Quantcast
Guest Editor - Real.gr

Τα τελευταία χρόνια, η Ευρώπη βιώνει ένα ελπιδοφόρο μακροοικονομικό παράδοξο: οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου -Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία- εμφανίζουν ισχυρότερη οικονομική δυναμική σε σύγκριση με τις βόρειες οικονομίες -Γερμανία και Ολλανδία- ενώ η Γαλλία, εκτός από οικονομικά έχει και πολιτικά προβλήματα.

Αυτή η αντιστροφή τάσεων, που παρατηρείται μετά το 2021, οφείλεται σε συνδυασμό διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, αλλαγών στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και δημοσιονομικής στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ειδικότερα η χώρα μας, η οποία βρέθηκε στο χείλος της χρεοκοπίας με τα μεγαλύτερα δίδυμα ελλείμματα σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες του Νότου, παρουσιάζει αξιοζήλευτες μακροοικονομικές επιδόσεις.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2024 η Ελλάδα κατέγραψε αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,2%, η Πορτογαλία κατά 1,6% και η Ισπανία κατά 3,2% με θετικές προοπτικές για το 2025, όταν η Γερμανία εμφάνισε ύφεση -0,2%, ενώ η Ολλανδία κινήθηκε μόλις στο 0,9%. Η Ιταλία διατηρήθηκε στο 0,7%, ενώ η Γαλλία έφτασε στο 1,1%, με τον μέσο όρο της ευρωζώνης να είναι στο 0,8%.

Η διαφορά αυτή δεν φαίνεται να είναι συγκυριακή. Από το 2021 και μετά, οι χώρες του Νότου παρουσιάζουν σταθερή αύξηση επενδύσεων, εξαγωγών και τουρισμού, αξιοποιώντας ευρωπαϊκά κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης (Next Generation EU) για να εκσυγχρονίσουν τις υποδομές και να ενισχύσουν την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση. Παραμένουν ωστόσο ελλειμματικές στο επίπεδο της παραγωγικότητας και των εισοδημάτων και στη διάρθρωση της οικονομίας τους.

Οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου στην Πορτογαλία, στην Ισπανία και στην Ελλάδα αυξήθηκαν το 2024, έναντι ελαφράς μείωσης στη Γερμανία και στην Ολλανδία. Αυτή η διαφοροποίηση συνδέεται άμεσα με την ταχύτερη απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης στον ευρωπαϊκό Νότο. Ειδικότερα για την Ελλάδα, η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης είναι αποφασιστική δεδομένου ότι η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ βρίσκεται ακόμη στο 16% έναντι 20%-22% του μέσου όρου στην Ε.Ε. και χρειάζεται να καλυφθεί το κενό που δημιουργήθηκε στην περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης.

Το 2024 η ανεργία στην Ισπανία βρίσκεται στο 10,6% και έχει μειωθεί από το 15% το 2021. Στην Ελλάδα έπεσε στο 9,5% από το 17% το 2019, ενώ στην Πορτογαλία κυμαίνεται στο 6,4%. Αντίθετα, η Γερμανία εμφανίζει αύξηση ανεργίας στο 6,3%, με σημάδια επιβράδυνσης στη βιομηχανική απασχόληση. Η ιδιωτική κατανάλωση στον Νότο ενισχύθηκε σημαντικά χάρη στη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος και στη μείωση της ενεργειακής πίεσης μετά το 2022.

Παρά τις ανησυχίες για τον πληθωρισμό, οι χώρες του Νότου έχουν επιτύχει εξισορρόπηση. Το 2024 ο πληθωρισμός τους κινήθηκε στον μέσο όρο της ευρωζώνης, γύρω στο 2,5%. Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική εικόνα το 2024 έχει βελτιωθεί εντυπωσιακά: το ελληνικό έλλειμμα του Προϋπολογισμού περιορίστηκε στο 1,3% του ΑΕΠ, ενώ η Πορτογαλία και η Ισπανία κινούνται γύρω στο 2%-2,8%, τη στιγμή που η Γερμανία ξεπέρασε το 2,6% με τάση αύξησης, λόγω των δαπανών στήριξης της βιομηχανίας και της ενεργειακής μετάβασης. ενώ η Γαλλία βρίσκεται στο 5,8%.

Η Ιταλία, αν και παραμένει με υψηλό χρέος (137% του ΑΕΠ), το 2024 παρουσιάζει σταθεροποιητική τάση και επιστροφή επενδυτών στα ομόλογά της. Στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος μειώνεται σταθερά, από 200% το 2021 στο 154% περίπου του ΑΕΠ το 2024, με μεγάλη αποκλιμάκωση των επιτοκίων διεθνούς δανεισμού, που είναι χαμηλότερα και από αυτά της Γαλλίας, της οποίας το χρέος έφθασε στο 110% του ΑΕΠ. Αντίθετα, τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ισπανία ήταν 109% και στην Πορτογαλία 100%.

Η πρώτη εξήγηση του παράδοξου είναι η διαφορετική ενεργειακή εξάρτηση. Οι βόρειες οικονομίες -και κυρίως η Γερμανία- με ισχυρή βιομηχανική βάση εξαρτώνται περισσότερο από το φυσικό αέριο και τις βιομηχανικές εξαγωγές, που επλήγησαν από το ενεργειακό σοκ του 2022 και τη μείωση της ζήτησης κυρίως αυτοκινήτων από την Κίνα. Αντίθετα, οι χώρες του Νότου βασίζονται περισσότερο σε υπηρεσίες, τουρισμό και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τομείς που ανέκαμψαν ταχύτερα μετά την πανδημία.

Δεύτερον, οι μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν την προηγούμενη δεκαετία (Ελλάδα, Πορτογαλία και Ισπανία) βελτίωσαν τη διεθνή ανταγωνιστικότητα και μείωσαν το κόστος εργασίας. Παράλληλα, η αύξηση του κατώτατου μισθού στον ευρωπαϊκό Νότο ενίσχυσε την εσωτερική ζήτηση, χωρίς να πλήξει την απασχόληση.

Τρίτον, η πολιτική σταθερότητα σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ευνόησε την προσέλκυση ξένων επενδύσεων – ιδιαίτερα στους τομείς των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, των ακινήτων και των ψηφιακών υποδομών.

Η σημερινή εικόνα δεν σημαίνει ότι οι χώρες του Νότου έχουν ξεπεράσει οριστικά τις ανισορροπίες τους, αλλά δείχνει ότι η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση μπορεί πλέον να λειτουργήσει και προς όφελος των περιφερειακών οικονομιών. Βεβαίως, με την προϋπόθεση ότι στις χώρες αυτές θα συνεχιστούν η πολιτική σταθερότητα, η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση και η μεταρρυθμιστική διάθεση των κυβερνήσεών τους.

Προφανώς, κρίσιμης σημασίας ζήτημα είναι πόσο γρήγορα οι θετικές μακροοικονομικές επιδόσεις των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου διαχέονται στις κοινωνίες τους, βελτιώνοντας το επίπεδο της ευημερίας τους, το οποίο έχει πληγεί πολύ σοβαρά από την οικονομική κρίση, αλλά και από την πληθωριστική έξαρση που ακολούθησε μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ