Σε αντίθεση με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, στο οποίο πηγαίνω σαν πιστός στρατιώτης του σινεμά από το 1995, είχα χρόνια να ανέβω στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ. Για κάποιον μεταφυσικό λόγο, όλο κάποια αναποδιά τύχαινε την τελευταία στιγμή και, ενώ όλα ήταν κανονισμένα, ακύρωνα- με πολλές ενοχές- το ταξίδι.
Φέτος, συνέβη αυτό που κανείς δεν θα διανοείτο να αποκαλέσει απλώς “αναποδιά”. Μια εκκωφαντική, αδιανόητη σύγκρουση αφαίρεσε δεκάδες ζωές, ανέδειξε τραγικές παθογένειες, μας βύθισε σε πανελλήνιο πένθος, σύγχυση, θυμό και ανασφάλεια, και έκλεψε για πάντα την αθωότητα των αναμνήσεών μας από τις αμέτρητες διαδρομές μας στις ράγες. Όλοι και όλα εκτροχιάστηκαν βίαια και το Φεστιβάλ δεν προσπάθησε καν να αποτινάξει από πάνω του την καταχνιά που το τύλιξε από εκείνη την απαίσια νύχτα που τραυμάτισε ανεπανόρθωτα τη φετινή άνοιξη.
Δεν είχα την παραμικρή διάθεση να ταξιδέψω. Δεν είχα όρεξη για καμία ταινία, κανένα βιβλίο, κανένα κείμενο, καμία παράσταση, καμιά μουσική. Για κάποιες μέρες, όλα μου φαίνονταν χωρίς νόημα-ποιος είπε, άραγε, ότι η τέχνη σώζει;
Αλλά πήγα. Για ανεξήγητους λόγους, μάλλον αυτο-τιμωρητικούς, επέλεξα την οδύσσεια του ταξιδιού με ΚΤΕΛ και, τελικώς, βρέθηκα στην καρδιά της χαμηλότονης, μελαγχολικής 25ης διοργάνωσης. Το συνηθισμένο κέφι είχε χαθεί κάτω από νοερά συντρίμμια και, πράγματι, η τέχνη δεν φαινόταν να είναι σε θέση να σώσει κανέναν. Κατάφερε, όμως, ως εκ θαύματος, να μας παρηγορήσει λίγο. Ίσως, επειδή η ταινία τεκμηρίωσης δεν στοχεύει να σε κάνει να ξεχαστείς, αλλά να σου παρουσιάσει τα πράγματα όπως είναι, έστω μέσα από την υποκειμενική ματιά του σκηνοθέτη. Προφανώς, η παγκόσμια άνοδος του ντοκιμαντέρ και η υποστήριξή του ακόμα και από τις πλατφόρμες, δεν είναι τυχαία. Το σύγχρονο κοινό, κυριευμένο από περιέργεια, γοητεύεται από την αλήθεια, την οποία, σε έναν κόσμο που μαστίζεται από παραπληροφόρηση, νιώθει να τη χρειάζεται περισσότερο από ποτέ, όσο ανησυχητική και επώδυνη κι αν είναι. Κάποιες φορές, η αλήθεια μιας ταινίας μάς προτρέπει σε δράση. Άλλες μας κατευνάζει, χάρη σε μια αχτίδα ελπίδας που δραπετεύει μέσα από τα πλάνα. Σπάνια μας αφήνει αδιάφορους.
Τι ξεχωρίσαμε
Πόσο αποκαλυπτικό, ευαίσθητο και ανθρώπινο ήταν το ντοκιμαντέρ “Τι δεν είμαι” της Τούντε Σκοβράν (Αργυρός Αλέξανδρος)… Μέσα από την περιπέτεια και τις μάχες των δύο ηρωίδων του, που ξεκίνησαν από τη γέννησή τους στη Νότια Αφρική, καταλάβαμε λίγο καλύτερα και επί της ουσίας τι σημαίνει intersex (διαφυλικό) άτομο. Δεν συγκινηθήκαμε απλώς, νιώσαμε πιο κοντά σε αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι είναι πολύ περισσότεροι από όσα νομίζαμε: 150 εκατομμύρια, όπως πληροφορούμαστε έκπληκτοι στους τίτλους τέλους.
Πόσο σημαντικό το βραβευμένο podcast του Ανδρέα Βάγια “Mute – Η σιωπηλή βία της μεσοτοιχίας”, για την έμφυλη βία. Ναι, φυσικά και γνωρίζαμε το θέμα, αλλά δεν είχαμε βιώσει το ρίγος που προκαλεί η αφήγηση των ίδιων των κακοποιημένων γυναικών και η απόγνωσή τους επειδή η κοινωνία κρατάει αποστάσεις, οχυρωμένη πίσω από το πανάρχαιο “τα εν οίκω μην εν δήμω”-πόσο παράταιρο σε μια εποχή που όλα τα “εν οίκω” αναδύονται ψυχαναγκαστικά (αν όχι ναρκισσιστικά) στις λαμπερές οθόνες των κινητών μας. Η ακρόαση του podcast, δε, από μια παρέα ανθρώπων καθισμένων σε τραπεζάκια, που δεν έκαναν ταυτόχρονα δουλειές ούτε χρησιμοποιούσαν το ηχητικό ντοκιμαντέρ σαν νανούρισμα, αλλά άκουγαν χωρίς να ξέρουν πώς ακριβώς να αντιδράσουν, ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία. Τείνει να καθιερωθεί, στο εξωτερικό τουλάχιστον, μας είπε ο δημιουργός του, και όταν μας ρώτησε πώς μας φάνηκε, παραδέχτηκα ότι, αρχικά ήταν αμήχανο, γιατί δεν ξέραμε πού να κοιτάξουμε, μέχρι που στο τέλος, απλώς κοιτάξαμε μέσα μας.
“Σήμερα η μόδα είναι η πιο ρυπογόνα βιομηχανία του πλανήτη”, μας διαβεβαίωσε η Μπέκι Χάτνερ, σκηνοθέτις του συναρπαστικού ντοκιμαντέρ “Η μόδα από την αρχή”, μέσα από το οποίο παρακολουθεί την αγωνιώδη προσπάθεια της σχεδιάστριας Έιμι Πάουνι, ανερχόμενου ταλέντου της λονδρέζικης σκηνής της μόδας, να δημιουργήσει μια αληθινά βιώσιμη σειρά ρούχων. Ποτέ δεν θα φανταζόμασταν πόσο απίθανα δύσκολο είναι αυτό. Ποτέ δεν θα πήγαινε το μυαλό μας ότι ο όρος “βιώσιμη μόδα”, που βλέπουμε τελευταία σε σειρές μεγάλων brands, δεν ανταποκρίνεται και τόσο συχνά στην πραγματικότητα. Ότι το “βιολογικό” ρούχο που αγοράσαμε πρόσφατα, ήσυχοι ότι επιτελούμε το καθήκον μας απέναντι στο περιβάλλον και τον άνθρωπο, έχει περάσει από 10 χώρες μέχρι να φτάσει στα χέρια μας, κρύβει πίσω του την ίδια παιδική εργασία, τα ίδια δηλητηριώδη φυτοφάρμακα, την ίδια κακοποίηση ζώων και επιφέρει ακριβώς την ίδια μόλυνση στον πλανήτη με τα πλαστικά ρούχα των fast fashion αλυσίδων.
Κι έπειτα, είναι και η ίδια μας η ύπαρξη, που καθρεφτίζεται γυμνή και ευάλωτη στην οθόνη, χέρι-χέρι με τον φόβο του γήρατος, της απώλειας και του θανάτου. “Το παρόν συνεχίζει να καταρρέει ανάμεσα σε ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια και σε ένα μέλλον που δεν γνωρίζουμε. Στο ενδιάμεσο, μπορείς να φυτέψεις κάποια πράγματα. Και να μετακινήσεις τις αλυσίδες”, μας λέει ο γνωστός ντοκιμαντερίστας Ραλφ Άρλικ στο πανέμορφο “Μου αρέσει εδώ” (βραβείο FIPRESCI), στο οποίο κινηματογραφεί με χιούμορ και ευαισθησία τους γείτονες, τους φίλους, την οικογένεια και τον ίδιο του τον εαυτό στην πορεία προς το αναπόφευκτο. Με άλλο τρόπο, στην ταινία “Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα” (Αργυρός Αλέξανδρος Δημήτρης Εϊπίδης, Βραβείο Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου), ο Χρήστος Ανδριανόπουλος σκιαγράφησε τρυφερά το απρόσμενο πορτρέτο των αταίριαστων παππούδων του, της Νότας και του Ηλία, που βάδισαν προς το τέλος με αξιοπρέπεια, αποκαλύπτοντας, όμως, ότι οι ζωές τους ήταν παράλληλες και όχι στ΄αλήθεια ενωμένες.
Ελπίδα, ζωή και φως ανάβλυσαν από την θαυμάσια, 4λεπτη ταινία “Αναγέννηση” της γνωστής φωτογράφου Ολυμπίας Κρασαγάκη, που αποφάσισε να απεικονίσει τη μάχη της με τον καρκίνο του μαστού με θετικότητα, αποδεικνύοντας ότι, με κάμερα η χωρίς, μπορεί κανείς να ανακαλύψει την ομορφιά, ακόμα και στις πιο σκοτεινές στιγμές.
Τα χαμόγελα πολλαπλασιάστηκαν μέσα από την “αυστηρώς ακατάλληλη” ιστορία μιας απίθανης, μοναδικής γυναίκας στη “Βασίλισσα της Νέας Υόρκης” (Βραβείο Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου). Χωρίς διάθεση να συνθέσει μια αγιογραφία, η σκηνοθέτις Βάλερυ Κοντάκου μας αφηγήθηκε την πολυτάραχη, συναρπαστική ζωή της Τσέλι Γουίλσον, από την Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι τα πορνοσινεμά της Times Square τη δεκαετία του '70. Η πανέξυπνη και πρωτοπόρα Ελληνοεβραία από τη Θεσσαλονίκη γλίτωσε από το Ολοκαύτωμα για να χτίσει τη δική της αυτοκρατορία πάθους, επαναπροσδιορίζοντας τι σημαίνει ελληνική οικογένεια, σεξουαλικότητα και Αμερικανικό Όνειρο. Περάσαμε απολαυστικά.
Ένα ακόμα αναπάντεχα συγκινητικό πορτραίτο είδαμε στον “Τελευταίο γλάρο” του Τόνισλαβ Χρίστοφ, με ήρωα ένα μεσήλικο “καμάκι” σε βουλγαρικό θέρετρο, που βλέπει ότι η μπογιά του έχει ξεθωριάσει στα μάτια των γυναικών που μέχρι τώρα τον συντηρούσαν, βρίσκεται απέναντι στις συνέπειες των επιλογών του και παλεύει να επανασυνδεθεί, έστω και αργά, με τον αποξενωμένο γιο του και να πάρει μέρος στη ζωή του μικρού εγγονού του.
Είδαμε και άλλα ενδιαφέροντα. Όπως το ντοκιμαντέρ «Με δύο βαλίτσες» του Κώστα Αυγέρη, όπου διάφοροι αφηγητές-χορευτές, σκηνοθέτες, μουσικοί, η ηθοποιός Βίκυ Βολιώτη κ.α.- μοιράζονται τα προσωπικά τους βιώματα από την σχέση τους με την ελληνογερμανική κουλτούρα. Ή ένα από τα 8 επεισόδια της σειράς “Σωσμένα” της Cosmote TV (βασικής χορηγού του Φεστιβάλ), σε σκηνοθεσία Λευτέρη Χαρίτου, στην οποία ο αρχαιολόγος Θοδωρής Παπακώστας φωτίζει την περιπέτεια της διάσωσης των αρχαίων ελληνικών κειμένων στο πέρασμα των αιώνων.
Φεύγω από τη Θεσσαλονίκη με τη βεβαιότητα ότι το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ πάλλεται στον ρυθμό της εποχής μας. Ότι, πέρα από ευγένεια, πάθος και δημιουργικότητα, οι άνθρωποί του διαθέτουν ενσυναίσθηση και τέλεια αντανακλαστικά. Και ότι, μέσα από τις ταινίες που επιλέγουν, δίνουν απαντήσεις σε ερωτήματα που καίνε- αλλά και σε άλλα, που δεν γνωρίζαμε καν ότι έπρεπε να θέσουμε.






