Είναι ακούραστη και απίθανα γενναιόδωρη με τους συναδέλφους της.
Γιατί λες ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είναι το καλύτερο στον κόσμο;
Κοίτα, υπήρξα πολύ τυχερή που βρέθηκα στις Κάννες και ελπίζω να ξαναπάω. Όμως εκεί, παράλληλα με τον κινηματογράφο, υπάρχει και το κομμάτι της μόδας και του γκλάμουρ, και κάπου χάνεσαι μέσα σε όλα αυτά. Αντίθετα, στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αισθάνομαι τρομερά άνετα. Πέρα από τους συμπαθέστατους ανθρώπους του, κάθε φορά που έρχομαι εδώ, θυμάμαι γιατί ήθελα να κάνω σινεμά εξαρχής. Γιατί το σινεμά είναι το επίκεντρο αυτής της διοργάνωσης, και αυτό είναι βάλσαμο.
Γιατί έκοψες τα μακριά μαλλιά σου;
Για χάρη μιας άλλης ταινίας, στην οποία υποδύομαι μια κοπέλα με διπολική διαταραχή. Τη γυρίσαμε πέρσι με τον Βέλγο Μπενουά Πουλβόρντ και θα βγει του χρόνου. Δούλεψα πολύ, έκανα αρκετή έρευνα, αλλά κάποια στιγμή τρόμαξα, επειδή τα όρια της τρέλας δεν μπαίνουν σε συγκεκριμένα κουτάκια, και ίσως όλοι να έχουμε μέσα μας ψήγματα σχιζοφρένειας η διπολικής διαταραχής.
Εννοείς ότι κουβάλησες τον ρόλο σου και στη ζωή;
Όχι, αλλά έπαθα αυτό που παθαίνουν οι φοιτητές ιατρικής, που αυθυποβάλλονται από αυτά που μελετούν και νομίζουν ότι πάσχουν από τα πάντα! Από την άλλη, όταν ζεις τόσο έντονες εμπειρίες ως ηθοποιός, μπορεί να είναι και λυτρωτικό, γιατί είναι κάπως σαν να τις ξορκίζεις. Πάντως, κάποια στιγμή στο γύρισμα αποφάσισα να παραμερίσω όσες θεωρίες είχα διαβάσει-ούτως ή άλλως, τις πληροφορίες τις είχα καταχωρίσει- και να ερμηνεύσω την ηρωίδα με βάση το ένστικτό μου.
Τι άλλο ετοιμάζεις;
Μια ταινία εποχής, στην οποία η γυναίκα που παίζω υποδύεται κάποιες στιγμές τον άντρα. Πρέπει να πάρω πολλή μυική μάζα, οπότε κάθε μέρα είμαι στο γυμναστήριο και σηκώνω βάρη, ενώ συνεργάζομαι και με μία διατροφολόγο. Πρέπει να τρώω πολύ! Επιπλέον, κάνω και ιππασία και ξιφασκία.
Διάβασα κάπου ότι πριν από λίγο καιρό παντρεύτηκες στη Σύρο. Πώς σου φαίνεται ο γάμος;
Να σου πω την αλήθεια, δεν αλλάζει τίποτα!


