Συναγερμό έχει προκαλέσει στην Ευρώπη και την Ελλάδα η εξάπλωση του επικίνδυνου μύκητα Candidozyma auris (C. auris), που καταγράφηκε για πρώτη φορά στη χώρα μας το 2019. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ανθεκτικό μικροοργανισμό, που απειλεί τους νοσηλευόμενους ασθενείς και κατατάσσεται πλέον ανάμεσα στις μεγαλύτερες προκλήσεις για τα συστήματα υγείας.
Στη 2η θέση κρουσμάτων στην Ευρώπη η Ελλάδα
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), την τελευταία δεκαετία (2013–2023) έχουν δηλωθεί περισσότερα από 4.000 περιστατικά λοίμωξης, εκ των οποίων τα 852 στην Ελλάδα. Μόνο το 2023 δηλώθηκαν 1.346 νέα κρούσματα σε 18 χώρες, με τη χώρα μας να βρίσκεται στη δεύτερη θέση πίσω από την Ισπανία. Η διασπορά θεωρείται πλέον ενδημική σε κράτη όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ρουμανία.
Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο
Ο μύκητας προσβάλλει κυρίως βαριά πάσχοντες ασθενείς, όπως νοσηλευόμενους σε ΜΕΘ, ασθενείς μετά από μεγάλες χειρουργικές επεμβάσεις ή όσους φέρουν επεμβατικές συσκευές (καθετήρες, τραχειοστομία). Οι λοιμώξεις αίματος που προκαλεί χαρακτηρίζονται από υψηλή θνητότητα, άνω του 50%, ενώ ακόμη και οι φορείς χωρίς συμπτώματα μπορούν να μεταδώσουν τον μύκητα στο νοσοκομειακό περιβάλλον.
Ο C. auris επιβιώνει για μεγάλο διάστημα σε επιφάνειες και ιατρικό εξοπλισμό, όπως θερμόμετρα και πιεσόμετρα, γεγονός που καθιστά την εξάλειψή του εξαιρετικά δύσκολη. Σε αντίθεση με άλλους μύκητες της οικογένειας Candida, παρουσιάζει αντοχή στα φάρμακα πρώτης γραμμής και εξαπλώνεται εύκολα ανάμεσα σε ασθενείς και χώρους νοσηλείας.
Τα «όπλα» για τον περιορισμό του μύκητα
Η διεθνής επιστημονική κοινότητα τονίζει ότι η υγιεινή των χεριών, η καθαριότητα των επιφανειών, η απολύμανση του εξοπλισμού και η ορθολογική χρήση των αντιβιοτικών αποτελούν τα βασικά όπλα για τον περιορισμό του φαινομένου. Παράλληλα, η έγκαιρη ανίχνευση και καταγραφή των περιστατικών κρίνεται κρίσιμη για την αποφυγή μαζικών επιδημιών.
Σημειώνεται πως σύμφωνα με τους ειδικούς, ο μύκητας δεν προσβάλλει υγιή άτομα και μέχρι σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να το κάνει. Ο κίνδυνος περιορίζεται σε ήδη επιβαρυμένους ασθενείς, όμως η ευρεία διασπορά του στα νοσοκομεία τον καθιστά σοβαρότατο υγειονομικό ζήτημα.