Μέχρι πρόσφατα, ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος μας συντρόφευε μέσα από τον ρόλο του κυνικού, σαρκαστικού αλλά βαθιά ευαίσθητου Παύλου, στις τηλεοπτικές “Ψυχοκόρες”. Όμως, εδώ και ένα διάστημα βρίσκεται on the road: παρέα με τον Γιώργο Χρυσοστόμου, εμφανίστηκαν σε διάφορα θέατρα της χώρας με τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Τώρα η παράσταση, σε σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη, ετοιμάζεται για την Επίδαυρο, όπου θα παιχτεί την Παρασκευή 9 και το Σάββατο 10 Αυγούστου.
Οι “Όρνιθες” παρουσιάζουν μια καινούρια αρχή, που πρέπει να γίνει έξω από την ανθρώπινη κοινωνία, μακριά από τον κορεσμό, την παρακμή και τη διαφθορά. Παπασπηλιόπουλος και Χρυσοστόμου, στους ρόλους του Πισθέταιρου και του Ευελπίδη, μαζί με μία πλειάδα εξαιρετικών ηθοποιών (Κώστας Κορωναίος, Στέλιος Ιακωβίδης, Ίρις Κωνσταντίνα Τάκαλου, Ερρίκος Μηλιάρης, Μάριος Παναγιώτου, Θανάσης Ισιδώρου κ.α.) προσπαθούν να ιδρύσουν τη δική τους ιδανική πολιτεία στους αιθέρες.
Φυσικά, ο ακούραστος ηθοποιός και σκηνοθέτης δεν σταματά εκεί. Ήδη προετοιμάζεται να στήσει με εντελώς πρωτότυπο, βιωματικό για τους θεατές τρόπο το “Festen”, μεταφέροντας στο θέατρο “Άλμα” μια ταινία που τον συντάραξε. Επίσης, πρόκειται να ξανασκηνοθετήσει θεατρικά τη Μαρία Ναυπλιώτου, ενώ συγγράφει, με τη Στεφανία Γουλιώτη, τον “Εκλεκτό”, έναν μονόλογο που θα επιχειρήσει να μας φέρει απέναντι στις ευθύνες μας.
Απολαμβάνω πάντα τις συζητήσεις μας. Την ώρα που ο Οδυσσέας μιλάει, σχεδόν ακούς τα γρανάζια του εγκεφάλου του να κινούνται. Βρίσκεται σε μια μόνιμη, αδιάκοπη αναζήτηση, μια νοερή περιπλάνηση στον κόσμο αλλά και εντός του, την οποία μοιράζεται μαζί σου με αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Είναι θαυμάσιος ηθοποιός, ευφάνταστος σκηνοθέτης. Καλλιτέχνης τολμηρός, γεμάτος περιέργεια.
Τι φέρνει στους “Όρνιθες” ο Άρης Μπινιάρης;
Κάθε δημιουργός που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να αποκαλύψει μέσα του και, εκ των υστέρων, στην παράσταση, τα πυρηνικά στοιχεία των έργων αυτών. Γιατί από μόνα τους δεν αντέχουν να παίζονται στο σήμερα- αναφέρομαι στις κωμωδίες, γιατί οι τραγωδίες είναι φιλοσοφικά κείμενα τα οποία θα αντέχουν για πάντα. Όμως η κωμωδία περιέχει πάντοτε το στοιχείο της στιγμής. Το χιούμορ μετακινείται και αλλάζει, κάθε εποχή έχει το δικό της. Άλλα πράγματα μάς μοιάζουν αστεία σήμερα, άλλα μάς έμοιαζαν αστεία χτες. Ο Αριστοφάνης σατιρίζει την εποχή του. Και αν η κωμωδία έχει έναν επικαιρικό χαρακτήρα, η σάτιρα έχει τον απολύτως επικαιρικό χαρακτήρα-αφορά αποκλειστικά στο “εδώ” και στο “τώρα”. Σκεφτείτε να παρακολουθούσαμε σήμερα μια σάτιρα της “Ελεύθερης Σκηνής” από τη δεκαετία του ΄80. Αν δεν ήμασταν τουλάχιστον 15 χρονών τότε, ούτε που θα καταλαβαίναμε τώρα για τι πράγμα μιλάει και ποιους πολιτικούς καυτηριάζει, πέρα από κάποιες εμβληματικές μορφές, όπως ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου, που τουλάχιστον γνωρίζουμε τα ονόματά τους. Και ο Αριστοφάνης είναι πλημμυρισμένος από τους αντίστοιχους Καραμανλήδες και Παπανδρέου.
Επομένως, πόσο εύκολο είναι να φέρει μια τέτοια κωμωδία στο σήμερα ο σκηνοθέτης;
Υπάρχουν δύο δρόμοι. Ο ένας είναι να επικαιροποιήσεις το κείμενο, ποτίζοντάς το με την αντίστοιχη σάτιρα της εποχής μας. Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι νόμιμο αλλά όχι ιδιαιτέρως γόνιμο- σε αυτή την περίπτωση, καλύτερα να φτιάξεις μια καινούρια επιθεώρηση αντί να στριμώξεις αυτά που θέλεις να πεις μέσα στον Αριστοφάνη. Ο άλλος δρόμος (τον οποίο επέλεξαν ο Άρης Μπινιάρης και η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου στη δραματουργική τους επεξεργασία), είναι ίσως πιο γόνιμος: αποκαλύπτεις τα στοιχεία που συνεχίζουν να σε ενδιαφέρουν στο εδώ και στο τώρα, χωρίς να ποτίζεις το κείμενο με επικαιρικά σατιρικά χαρακτηριστικά. Στην παράστασή μας δεν ακούμε κανενός το όνομα. Κανένας ήρωας δεν παραπέμπει σε κάποιο γνωστό μας πρόσωπο. Η παράσταση γραπώνεται από τον βασικό πυρήνα του έργου: το όνειρο για μία κοινωνία στα σύννεφα, η φαντασίωση μιας ζωής με λιγότερα βαρίδια. Νομίζω ότι αυτό που κάνει, τελικά, ο Μπινιάρης είναι να συνομιλεί απολύτως με το πνεύμα του έργου.
Συχνά,έργα σαν τους “Όρνιθες” χαρακτηρίζονται “πιο επίκαιρα από ποτέ”. Αυτό γράφεται για καλό, μήπως όμως σημαίνει ότι δεν προχωράμε καθόλου;
Προχωράμε. Με έναν τρόπο τόσο αργό, ώστε να αναγνωρίζουμε τους εαυτούς μας σε ένα κείμενο γραμμένο 2.500 χρόνια πριν και, ταυτόχρονα, να μας φαίνεται τρελό ότι όλους αυτούς τους ρόλους θα τους έπαιζαν αποκλειστικά άνδρες, επειδή η κοινωνία ήταν ανδροκρατούμενη. Πλέον, η δομή της είναι πολύ διαφορετική, όμως το κεντρικό βάσανο των ανθρώπων παραμένει το ίδιο, επειδή δεν σχετίζεται με τον τρόπο που ζουν, αλλά με καθεαυτό το γεγονός ότι είναι άνθρωποι.
Δηλαδή;
Θα δανειστώ έναν οικείο μύθο, στον οποίο πάτησε και ο χριστιανισμός: κάποτε κάποιος έφαγε από το δέντρο της γνώσης του Καλού και του Κακού και έπεσε από τον Παράδεισο. Αυτό κρύβει μια θαυμάσια μεταφορά, ότι, δηλαδή, ένα πλάσμα ζούσε ασυνείδητο μαζί με τα υπόλοιπα πλάσματα και ξαφνικά, ανεξήγητα, απέκτησε συνείδηση! Από τότε ζει ξεκομμένο από τα άλλα πλάσματα και από τη μακαριότητα της ασυνειδησίας και ψάχνει το νόημα της ύπαρξης. Γιατί είναι εδώ; Πώς μπορεί να ζει ευτυχισμένο ενώ γνωρίζει ότι θα πεθάνει; Αυτά, όσο και να αλλάξει η κοινωνία, ακόμα κι αν έχουμε λύσει τα θέματα της διαφορετικότητας, της θέσης της γυναίκας, της αποδοχής της σεξουαλικότητας του άλλου, ακόμα και αν έχουμε κατακτήσει τα πάντα, δεν κάνουμε πια πολέμους και είμαστε τέλειοι, ακόμα και τότε, το βάσανο εκείνο θα είναι ίδιο. Έτσι, όλες οι υπαρξιακές απόπειρες του ανθρώπου, οι καταγεγραμμένες από τους συγγραφείς, θα συνεχίσουν να μας φαίνονται επίκαιρες. Βέβαια, αν θέλουμε να είμαστε δίκαιοι, θα αναγνωρίσουμε ότι πολλά έχουν αλλάξει. Πρόσφατα, ένας συνάδελφός σας μού έλεγε ότι δεν αντέχει μια παλιά ταινία στην οποία κάποιος ρίχνει μια φάπα στη γυναίκα του κι εκείνη του λέει ευτυχισμένη: “Αχ, επιτέλους έγινες κι εσύ άντρας!” Αυτή η ταινία παιζόταν πριν από 30 χρόνια στους κινηματογράφους. Σήμερα θα ντρεπόμασταν να τη φτιάξουμε.
Αυτές τις ταινίες πρέπει να τις εξαφανίσουμε από προσώπου γης ή να εξακολουθήσουμε να τις βλέπουμε, έχοντας υπόψη το περιβάλλον στο οποίο φτιάχτηκαν;
Φυσικά και να εξακολουθήσουμε να τις βλέπουμε, για να θυμόμαστε ότι περάσαμε από εκεί. Καταλαβαίνω την αγωνία των ανθρώπων να υπερασπιστούν το τώρα τους, όμως η εκδικητική κρίση απέναντι στα δημιουργήματα που αναφέρονταν στην εποχή τους δεν έχει νόημα. Οι δημιουργίες είναι αποτέλεσμα της στιγμής. Σήμερα, φυσικά και μπορούμε να πούμε ότι αυτό που λεγόταν τότε είναι λάθος. Όμως, πρέπει να αναγνωρίζουμε και την ομορφιά τους. Γιατί, πέρα από τα πολιτικώς μη ορθά στοιχεία τους, έχουν άλλες εκατό χιλιάδες αρετές. Μη γίνουμε Χίτλερ, που πέταγε τα βιβλία στη φωτιά! Ξαναλέω, καταλαβαίνω. Όταν έχεις ανισορροπία από τη μία πλευρά, πρέπει πρώτα να περάσεις από την ανισορροπία της άλλης πλευράς, μέχρι να ισορροπήσεις. Ας είμαστε, όμως, λίγο ψύχραιμοι.
Ως ηθοποιός, στέκεστε διαφορετικά απέναντι στο αρχαίο κείμενο σε σχέση με το σύγχρονο;
Όχι. Τα ίδια πράγματα προσπαθώ να συναντήσω πάντα, και είναι όλα προσωπικά. Αν δεν μπορώ να συναντήσω περιοχές της ψυχής μου που δεν έχουν φανερωθεί ξανά ή που έχουν φανερωθεί αλλά τώρα τις κοιτάζω με νέο βλέμμα, δεν έχω λόγο να παίξω. Δεν με ενδιαφέρει καθόλου το θέατρο αν δεν είναι προσωπικό. Γι’ αυτό το λόγο, δεν με πειράζει αν αρέσει ή όχι- το προσπαθώ, τουλάχιστον. Γιατί, στην πραγματικότητα, πειράζει τον φιλάρεσκο, αυτάρεσκο εαυτό μου, που παραμένει ανώριμος και 6 χρονών! Έχω και αυτή την πλευρά, φυσικά, αλλιώς δεν θα είχα γίνει ηθοποιός! Δεν γίνεσαι ηθοποιός αν δεν είσαι κάποιος που θέλει να τον χειροκροτούν. Όλοι οι καλλιτέχνες του θεάματος έχουμε την τρομερή ανάγκη να μας λένε “Είσαι ο καλύτερος, πάλι τα έκανες πολύ καλά, μπράβο σου γλυκό μου παιδάκι”. Την αναγνωρίζω αυτή την περιοχή του εαυτού μου, όμως δεν την εκτιμώ και προσπαθώ να με πηγαίνω προς την άλλη μεριά, εκεί όπου θεωρώ ότι αξίζει τον κόπο. Εκεί όπου δεν έχει σημασία να με επαινούν, αλλά να είμαι σε επαφή με τον εαυτό μου και να κάνω πράγματα που με εκφράζουν, είτε μου πουν “μπράβο” είτε όχι. Είναι μια προσπάθεια ενηλικίωσης. Ταυτόχρονα, δεν είμαι υποκριτής, να λέω, α, καλά, δεν με νοιάζει αν θα αρέσει. Με καίει και με κόφτει! Θέλω να αρέσει σε όλους, ακόμα και σε ανθρώπους που δεν εκτιμώ.
Πολύ ειλικρινές αυτό που λέτε. Κάποιος μού έμαθε κάποτε ότι “δεν έχει σημασία τι λένε για σένα, σημασία έχει ποιος το λέει”. Θα βοηθούσε αυτή η σκέψη;
Αλήθεια είναι. Εμένα δεν καταφέρνει να με λυτρώσει (γελάει), αλλά τη διαχειρίζομαι τη στενοχώρια μου. Τον ναρκισσισμό και την ανάγκη αποδοχής, αυτό το τρύπιο βαρέλι που λέει συνεχώς “πείτε μου μπράβο”, τα διαχειρίζομαι αδιάκοπα και ευσυνείδητα, σαν τον άρρωστο που θέλει διακαώς να φάει παγωτό, αλλά ξέρει ότι δεν πρέπει.
“Festen” (“Οικογενειακή γιορτή”, στην ελληνική μετάφραση). Κάποτε, η ταινία του Τόμας Βίντερμπεργκ σας είχε ταράξει. Τώρα ετοιμάζεστε να τη μεταφέρετε στη σκηνή του “Άλμα”, με τη Ναταλία Τσαλίκη, τον Γιώργο Ζιόβα, τον Προμηθέα Αλειφερόπουλο… Θα χρησιμοποιήσετε τον “χειροποίητο” ρεαλισμό της κινηματογραφικής σχολής “Δόγμα 95”;
Στον απόλυτο βαθμό. Αυτή η ταινία δεν μιλάει μόνο για την τραυματική ιστορία ενός ανθρώπου. Μιλάει για την έννοια της μαρτυρίας και για τους μάρτυρες. Το “Festen” είναι μια οικογενειακή γιορτή με τις πόρτες ορθάνοιχτες και πλήθος κόσμου -μόνο τότε βρίσκει ο άνθρωπος τη δύναμη να εκτεθεί. Κάτι, δηλαδή, που κάνουμε κι εμείς οι καλλιτέχνες. Χρειαζόμαστε μάρτυρες για να εκτεθούμε.
Θα φέρετε με κάποιον τρόπο το κοινό πιο κοντά στο έργο;
Με τον απόλυτο τρόπο. Το κοινό δεν θα δει μια παράσταση. Θα ζήσει μέσα σε αυτήν. Πώς θα γίνει αυτό; Έχω τη δομή οργανωμένη, την κατασκευή, όλο το κτίριο θα είναι οργανωμένο με βάση αυτό, όλα είναι φτιαγμένα ήδη. Γιατί θα συμβεί σε όλο το κτίριο του “Αλμα”, όχι στη σκηνή, και από εκεί και πέρα…βουτιά στο κενό! Είναι ένα πείραμα. Ξέρω ακριβώς τι θέλω να συμβεί και με ποιον τρόπο θα δουλέψω για να συμβεί. Αν, όμως, σας πω ότι ξέρω τι ακριβώς θα συμβεί, θα πω το μεγαλύτερο ψέμα του κόσμου.
Νομίζω ότι κάνετε αυτή τη δουλειά κυρίως για την ανακάλυψη, σωστά;
Ναι, ναι…Το θέμα είναι να καταλάβω κι εγώ ποιος είμαι. Αυτό είναι πιο ουσιαστικό από τα “μπράβο”. Γι’ αυτό και πολλά από τα πρότζεκτ που επιλέγω δεν είναι ακριβώς ασφαλή. Ήταν τεράστιο ρίσκο, ας πούμε, να πάρω ένα έργο για 7 πρόσωπα, τη “Μηχανή του Τούρινγκ”, και να το μετατρέψω σε μονόλογο. Όμως, μόνο έτσι καταλάβαινα τη μοναξιά του ήρωα. Το έργο είχε την αποδοχή που είχε, όμως δεν το ξέραμε από πριν. Οι φίλοι μου έλεγαν ότι θα καταστραφούμε!(γέλια).
Δυο λόγια για τον Παύλο από τις “Ψυχοκόρες”. Έναν χαρακτήρα πολύ ενδιαφέροντα, απρόβλεπτο, αλλά ενίοτε εκνευριστικό, γιατί και δείλιασε και πρόδωσε. Πώς αισθάνεστε γι’ αυτόν;
Εμένα αυτός ο άνθρωπος με συγκινεί, κυρίως επειδή είναι μικρούλης. Όπως είμαι κι εγώ. Δεν είναι ήρωας, καθόλου, όπως κι εγώ δεν είμαι καθόλου ήρωας. Δεν συμπεριφέρεται με τρόπο λογοτεχνικά εύκολο, δεν κάνει καμία μεγάλη πράξη. Όμως, σιγά σιγά, οι μικρές πράξεις του, που είναι γεμάτες δειλία, του επιτρέπουν να είναι ανθρώπινος. Είναι ένας άνθρωπος ο Παύλος. Ένας άνθρωπος. Τον οποίο σέβομαι πολύ και καταλαβαίνω ακόμα περισσότερο-γιατί μου θυμίζει πολύ τον εαυτό μου. Τη δική μου μικρότητα. Δεν είναι καθόλου κακός, εννοείται, δεν είναι όμως και τόσο καλός ώστε να χάσει πράγματα. Κάπως προσπαθεί να τα βολέψει ο καημένος, ανάμεσα σε αυτό που θα έπρεπε, σε αυτό που θέλει, σε αυτό που μπορεί…Είναι ένας από μας. Ή, τέλος πάντων, μου μοιάζει.
Ο μονόλογος που ετοιμάζετε με τη Στεφανία Γουλιώτη;
“Ο Εκλεκτός” συνδέεται με τον ξεχωριστό αλλά και με την εκλογή, με αυτόν που διαλέγουμε. Είναι ένα παιχνίδι ανάμεσα σε αυτόν που ξεχωρίζει από μας και σε αυτόν που επιλέγουμε να ξεχωρίσει από μας. Είναι κείμενο υπό κατασκευή, το φτιάχνουμε παρέα με τη Στεφανία, σχετίζεται με μια μεγάλη αγωνία, πάλι πολύ προσωπική, που έχει να κάνει με την ευθύνη και την ανάληψή της. Οι άνθρωποι κρυβόμαστε από την ευθύνη και άρα αναζητούμε ηγέτες που θα μας απαλλάξουν από αυτή την ευθύνη. Αυτοί μας το υπόσχονται αλλά, φυσικά, λένε ψέμματα. Σε όλα αυτά βασίζεται το παμπάλαιο πρόβλημα του λεγόμενου λαϊκισμού που, μαζί με τη δημαγωγία, είναι οι πιο διαδεδομένες “αρετές” της πολιτικής και χρησιμοποιούν την δική μας εσωτερική, πολύ μεγάλη ανάγκη να παραμείνουμε έφηβοι. Είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη και σε αυτό αναφέρεται το έργο.
Υπάρχει κάτι άλλο που προγραμματίζετε;
Μια παράσταση τον Δεκέμβριο, στο θέατρο “Ιλίσια”, με τη Μαρία Ναυπλιώτου και τον Δημήτρη Αλεξανδρή. Θα σκηνοθετήσω. Δεν θα παίξω στο θέατρο του χρόνου.
Πώς διαλέγετε τους ηθοποιούς σας;
Όταν ξεκινάω να μελετήσω ένα έργο για να το σκηνοθετήσω, με “επισκέπτονται” ενέργειες ανθρώπων. Και εκεί πάνω με “επισκέπτεται” και η εικόνα ενός ηθοποιού και καταλαβαίνω ότι με αυτόν θα πάω καλύτερα στη διαδρομή που πιστεύω ότι πρέπει να πάει ο ήρωας. Επίσης, πρέπει να μου αρέσει και ως άνθρωπος. Είναι βασικό για μένα να δουλεύω με ανθρώπους που μου αρέσουν.


