Η μουσική του κινείται ανάμεσα στην κλασική και την τζαζ, με έντονα στοιχεία αυτοσχεδιασμού, και οι παραστάσεις του χαρακτηρίζονται από λυρισμό αλλά και δυναμική ενέργεια. Έπειτα από εμφανίσεις σε ιδιαίτερα σημαντικούς χώρους και φεστιβάλ, κι ενώ μετράει συνεργασίες με σπουδαίους τραγουδοποιούς, μουσικούς και τραγουδιστές (όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Νίκος Ξυδάκης, η Ελένη Βιτάλη, η Μαρία Φαραντούρη, ο Λαυρέντης Μαχαιρίτσας και ο David Lynch), ο συνθέτης και πιανίστας Στάθης Άνινος ετοιμάζεται για μια εμφάνιση που πηγάζει κατευθείαν από την καρδιά: την Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου στις 21.30, στο “Half Note Jazz Club” στο Μετς, θα παρουσιάσει, μαζί με τους Ραφαήλ Μελετέα και Ιάσονα Γουάστορ, το “For Armando with Love!”, μια μουσική αφιέρωση στο ηχητικό σύμπαν του εμβληματικού τζαζ δημιουργού Chick Corea. Οι τρεις τους, μέσα από ευφάνταστες ενορχηστρώσεις και συνεχείς εναλλαγές ανάμεσα στον ακουστικό, ηλεκτρικό και ηλεκτρονικό ήχο, θα πειραματιστούν με σεβασμό αλλά και δημιουργική τόλμη, προσεγγίζοντας τη μουσική του μυθικού Corea μέσα από το προσωπικό τους βλέμμα.

Τι σας τράβηξε στην κλασσική και τη τζάζ;
Η ομορφιά και των δύο. Ξεκίνησα πρώτα με την κλασσική μουσική, από 6,7 χρονών. Οι γονείς μου ήταν ερασιτέχνες μουσικοί. Ο πατέρας μου έπαιζε ακορντεόν και πιάνο και, εκτός από κλασσική, άκουγε και ρεμπέτικα. Γύρω στα 9 ξεκίνησα πιάνο. Στο Λύκειο γνώρισα την τζαζ μέσα από τον Αμερικανό συνθέτη και πιανίστα Chick Corea. Ήμουν μαζί με τον πατέρα μου στο “Metropolis”, το αξέχαστο εκείνο δισκάδικο στο κέντρο της Αθήνας, μου έφερε ένα CD του Corea, το “Spanish Heart”, και μου είπε: “Αν δεν τον ξέρεις πρέπει να τον μάθεις”. Μου το πήρε δώρο και όταν το άκουσα στο σπίτι ένιωσα μια έκρηξη μέσα μου.
Πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος ενός μουσικού και συνθέτη στην Ελλάδα, όταν ασχολείται με λιγότερο “εύπεπτα” είδη μουσικής;
Είναι μονόδρομος να ασχοληθείς με αυτό που αγαπάς. Η μουσική βιομηχανία εστιάζει περισσότερο στη διασκέδαση και την εκτόνωση παρά στην ψυχαγωγία και την εκπαίδευση. Αυτό συμβαίνει και σε χώρες που δεν το περιμένουμε, όπου παρατηρούμε ότι, ακόμα και στην κλασσική μουσική, προτιμούν εύπεπτα πράγματα, εμπορικά, ώστε να τραβήξουν τον κόσμο. Γι΄ αυτό και βλέπουμε κάποιους κλασσικούς πιανίστες ως σούπερ σταρ. Βγαίνουν με περίεργα ρούχα και φανταχτερά βιντεοκλίπ, με στόχο να πουλήσουν. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ταλέντο, όμως όλο αυτό δημιουργεί μια νεύρωση. Για μένα, η ενασχόληση με τη μουσική πρέπει να είναι ανάγκη σου, να μην μπορείς να κάνεις κάτι άλλο. Στη διαδρομή, αντιμετωπίζεις τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει κάθε επαγγελματίας, η δυσκολία έρχεται με φυσικό τρόπο αλλά δεν είναι ακατανίκητη. Αν κάνεις αυτό που αγαπάς, είσαι 100% ο εαυτός σου, άρα και πιο παραγωγικός.
Όταν συνθέτει κανείς, χρειάζεται να διαθέτει πειθαρχία, ώστε να διατηρήσει το φευγαλέο συναίσθημα που πυροδότησε τη γέννηση ενός κομματιού και να το μετατρέψει σε κάτι πιο στέρεο;
Δεν συνθέτω κάθε μέρα γιατί μου αρέσει να παίζω κιόλας. Αν , βέβαια, βάλουμε και τον αυτοσχεδιασμό μέσα, που συμβαίνει πάντα όταν παίζεις, είναι, τελικά, σαν να συνθέτω κάθε μέρα! Ως συνθέτης, στην αρχή σε οδηγεί ένα συναίσθημα, που μπορεί να είναι και ρευστό, και μετά μια συνολική αίσθηση. Η πειθαρχία έρχεται αργότερα. Τώρα, ας πούμε, γράφω μουσική για έναν σόλο δίσκο με πιάνο. Είναι αρκετά βιωματική, γιατί εμπνεύστηκα από κάποιες αναμνήσεις με τον γιο μου, όταν πηγαίναμε βόλτα σε δάση και λίμνες. Η μουσική για αυτές τις εικόνες που έζησα δεν βγήκε τότε αλλά τώρα, με αφορμή το πιάνο σόλο. Οι ήχοι ζυμώθηκαν και άρχισαν να αναδύονται ιδέες. Κάποιες τις ηχογραφώ, άλλες αποδεικνύονται υπερτιμημένες. Μετά μπαίνουν και τα τεχνικά ζητήματα, όπως για παράδειγμα τι φόρμα και σχήμα θα δώσεις σε αυτό που έχεις γράψει. Η σύνθεση είναι μια γέννα.
Πώς νιώθετε για τη σύνθεση για την οθόνη ή τη θεατρική σκηνή;
Έχω κάνει μουσική επένδυση σε δύο μικρού μήκους ταινίες. Τη δεύτερη την έκανα μαζί με τον Ραφαήλ Μελετέα, με τον οποίο θα παίξουμε τώρα στο “Half Note”. Στο θέατρο μπήκα με τον Διονύση Σαββόπουλο, στον “Πλούτο” του Αριστοφάνη, συνεργαζόμασταν από το 2013 έως το 2020. Είχε γράψει τη μουσική και σκηνοθετούσε κι εγώ μπήκα στον θίασο ως μουσικός. Το θέατρο σού δίνει ένα πολύ πιο ισχυρό πλαίσιο, γιατί υπάρχει ο λόγος, η δράση των ηθοποιών, ενώ η μουσική δεν έχει απαραίτητα πρωταγωνιστικό ρόλο.
Πρόσφατα διασκευάσατε Beatles και Ξυδάκη-Ρασούλη. Τα δύο singles, “Norwegian Wood” και “Μη φοβάσαι” κυκλοφόρησαν πρόσφατα από την Pkmusic, με τη φωνή της Κατερίνας Πολέμη. Τι κάνει μια διασκευή ενδιαφέρουσα πρόκληση για σας;
Θα ξεκινήσω με αυτό που την κάνει μη ενδιαφέρουσα: το να πάρω το κομμάτι αυτούσιο και να αλλάξω λίγο τον ρυθμό του, π.χ. να το κάνω σουίνγκ, που είναι πολύ συνηθισμένο και εύπεπτο, εξ ου και είναι “της μόδας”. Για μένα η διασκευή είναι πολυπαραγοντική. Πρέπει να μπεις και στη μουσική και στον στίχο και στην ενορχήστρωση. “Σκηνοθετείς” μουσικά κάποια σημεία των στίχων, παίζει ρόλο η φωνή που θα βάλεις να ερμηνεύσει, η επιλογή των μουσικών. Άλλες φορές, μπορεί να πάρεις μια αίσθηση του τραγουδιού και να τη μεγαλοποιήσεις.

Ορισμένες φορές, η διασκευή ηχεί πιο ωραία στα αυτιά μας από το πρωτότυπο. Ακούγεται ως ύβρις αυτό;
Δεν είναι ύβρις, νομίζω ότι οι δημιουργοί το θέλουν πολύ. Τους εξυπηρετεί να είναι καλύτερη η διασκευή. Ας πούμε, όταν οι μουσικοί έπαιζαν τραγούδια του Σαββόπουλου, προσέθεταν πράγματα. Κι εκείνος τους άφηνε, αρκεί να ένιωθε ότι δεν χανόταν η ατμόσφαιρα του τραγουδιού. Η πρώτη εκτέλεση, έτσι κι αλλιώς, δεν ξανασυμβαίνει. Κάθε φορά είναι διαφορετικά- καταρχάς, το τραγούδι το ερμηνεύουν άλλες φωνές. Σταδιακά, λοιπόν, οι διασκευές φέρνουν το τραγούδι στο σήμερα. Εν τέλει, το αποτέλεσμα έχει σημασία. Και, βέβαια, το προσωπικό γούστο του καθενός. Πάντως, δεν απαγορεύεται κάτι.
Δυο, τρεις καλλιτεχνικές στιγμές που θα θυμάστε για πάντα;
Σαφώς η πρώτη μου συναυλία στο πιάνο, όταν ήμουν περίπου 11 ετών. Δεν ξέρω πόση καλλιτεχνική αξία είχε, βέβαια (γελάει), αλλά ήταν η πρώτη μου επαφή με τη σκηνή και το κοινό. Η άλλη είναι με τον Σαββόπουλο στην Επίδαυρο. Επίσης, πολύ ιδιαίτερες στιγμές για μένα είναι τα πιάνο σόλο, όταν, δηλαδή, βρίσκομαι στη σκηνή μόνος με το πιάνο μου. Είναι μια ενδοσκοπική εμπειρία.
Πώς το εννοείτε;
Βυθίζομαι μέσα σε αυτό, και γι’ αυτό το κάνω. Είναι θέμα στόχων. Το κάνω για να δείξω πόσο καλά παίζω; Όχι. Για να βγάλω το άχτι μου; Όχι. Το κάνω επειδή θαύμαζα τον Keith Jarrett, ο οποίος, εκτός από ότι βυθιζόταν σε αυτό που έκανε, δημιουργούσε ταυτόχρονα μια ιεροτελεστία, μια μυσταγωγική εμπειρία, στην οποία μουσικός και κοινό γίνονταν ένα. Δεν είναι απλώς παίξιμο, είναι εμπειρία. Αυτό προσπαθώ, τουλάχιστον. Να τη βιώνω μαζί με τους ανθρώπους από κάτω.
Τι θα ακούσουμε στο “Half Note Jazz Club”, στις 11 Δεκεμβρίου;
Η παράσταση “For Armando with love!” είναι αφιερωμένη στον Chick Corea. Στο πρώτο μέρος θα είμαστε μαζί με τον Ραφαήλ Μελετέα, έναν νέο, πολύ χαρισματικό μουσικό. Θα ερμηνεύσουμε μια επιλογή από τα κομμάτια που ο Corea αφιέρωσε στην παιδική ψυχή- στην περιέργεια του παιδιού και στη δίψα του να παίξει και να ανακαλύψει. Θα είναι μια πολύ προσωπική προσέγγιση σε αυτή τη μουσική. Στο δεύτερο μέρος θα συμπράξει ο Ιάσονας Γουάστορ στα τύμπανα. Θα παρουσιάσουμε πιο ρυθμικά κομμάτια, με αναφορές και στο συγκρότημα του Corea “Return to Forever” της δεκαετίας του ΄70, ενώ θα έχουμε και ένα αφιέρωμα στο “Spanish Heart”, τον πρώτο δίσκο του που άκουσα.

Έχουμε ακόμα καλλιτέχνες μεγάλου εκτοπίσματος στη χώρα μας; Υπάρχουν αντίστοιχες προσωπικότητες για να αντικαταστήσουν τους μύθους που φεύγουν;
Το τραγούδι στην Ελλάδα έχει υπάρξει πάρα πολύ δυνατό, αν και η μουσική δεν είναι μόνο τραγούδι. Σήμερα, λοιπόν, το τραγούδι περνάει μία κρίση. Δεν υπάρχει ένα κίνημα. Κάποτε στο λαϊκό έγραφαν ο Αττίκ, ο Κωνσταντινίδης, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας. Μετά, ήρθε ο Σαββόπουλος, οι Κατσιμιχαίοι, ο Ορφέας Περίδης, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου… Υπήρχε μια παράδοση που συνεχιζόταν. Τώρα βρισκόμαστε σε ένα σημείο όπου η μουσική πάει καλά, υπάρχουν πάρα πολύ ωραίες ιδέες, ωραίοι σολίστες, ταλέντα στην κινηματογραφική σύνθεση, ωστόσο το τραγούδι δεν είναι πια στην αιχμή του δόρατος. Φεύγουν οι σπουδαίοι δημιουργοί και μένει ένα κενό. Αναρωτιέσαι, υπάρχει άραγε ο επόμενος “Μπάλος”; Ο επόμενος “Μεγάλος Ερωτικός”, της ίδιας φύσης και ποιότητας; Όχι. Πιστεύω ότι, προς το παρόν, βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο,
Ίσως γι΄ αυτό σοκαριστήκαμε τόσο με την απώλεια του Σαββόπουλου.
Κι εγώ σοκαρίστηκα. Το καλοκαίρι είχαμε μιλήσει. Του κάναμε ένα αφιέρωμα με την Κατερίνα Πολέμη στον Κήπο του Μεγάρου και ήταν να μας τιμήσει με την παρουσία του, αλλά δεν μπόρεσε για λόγους υγείας. Όταν έφυγε, έπαθα ένα τρελό φλας μπακ. Γιατί ο Διονύσης Σαββόπουλος μού έδωσε το αναγκαίο σπρώξιμο, την ώθηση να γίνω πιο εξωστρεφής και να πιστέψω περισσότερο στο τι μπορώ να κάνω. Ήταν πολύ γενναιόδωρος.
Κάποιο επόμενο πρότζεκτ; Ένα όνειρο;
Το επόμενο πρότζεκτ είναι η ηχογράφηση του πιάνο σόλο που σας ανέφερα. Επίσης, θα ξαναπαίξουμε στο “Half Note” στις 25 Φεβρουαρίου, στα γενέθλιά μου, με μια ομάδα μουσικών που υπεραγαπώ και θα παρουσιάσουμε μουσική μου από ένα πρότζεκτ που έχω γράψει για κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο τρίο, μεταξύ κλασσικής, αυτοσχεδιασμών και new jazz. Πρόκειται για συνθέσεις αφιερωμένες στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, με αναφορές στην αναμονή, στην χαρμολύπη… Το έργο είναι ολοκληρωμένο, το είχα γράψει στην καραντίνα και όνειρό μου είναι να καταφέρω να το ηχογραφήσω και αυτό.