Τέλη δεκαετίας του ΄90, Βουλγαρία, στα γυρίσματα του “Βυσσινόκηπου”, του κύκνειου άσματος του Μιχάλη Κακογιάννη, με τους Σάρλοτ Ράμπλινγκ και Άλαν Μπέιτς. Στη διάρκεια συζήτησης, ο Διονύσης Φωτόπουλος, ο οποίος υπογράφει τα εντυπωσιακά σκηνικά και τα κοστούμια, μού αναφέρει ένα όνομα: “Εύα Νάθενα. Να τη θυμάσαι, θα κάνει σπουδαία πράγματα”.
Αργότερα, θα γίνει βοηθός του κι εκείνος μέντοράς της. Κάποια στιγμή, θα την παροτρύνει να ανοίξει τα δικά της φτερά: “Τη δεύτερη ή την τρίτη χρονιά που ήμασταν μαζί στη δουλειά, τον ρωτάω, κύριε Φωτόπουλε, τι θα κάνουμε τώρα;”, λέει η Εύα Νάθενα στο Real.gr. “Και μου απαντά: “Τώρα, αγάπη μου, μόνη σου. Εμένα με συμφέρει να μείνεις χρόνια μαζί μου, αλλά εσένα καθόλου. Ξεκίνα από μικρές ομάδες και βούτα!” Κάνω ακριβώς το ίδιο με τους δικούς μου βοηθούς. Μόλις καταλάβω ότι μπορούν να σταθούν στα πόδια τους, όχι μόνο τους ενθαρρύνω, αλλά τους προτείνω και δουλειές που εγώ δεν προλαβαίνω να κάνω”. Σήμερα, ο Διονύσης Φωτόπουλος είναι για εκείνη “οικογένεια”, όπως μου επισημαίνει με αγάπη.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από εκείνη τη μαθητεία μέχρι τώρα, η Νάθενα διέπρεψε ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος-αν και η ίδια νιώθει, καταρχάς, εικαστικός. Γεννημένη στο Ηράκλειο Κρήτης, σπούδασε στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών. Έχει δουλέψει με σπουδαίους σκηνοθέτες, και στο θέατρο και στο σινεμά, και έχει τιμηθεί με Κρατικό Βραβείο Ενδυματολογίας για τις ταινίες “Νύφες” του Παντελή Βούλγαρη, “Θεατρίνες” του Παναγιώτη Πορτοκαλάκη και “Uranya” του Κώστα Καπάκα. Έχει, επίσης, συνεργαστεί με την Εθνική Λυρική Σκηνή, ενώ εργάστηκε ως ενδυματολόγος με τον Κώστα Γαβρά στην παράσταση “All around is light” στη Metropolitan Opera of New York. Πιο πρόσφατη κινηματογραφική της δουλειά είναι “Ο άνθρωπος του Θεού” της Γελένα Πόποβιτς.
Το πρώτο σκηνοθετικό της βήμα ήταν η μικρού μήκους “Αντιγόνη” (η οποία προέκυψε από ένα εργαστήριο που δημιούργησε στο σχολείο των φυλακών του Αυλώνα) και, στη συνέχεια, η Εύα Νάθενα βρέθηκε μπροστά σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της διαδρομής της: ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ταινίας “Φόνισσα”, η οποία, σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και στο πρόσωπο της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη, ζωντανεύει την πασίγνωστη ηρωίδα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Η δράση της «Φόνισσας» εξελίσσεται σε ένα δυστοπικό ελληνικό νησί, γύρω στο 1900. Η χήρα Χαδούλα μαθαίνει να επιβιώνει στην ανδροκρατούμενη κοινωνία μέσα από την κακοποίηση και τις δυσχέρειες. Όμως, κάποια στιγμή επαναστατεί και αποφασίζει να απαλλάξει τα μικρά κορίτσια από μια ύπαρξη που μόνο δυστυχία θα τους φέρει.
Η ταινία, που θα προβάλλεται στις αίθουσες από τις 30 Νοεμβρίου σε διανομή Tanweer, διαθέτει ένα ονειρεμένο καστ: Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά και Γιάννης Τσορτέκης είναι μερικά, μόνο, από τα ονόματα που πλαισιώνουν την πρωταγωνίστρια.
Πώς προέκυψε το πέρασμά σας στη σκηνοθεσία;
Η βασική μου σπουδή είναι η ζωγραφική. Η επιλογή, όμως, του επαγγέλματος που διάλεξα για να βιοποριστώ συνδέεται με τον χαρακτήρα μου: ήμουν τόσο εσωστρεφής, που η μοναχικότητα ενός ατελιέ δεν θα με ωφελούσε. Επέλεξα τη διαδρομή που με ξεβόλευε. Που με ανάγκαζε να συγχρωτιστώ με κόσμο, να διαπραγματευτώ, να διαχειριστώ, να ξεπεράσω τις φοβίες μου. Με ωφέλησε πάρα πολύ το επάγγελμά μου, αλλά πάντα το έκανα με τη σφραγίδα της ζωγράφου. Γιατί τι άλλο είναι οι σκηνογραφίες αν όχι εικαστικές εγκαταστάσεις; Λοιπόν, γνώρισα την Καρυοφυλλιά πριν από περίπου 20 χρόνια, στον “Άμλετ” της Μάγιας Λυμπεροπούλου. Κάναμε ατελείωτες κουβέντες τότε. Μεταξύ άλλων, μου είπε ότι διαπίστωνε πως συν-σκηνοθετούσα, ότι η δουλειά μου συμπλήρωνε τη σκηνοθεσία. Το έλεγε πολύ θερμά και το εννοούσε.
Έτσι μπήκε ο σπόρος;
Η αλήθεια είναι ότι σε όλες τις παραστάσεις που έχω κάνει ήμουν πολύ παρούσα. Πήγαινα σε όλες τις πρόβες και θεωρούσα την γνωριμία με κάθε σκηνοθέτη μαθητεία. Μαθήτευσα, λοιπόν, δίπλα στην Πατεράκη, τη Λυμπεροπούλου, τον Μαρμαρινό, τον Μιχαηλίδη. Και μαθήτευα και στην καθοδήγηση των ηθοποιών, που με γοήτευε τρομερά. Όμως, δεν θέλησα ποτέ να πάρω τα σκηνοθετικά ηνία στη “Φόνισσα”, το τονίζω αυτό. Το θέλησαν άλλοι άνθρωποι. Μου το πρότεινε ο παραγωγός μας, Διονύσης Σαμιώτης. Ο συνθέτης μας, Δημήτρης Παπαδημητρίου, με ενθάρρυνε επίμονα και ήταν καταλυτικός στο να πειστώ! Ανέκαθεν θεωρούσα τη “Φόνισσα” το κρυφό μου πρότζεκτ. Η ιστορία αυτή δουλευόταν πνευματικά και εικαστικά, για χρόνια. Τα τοπία των γυρισμάτων, στον Ψηλορείτη και στη Μάνη, τα είχα δει νοερά, πριν καν τα επισκεφτώ. Μου άρεσε να σκάβω και να ανακαλύπτω τον Παπαδιαμάντη και έλεγα πάντα ότι δεν τον διαβάζω εγώ, εκείνος με διαβάζει, γιατί όσο προχωρούσα στο έργο του κάτι καινούριο φανερωνόταν μέσα μου.
Εφόσον στη σπονδυλική στήλη της ταινίας βρίσκεται η πατριαρχία, το γεγονός ότι το σενάριο και η σκηνοθεσία υπογράφονται από γυναίκες ήταν μονόδρομος εν έτει 2023;
Κάποιοι ίσως πιστεύουν ότι εμείς οι γυναίκες μιλάμε για τη βία που άσκησαν οι άντρες στις γυναίκες. Η ταινία, όμως, αναλαμβάνει κάτι πιο δύσκολο: να δείξει πώς φέρθηκαν οι γυναίκες στις γυναίκες. Παρήγαγαν κι εκείνες βία. Έτσι ήταν δομημένες, μεγαλωμένες από τις μανάδες τους να μεγαλώσουν και οι ίδιες έτσι τις κόρες τους, ώστε να τους δώσουν αντισώματα για να αντέξουν. Και δυστυχώς, τα τραύματα αυτά, ο Παπαδιαμάντης τα γνώριζε τόσο καλά μέσα από τους μύθους, που είχε φτάσει να τα περιγράφει με ανατριχιαστική, ψυχιατρική ακρίβεια. Εγώ, μέσα από την έρευνα, ένωσα όλα τα κομμάτια του παζλ που βρήκα.
Η βία γεννά βία, αλλά ποιος είναι ο τρόπος να διακοπεί αυτός ο φαύλος κύκλος;
Η μεγάλη έκπληξη ήταν όταν ανακαλύψαμε ότι η ηρωίδα του Παπαδιαμάντη δεν υπέστη μόνο λεκτική, αλλά και σωματική βία. Η μητέρα της τη χτυπούσε και είναι περίεργο που δεν το είχαμε ανακαλύψει τόσο καιρό. Όταν το είδα, πήγα σε μια ψυχίατρο και τη ρώτησα, αυτό δεν τα αλλάζει όλα; “Ναι, τα αλλάζει”, μου είπε, και έτσι μπήκαμε πάλι σε έναν καινούριο κύκλο δουλειάς. Η γυναίκα αυτή προσπάθησε να μετατρέψει τη βία που εισέπραξε σε κάτι καλό. Πίστευε ότι δεν έβλαπτε, αλλά έσωζε τα κορίτσια από το άσχημο μέλλον τους. Σύμφωνα με τους ειδικούς, αν υπήρχε σήμερα η Φραγκογιαννού, θα έπασχε από σχιζοτυπική διαταραχή. Όταν δίδασκα στους ηθοποιούς το τραύμα, συνειδητοποίησα ότι το συγκεκριμένο το πήρα από τη μητέρα μου και, άθελά μου, το πέρασα κι εγώ στην κόρη μου. Τα παιδιά, όμως, είναι μια δεύτερη, χρυσή ευκαιρία που μας δίνει η ζωή για να καταλάβουμε κάτι καινούριο και να διορθώσουμε το παλιό.
Δώστε μας μια εικόνα από τα γυρίσματα.
Μόνο ένα έγινε στην Κρήτη, όλα τα υπόλοιπα εξωτερικά έγιναν στη Μάνη. Σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό, όπου ζούσε μόνο ένας άνθρωπος, ο κύριος Νίκος, ο φύλακας. Ήταν σαν να μας περίμενε χρόνια… Πήραμε και έναν πετρά, τον Θέμη, και την ομάδα του, και το στήσαμε από την αρχή. Ήταν ένα πεθαμένο χωριό και το κάναμε να ζήσει ξανά. Τα εσωτερικά γίνανε όλα ντεκόρ. Είναι όλα κατασκευασμένα στην ταινία, τα τζάκια, οι στέρνες… Σε αυτό το σημείο η σκηνογράφος μέσα μου λύγισε, γιατί η δουλειά ήταν τεράστια! Δεν υπήρξαν ούτε ευκολίες ούτε δυσκολίες στα γυρίσματα. Όλα έγιναν με αισιοδοξία, αυθορμητισμό και εντιμότητα. Ήξερα και από τη μουσική μου παιδεία πόσο σημαντικό ήταν να κουρδιστούμε όλοι μαζί, να συγχρονιστούμε σαν ορχήστρα. Αυτό ζήτησα από τους ηθοποιούς, και σε αυτό μας βοήθησε τρομερά και η μεσόφωνος Άννα Παγκάλου, η οποία τους δίδαξε μία μέθοδο αναπνοών που μετέτρεψε τα σώματά τους σε ηχεία και τους έκανε να παράγουν φωνές που δεν ήξεραν καν ότι διέθεταν, οδηγώντας τους σε έναν πρωτοφανή υποκριτικό τρόπο.
Τι έφερε στη “Φόνισσα” η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη;
Πολλά και, κυρίως, τη μνήμη της. Την τεράστια μνήμη της, που χρειάστηκε να ανασυρθεί. Εφόσον η ταινία επιχειρεί να “διαβάσει” το διαγενεακό τραύμα, όλοι οι ηθοποιοί ανέσυραν ιστορίες από τη φαρέτρα της ζωής τους. Και ήταν και οι εκπληκτικές αντοχές της. Άντεχε να μακιγιάρεται τρεις ώρες την ημέρα για να κάνει ρυτίδες, δέκα ώρες να παίζει, δυόμιση ώρες να ντεμακιγιάρεται. Αυτή ήταν η καθημερινότητά της. Γιατί δεν υπήρξε ούτε ένα γύρισμα χωρίς την Καραμπέτη.
Όπως παρατηρούμε και στις πρόσφατες τηλεοπτικές σειρές, οι ιστορίες από το παρελθόν μας γοητεύουν πάρα πολύ. Γιατί;
Γιατί για πολλούς το παρελθόν δεν έχει ακόμα ξεκλειδωθεί. Βρίσκεται κρυμμένο στο σεντούκι και νιώθουμε ότι πρέπει να βγει στο φως.
Μία από τις ηθοποιούς της “Φόνισσας”, η Γεωργιάννα Νταλάρα, παρουσίασε πρόσφατα και μια υπέροχη εικαστική έκθεση, την οποία επιμεληθήκατε. Πώς προέκυψε αυτό;
Σε μία πρόβα η Γεωργιάννα μού έφερε δώρο ένα καταλογάκι με τα έργα της. Όταν τα είδα, ήθελα να της πω, “τώρα σε καταλαβαίνω καλύτερα. Τώρα καταλαβαίνω τι είσαι”. Σκέφτηκα, λοιπόν, ότι αυτή η ζωγραφική πρέπει να βγει στο φως και ότι εγώ θα βοηθήσω σε αυτό. Δεν έκανα κάτι σοβαρό, απλώς οργάνωσα την έκθεση στην “Γκαλερί 7” και βοήθησα την εσωστρεφή Γεωργιάννα (στην οποία αναγνώρισα κομμάτια και της δικής μου εσωστρέφειας) να βγάλει προς τα έξω τη δουλειά της.
Μια παρένθεση: στη διάρκεια της πορείας σας, συναντήσατε πολλούς ξεχωριστούς ανθρώπους. Τι θυμάστε από τον Κώστα Γαβρά και πώς ήταν η συνεργασία σας με τον Μίκυ Ρουρκ στην ταινία “Ο άνθρωπος του Θεού”;
Ο Κώστας Γαβράς είναι εξαιρετικός σκηνοθέτης, αλλά και ένας άνθρωπος ιδιαίτερου πολιτισμού και ευγένειας. Χαιρόμουν την κάθε μέρα συνεργασίας μαζί του, γιατί ένιωθα ότι ο πολιτισμός που εκπέμπει μού λείπει από την καθημερινότητά μου. Σε όλους μας λείπει. Ο Μίκυ Ρουρκ είναι ένας σταρ του Χόλιγουντ. Αλλά εγώ δεν τον αντιμετώπισα έτσι, όχι επειδή τον σνόμπαρα, αλλά επειδή στάθηκα δίπλα του ως επαγγελματίας που ήθελε να κάνει τη δουλειά του. Μου ζητήθηκε να δώσω στον βοηθό του τα κοστούμια, όμως δεν το δέχτηκα. Είπα ότι, σε αυτή τη χώρα που ήρθε να δουλέψει ο κύριος Ρουρκ, τα κοστούμια συνοδεύονται πάντα από τον επαγγελματία που τα επιλέγει και τα υποστηρίζει. Τελικά, πήγα απευθείας σ΄εκείνον γιατί, έτσι κι αλλιώς, έπρεπε να επέμβω στο σώμα του, αφού είχε πάρα πολλά τατουάζ και χρειάστηκε να τα καλύψω με διάφορους τρόπους. Έπρεπε στην κυριολεξία να τον κεντήσω! Περάσαμε πολύ χρόνο μαζί εκείνη την ημέρα και ήρθαμε πιο κοντά. Ήταν μεγάλη εμπειρία για μένα. Κατάλαβα ότι με την επιμονή, τις καλές προθέσεις και την τιμιότητα απέναντι στον άλλον, μπορεί κανείς να πάει τα πράγματα εκεί όπου επιθυμεί.
Σας είναι βάρος ότι η “Φόνισσα” είναι τόσο αναμενόμενη;
Κάποιες στιγμές η σκέψη είναι, πράγματι, τρομακτική. Γιατί είμαι συνειδητοποιημένα backstage επαγγελματίας και είχα μάθει, μεν, να δίνω τον καλύτερο εαυτό μου, αλλά και να στέκομαι πίσω από κάποιον άνθρωπο που αναλάμβανε την ευθύνη. Εδώ είχα τριπλό ρόλο, ως σκηνογράφος, ενδυματολόγος και σκηνοθέτις, και η δουλειά ήταν πάρα πολλή. Επί έναν χρόνο δεν κοιμήθηκα και με τα δυο μάτια κλειστά. Αλλά, ευτυχώς, τα καταφέραμε!
Τι θα θέλατε να νιώσει το κοινό;
Δεν μπορώ να το καθορίσω, μόνο να το ευχηθώ. Ο άντρας μου (σσ. ο γνωστός παραγωγός Κώστας Λαμπρόπουλος), με 240 ταινίες στο ενεργητικό του, μού έθεσε την ερώτηση που κάνει πάντα στους συνεργάτες του: “Γιατί γίνεται αυτή η ταινία;” Του απάντησα ότι γίνεται για λόγους θεραπευτικούς. Η μνήμη μας είναι κυτταρική και τα τραύματα περνούν μέσα μας ερήμην μας. Και αν δεν το αντικρίσουμε το τραύμα, δεν θα το θεραπεύσουμε ποτέ.




