Την προηγούμενη εβδομάδα τα μέσα ενημέρωσης ασχολήθηκαν αρκετά με την υπόθεση του γιου του Χάντερ Μπάιντεν, ο οποίος φέρεται να συνδέεται με μια ουκρανική εταιρεία η οποία κατηγορείται για διαφθορά. Όμως ο Τζο Μπάιντεν ερωτήθηκε σχετικά για πρώτη φορά δυόμιση ημέρες αργότερα και αμέσως απέφυγε την ερώτηση.
Την επομένη ο υποψήφιος των Δημοκρατικών για την προεδρία δεν μίλησε στους δημοσιογράφους που ακολουθούν την προεκλογική του εκστρατεία. Την Κυριακή τελικά απάντησε σε μία ερώτηση: τη γεύση του μιλκ-σέικ του.
“ Η ερώτηση της ημέρας για τον Τζο Μπάιντεν”, έγραψε στο Twitte ο Τζόναθαν Μάρτιν, δημοσιογράφος των New York Times: “ Αυτή την εβδομάδα κρύβεστε γιατί δεν θέλετε να απαντήσετε σε ερωτήσεις για τα μιλκ-σέικ;”.
Χθες Τρίτη ο Μπάιντεν ανακοίνωσε ότι αναστέλλει την προεκλογική του εκστρατεία για να προετοιμαστεί για τη δεύτερη και τελευταία τηλεμαχία του με τον Τραμπ, την Πέμπτη.
Εδώ και μήνες η πρόσβαση στην εκστρατεία του Δημοκρατικού υποψήφιου είναι πολύ περιορισμένη: μόνο καμία εικοσαριά εθνικά ή διεθνή μέσα ενημέρωσης μπορούν να την ακολουθούν, επισήμως λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.
“ Λιγότερο επίμονες” ερωτήσεις
“ Θα ήταν λογικό οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν την προεκλογική του εκστρατεία να είναι αγανακτισμένοι που δεν τους δίνουν αρκετές πληροφορίες (…) και που δεν υπάρχει πραγματικά καθημερινή πρόσβαση στον υποψήφιο”, σχολίασε ο Ρίτσαρντ Μπενεντέτο, πρώην ανταποκριτής της εφημερίδας USA Today στον Λευκό Οίκο. Όμως οι διαμαρτυρίες είναι σπάνιες.
Την Πέμπτη η διαφορά στην αντιμετώπιση των δύο υποψηφίων ήταν εμφανής: ο Τραμπ έγινε στόχος επικριτικών ερωτήσεων στη διάρκεια συνέντευξης που παραχώρησε στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC και στη δημοσιογράφο Σαβάνα Γκάθρι. Αντίθετα η συνέντευξη του Μπάιντεν στο ABC ξεκίνησε με ήπιες ερωτήσεις από το κοινο.
“ Οι ερωτήσεις προς τον Μπάιντεν ήταν λιγότερο επίμονες από αυτές που έγιναν στον Τραμπ”, εκτίμησε ο Μπενεντέτο.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου ο ιστότοπος Politico είχε σχολιάσει για μια αντίστοιχη εκπομπή του ABC με καλεσμένο τον Τραμπ ότι οι δημοσιογράφοι χρησιμοποίησαν “ εχθρικές ερωτήσεις”, ενώ η εμφάνιση του Μπάιντεν σε εκπομπή του CNN “ έμοιαζε με συνάντηση παλιών φίλων”.
“ Κατά τη γνώμη μου δεν πρόκειται για ηπιότητα των μέσων ενημέρωσης απέναντι στον Μπάιντεν, αλλά για επιθετικότητα στην κάλυψη του προέδρου Τραμπ”, σημείωσε ο Γκραντ Ρίχερ καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο Syracuse. “ Συχνά έχουμε την εντύπωση ότι τα μέσα στηρίζουν” τον Μπάιντεν, πρόσθεσε.
Όντως οι περισσότερες μεγάλες, αμερικανικές εφημερίδες στηρίζουν τον υποψήφιο των Δημοκρατικών. Ο διευθυντής σύνταξης των New York Times Ντιν Μπάκετ παραδέχθηκε ότι η εφημερίδα καλύπτει “ πολύ επιθετικά” τον Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο, παρά το γεγονός ότι διαβεβαίωσε ότι προσπαθεί να διατηρήσει ένα είδος “ αντικειμενικότητας”.
Μια “ όχι κανονική” εκστρατεία
Κάποιοι ειδικοί δικαιολογούν μια πιο μετρημένη κάλυψη του υποψήφιου των Δημοκρατικών.
“ Σε κανονικούς καιρούς θα μπορούσαμε να πιέσουμε περισσότερο έναν υποψήφιο, αν ( ο αντίπαλός του) συμπεριφερόταν κανονικά”, όμως στην παρούσα κατάσταση “ δεν φαίνεται προσήκον”, εκτίμησε ο Γκάμπριελ Καν καθηγητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας.
“ Όταν υπάρχει ένας υποψήφιος που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο Τύπο εχθρό, αρνείται να απαντήσει σε άμεσες ερωτήσεις και διασπείρει ψεύδη, το να συγκριθεί η κάλυψή του από τα μέσα ενημέρωσης με αυτή του αντιπάλου του είναι εκτός θέματος”, πρόσθεσε.
“ Είναι σημαντικό ο Μπάιντεν να μην έχει την εντύπωση πως, αν εκλεγεί πρόεδρος, θα είναι προστατευμένος από τα φώτα του Τύπου”, τόνισε ο Νταν Φρούμκιν συντάκτης στον ιστότοπο Press Watch.
“ Η μετά Τραμπ περίοδος θα πρέπει να αφιερωθεί στην αποκατάσταση της υπευθυνότητας και της διαφάνειας”, επεσήμανε. “ Και αυτό δεν θα γίνει με έναν υποταγμένο Τύπο”.