Μετά τη μεγάλη διαδρομή του στη σκηνή με τον σπουδαίο Θόδωρο Τερζόπουλο και το Θέατρο Άττις, μετά τον «Χαλεπά» που είδαμε στη Στέγη, την «Καρδιά του Σκύλου» που απολαύσαμε στο «Κιβωτός», τον τηλεοπτικό «Γιατρό» απέναντι στον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, ο γοητευτικός Αντώνης Μυριαγκός, μία από τις πιο ευγενικές προσωπικότητες στον καλλιτεχνικό μας χώρο, βρέθηκε μπροστά στη μεγαλύτερη πρόκληση της καριέρας του: έγινε ο Καποδίστριας στην πολυσυζητημένη ιστορική ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, η οποία πρόσφατα έκανε πρεμιέρα στη Νέα Υόρκη, παρουσία της υπουργού Λίνας Μενδώνη, και ετοιμάζεται για το ταξίδι της στις ελληνικές αίθουσες στις 25 Δεκεμβρίου, σε διανομή Tanweer.
H ταινία διαδραματίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και αναφέρεται στην αληθινή ιστορία του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, μετά την απελευθέρωσή της από τους Οθωμανούς. Ο Ιωάννης Καποδίστριας υπερασπίζεται με σθένος, καλοσύνη και αξιοπρέπεια την ελευθερία του κάθε ανθρώπου και δεν διστάζει να συγκρουστεί με τις δυνάμεις του κακού, θυσιάζοντας τον μεγάλο του έρωτα, τα πλούτη, τη διεθνή αναγνώριση -και, τελικά, τη ζωή του.
«Ο Καποδίστριας δεν πέθανε ξαφνικά από μια ξώφαλτση. Πήγαινε προς τα εκεί. Το ήξερε. Πόσο σπουδαίο να θυσιάζεις τη ζωή και την επίγεια απόλαυση για μια ιδέα», επισημαίνει ο Αντώνης Μυριαγκός, ειλικρινά συγκινημένος.

Η διαδρομή σου μέχρι σήμερα είναι βασικά θεατρική, αυτή την εποχή, μάλιστα, σε βλέπουμε και στον ρόλο του “Δράκουλα” στο θέατρο “Πόρτα”. Ήταν όνειρο για σένα το σινεμά;
Ποτέ δεν το είχα δει έτσι. Ούτε και το θέατρο ήταν όνειρο. Ξεκίνησα με σπουδές στην Καλών Τεχνών, με δασκάλους τον Δημοσθένη Κοκκινίδη και τον Δημήτρη Μυταρά, και πίστευα ότι αυτός θα ήταν ο δρόμος μου. Στο μεταξύ, βέβαια, δημιουργήθηκε και μια πρώτη σχέση με την υποκριτική, αφού στη δεκαετία του ΄90, όταν ήμουν φοιτητής, γνώρισα σημαντικούς ανθρώπους, όπως τον σκηνοθέτη Αλέξη Δαμιανό, ενώ συνεργάστηκα και με το Μέγαρο Μουσικής ως κομπάρσος. Εκεί συμμετείχα σε πολλές παραγωγές και μεταξύ άλλων προσωπικοτήτων γνώρισα και τον σκηνογράφο και ενδυματολόγο Δαμιανό Ζαρίφη, με τον οποίο κατά σύμπτωση συναντηθήκαμε και στον “Ελ Γκρέκο” του Σμαραγδή, όπου έκανα έναν μικρό ρόλο. Σε καμιά περίπτωση, όμως, δεν είχα σκεφτεί ότι θα ασχοληθώ με το θέατρο. Υπήρχε μια εξοικείωση μέσω της αδελφής μου της Καλλιρόης, παρακολουθούσα τα πρώτα της βήματα στην υποκριτική, αλλά πάντα κάπως… αφ’ υψηλού, του στιλ, ε, ως εικαστικός, ψιλοσνομπάρω και λίγο (γέλια).
Νιώθεις ακόμα εικαστικός;
Κάθε φορά που προσπαθώ να αποσαφηνίσω τι είναι αυτό που νιώθω, αδυνατώ. Δεν μπορώ να μου δώσω έναν σαφή προσδιορισμό.
Ως φοιτητής είχες ασχοληθεί και με τη μουσική. Ήσουν και λίγο άγριο νιάτο; Κάπου διάβασα για μια…συμμορία!
Αυτό ήταν νωρίτερα, στην εφηβεία, στα 14, 15. Τότε, στο Χαλάνδρι, προσδιοριζόμασταν ανάλογα με τα μουσικά μας ακούσματα. Υπήρχαν οι σκινάδες, οι νιου γουέιβ, τα πανκιά, οι φλώροι που πήγαιναν “Mercedes” και “Αυτοκίνηση”… Με την παρέα μου φλερτάραμε με το ροκ, το χέβι μέταλ, γίναμε ροκαμπιλάδες, αν και δεν πωρώθηκα ποτέ. Μετά γνωρίσαμε το “Faz”, το πρώτο κλαμπ στην Αθήνα που έβαλε λέιζερ, πήγαμε και στα Οινόφυτα, περάσαμε από όλο το ρέιβ κίνημα.
Τα παιδιά σου, ο Κωστής και η Δέσποινα, μπήκαν στην εφηβεία. Σκέφτεσαι ποτέ πώς θα διασκεδάζουν, σε σχέση με το πώς διασκέδαζες εσύ κάποτε;
Η αλήθεια είναι ότι όλοι έχουμε την τάση να εξωραΐζουμε το παρελθόν. Πάντως, όσον αφορά τη νυχτερινή ζωή, δεν ξέρω πραγματικά πώς διασκεδάζουν τα νέα παιδιά σήμερα. Εμείς στη δυναμική εποχή μας, στα νιάτα μας, βιώσαμε έναν κόσμο αναλογικό. Σήμερα, έχουμε φτάσει στο σημείο να έχουμε μεγαλύτερη αγωνία για το ψηφιακό μας προφίλ παρά για το φυσικό μας.

Ένας ηθοποιός αλλάζει συνεχώς προφίλ και ταυτότητες. Δεν του είναι πιο φυσικό να παίζει έναν ρόλο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ίσως ο ηθοποιός καταλαβαίνει καλύτερα πώς διαχειρίζεται κανείς τις δημόσιες σχέσεις. Αλλά αυτό το κλισέ, μην πιστεύεις τον ηθοποιό επειδή ξέρει να υποκρίνεται και είναι ψεύτης, δεν το δέχομαι. Σαφώς και έχεις μεγαλύτερη ευχέρεια να καταβυθίζεσαι στον ψυχισμό των ηρώων. Αυτό, μάλιστα, είναι το σημαντικότερο κέρδος σου, γιατί έχεις μεγαλύτερες πιθανότητες να διευθυνθεί η αντίληψή σου για το ποιος είσαι και για το ποιος είναι ο απέναντί σου. Πιστεύω, όμως, ότι όλοι μας μαθαίνουμε ασυνείδητα να παίζουμε ρόλους- του πατέρα, του εραστή, του συντρόφου, του δασκάλου, του υπεύθυνου πολίτη. Η ζωή είναι γεμάτη από ρόλους.
Τον Καποδίστρια πώς τον προσέγγισες;
Διάβασα αρκετά για τη διαδρομή και την προσωπικότητά του, αν και δεν υπάρχουν πολλά στοιχεία για την προσωπική του ζωή.
Θα έλεγες ότι είναι ένας μεγάλος άγνωστος;
Ναι, γιατί ενώ όλοι τον ξέρουμε, κανείς δεν τον γνωρίζει επί της ουσίας. Κατά μία έννοια, ο Καποδίστριας είναι το ανοιχτό μας τραύμα. Και μόνο η αναφορά του ονόματός του μπορεί να εγείρει μεγάλες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Εμένα, μεγαλώνοντας, πάντα με σημάδευε η αντιπαράθεση. Η σύγκρουση μεταξύ αριστερών και δεξιών, μεταξύ οικογενειών… Τον αλληλοσπαραγμό τον κουβαλάμε πολύ πιο πριν από τον Εμφύλιο, πριν από τον Β’ Παγκόσμιο, από την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης, ίσως και πιο πριν. Ο απλός πολίτης νιώθει μονίμως στο δέρμα του ότι έχει προδοθεί. Πάντα θα τρωγόμαστε, όπως μου έλεγε και ο πατέρας μου. Το είδαμε και πρόσφατα, στις μέρες των μνημονίων και του δημοψηφίσματος. Όχι ότι πριν από αυτά ήμασταν ψύχραιμοι. Οι Έλληνες ποτέ δεν υπήρξαν κουλ. Το παίζουμε κουλ, είμαστε πρώτοι σε αυτό. Εγώ, ως Αντώνης, καταλαβαίνω ότι δεν θέλω ταμπέλες. Δεν θέλω κανείς να με πει αριστερό, δεξιό, κεντρώο. Για να το ελαφρύνω, θα σε πάω στην τέχνη. Στο “Ταξίδι στα Κύθηρα” του Θόδωρου Αγγελόπουλου, όταν οι ήρωες που υποδύονται ο Μάνος Κατράκης και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, δυο παλιοί αντίπαλοι, ηλικιωμένοι πια, συναντιούνται ξανά. Αν με ρωτήσεις, τι διαλέγεις Αντώνη, τελικά; Διαλέγω αυτή τη σκηνή.

Τι σε δυσκόλεψε στην ταινία;
Το βάρος αυτής της προσωπικότητας και η συλλογική μνήμη που συσσωρεύεται γύρω από το πρόσωπό του. Είχα την τύχη να με εμπιστευθεί μια ολόκληρη παραγωγή να κουβαλήσω στην πλάτη μου αυτή την ιστορία και να τη μεταφέρω στους θεατές, να τους “συστήσω” τον Καποδίστρια. Κατά κάποιον τρόπο, παίζω τον ρόλο του ενδιάμεσου. Αυτό αυτομάτως ανεβάζει τον πήχη κι εκεί αναδύεται η αμφιβολία και το ερώτημα “Ποιος ήταν ο Καποδίστριας;” Η ταινία αυτή είναι, μάλλον, η μεγαλύτερη πρόκληση στη διαδρομή μου μέχρι τώρα.
Τι σκέφτεσαι για τον Γιάννη Σμαραγδή;
Ότι με επιμονή και με πίστη βάζει σε κίνηση μεγάλα έργα. Μεγάλα και ως παραγωγές, έργα τεχνικώς δύσκολα και μάλιστα σε μια χώρα χωρίς μεγάλες δυνατότητες. Ταυτόχρονα, θέλει να γνωρίσει ο κόσμος μια σημαντική, φωτεινή προσωπικότητα, όπως ο Καποδίστριας. Στην Ελλάδα δεν γίνονται συχνά κινηματογραφικές βιογραφίες, όμως ο Γιάννης αυτό το σινεμά κάνει. Ένα σινεμά πιο μεγάλης κλίμακας. Δεν ασχολείται με τις ιδιωτικές σχέσεις των ανθρώπων. Ασχολείται με τις μεγάλες ιδέες.

Πώς είναι ως σκηνοθέτης;
Μπαίνει στο πλατό με νεανική ενέργεια και πείσμα και, αν του μπει κάτι στο κεφάλι, δεν το βάζει κάτω! Στα γυρίσματα, ήταν ένα δυνατό δίδυμο με τον διευθυντή φωτογραφίας Άρη Σταύρου. Ένιωθα πολύ τυχερός, παρακολουθώντας αυτούς τους δύο έμπειρους, παθιασμένους ανθρώπους, που δεν το είχαν σε τίποτα να συγκρουστούν όταν ήθελαν και οι δύο να βγει η αλήθεια τους. Όταν το βλέπεις αυτό στο πλατό, δεν είναι ένα σπουδαίο μάθημα;
Ο Καποδίστριας θυσίασε την περιουσία του, τον έρωτα, τη ζωή του για την πατρίδα του. Σήμερα, που για πολλούς ακόμα και η έννοια της πατρίδας δεν έχει το νόημα που είχε κάποτε, μπορούν να βγουν τέτοιοι ηγέτες;
Ο Καποδίστριας ήταν ένας μεγάλος ειρηνοποιός. Πάλευε για την ελληνική ιδέα, για τον άνθρωπο, για τη συμβίωση μεταξύ των λαών. Βέβαια, εκείνη η εποχή διαπνεόταν από το πνεύμα του ρομαντισμού, της αυτοθυσίας και της αυταπάρνησης. Στο μυαλό μας έρχεται ο Λόρδος Μπάιρον, που πέθανε στο Μεσολόγγι, όμως πόσοι ακόμα άγνωστοι, ανώνυμοι, έδωσαν τότε την τελευταία τους πνοή για να υπερασπιστούν την ανεξαρτησία ενός λαού; Αναρωτιέται, βέβαια, κανείς, αν η εποχή γεννάει τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι την εποχή. Πραγματικά, δεν ξέρω. Σίγουρα τώρα, έτσι όπως κινούνται τα πράγματα παγκοσμίως, ούτε κατά διάνοια δεν μπορείς να σκεφτείς ότι υπάρχει χώρος για μια περίπτωση σαν του Καποδίστρια. Τον αλτρουισμό τον αντιμετωπίζουμε σαν κάτι γραφικό. Πρωταγωνιστεί ο θρίαμβος του ιδιώτη, του ατομικισμού. Είμαστε ημιμαθείς, ανακυκλώνουμε τσιτάτα των παλαιότερων. Βλέπουμε, επίσης, ότι κάποιοι στο όνομα της ελευθερίας των δικαιωμάτων, καταλήγουν να παραβιάζουν κάθε μέτρο και, τελικά, γίνονται αέναοι δικαιωματιστές. Διχάζομαι συχνά, δεν σου κρύβω. Πιάνω τον εαυτό μου να πέφτει σε τοίχο, να αντιφάσκει. Δεν προσπαθώ να γραπωθώ από κάτι, προσπαθώ να καταλάβω πού βρίσκομαι. Και διαπιστώνω ότι είμαστε ένα κράμα ιδεών, που η μία συγκρούεται με την άλλη. Τελικά, σκέφτομαι ότι η καλύτερη μίξη επιτυγχάνεται όταν αυτό που σε νοιάζει είναι να μην αδικήσεις τον άλλον, να μην τον βλάψεις. Αν επικρατήσει αυτό, πιστεύω ότι όλοι θα χωρέσουμε. Όλοι, κατά βάθος, βουρκώνουμε για τους ίδιους λόγους.
Είναι πιστή στην Ιστορία η ταινία;
Ο Σμαραγδής έκανε τον δικό του Καποδίστρια. Από όσα γνωρίζω, δεν θεωρώ ότι έχει ξεφύγει ιστορικά, όμως η ταινία δεν είναι ντοκιμαντέρ.
Στο θέατρο «Πόρτα» σε βλέπουμε ως «Δράκουλα» στην εικαστική, «άγρια» παράσταση που σκηνοθετεί ο Θάνος Παπακωνσταντίνου. Η αίσθηση είναι ροκ, υπάρχει ένταση, φώτα που αναβοσβήνουν, δυνατά ντεσιμπέλ. Από τον έναν κόμη στον άλλον!
Και ο Δράκουλας υπήρξε πρόσωπο πραγματικό, αν και η περσόνα με την οποία τον γνωρίζουμε είναι επινόηση του Μπραμ Στόκερ, στο φοβερό του μυθιστόρημα. Για μένα είναι σαν να βγαίνω στο φως με τον Καποδίστρια, ενώ με τον Δράκουλα πρέπει να βυθιστώ στο σκοτάδι.
Έχεις πει ότι ο ήρωας του Στόκερ λειτουργεί σαν καθρέφτης μας. Πώς το εννοείς;
Γιατί, άραγε, ο απέθαντος Δράκουλας, που ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο, ασκεί τόση μεγάλη γοητεία και έλξη, μέχρι και σήμερα; Μήπως γιατί εκεί κρύβεται μια βαθιά επιθυμία μας; Μήπως ο βαμπιρισμός ακουμπάει σε έναν μηχανισμό μας, πολύ βαθιά κρυμμένο, που συνδέεται με τον φόβο της φθοράς; Μήπως μέσα μας υπάρχει μια πολύ σκοτεινή πλευρά, που σε δεδομένες συνθήκες μπορεί να αναδυθεί στην επιφάνεια; Μήπως σε αυτόν τον φανταστικό ήρωα βλέπουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας;

Για την τηλεόραση πώς αισθάνεσαι;
Άρχισα πολύ δειλά, ήμουν και λίγο καχύποπτος επειδή ξεκίνησα μεγάλος. Ως ηθοποιός εργάζομαι από το 2003, τότε βρέθηκε ο Τερζόπουλος μπροστά μου, και ήμουν έντονα κουρδισμένος προς το θέατρο. Ένιωθα την ανάγκη να επιμείνω σε αυτή την κατεύθυνση. Δεν έβλεπα τον εαυτό μου ως μέρος του τηλεοπτικού τοπίου, οι γρήγοροι χρόνοι της τηλεόρασης δεν μου πήγαιναν και ήταν και κάπως άνυδρα τα τηλεοπτικά πράγματα τότε. Τα τελευταία χρόνια τα πράγματα άλλαξαν και άλλαξε και η διάθεσή μου απέναντι στα πράγματα. Το πρώτο μου σίριαλ ήταν το “Σχεδόν ενήλικες” της Κοντοβά. Δεν “περπάτησε” πολύ, αλλά ήταν μια πολύ καλή προσπάθεια. Μετά ήρθε ο “Γιατρός”.
Όπου όλοι σε έμαθαν ως τον μειλίχιο, ύπουλο αντίπαλο του Μαρκουλάκη! Πώς νιώθει ένας βασικά θεατρικός ηθοποιός, όταν γίνεται περισσότερο ορατός στο ευρύ κοινό;
Είμαι καλά με αυτό, δεν το φοβάμαι. Δεν το αποφεύγω και δεν το απέφευγα ποτέ. Ο λόγος που δεν έλεγα εύκολα “ναι” σε κάποια πράγματα, δεν ήταν ότι δεν ήθελα να γίνω γνωστός. Ήθελα, όμως, να γίνω γνωστός για τους σωστούς λόγους, να είναι για κάτι που το εγκρίνω εγώ, πρώτα από όλα. Δεν θα ήθελα να κάνω πράγματα λόγω της μόδας της εποχής. Αντιστέκομαι στην ιδέα του “έλα, κάνε το τώρα που γυρίζει, γιατί θα χάσεις το τρένο”. Ο λόγος που είπα “ναι” στον “Καποδίστρια”, που έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα απεύθυνσης από οτιδήποτε έχω κάνει μέχρι σήμερα, είναι καθαρά ο ίδιος ο ρόλος και η ευκαιρία να αφηγηθούμε την ιστορία αυτού του ανθρώπους και αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση. Όσο για την έκθεση; Πράγματι, ειδικά με τον “Γιατρό” γράφτηκαν σχόλια στο τουίτερ, κουτσομπολιά και τα λοιπά. Δεν είναι κάτι που με χαροποιεί, αλλά πρέπει κανείς να μαθαίνει να παίρνει αποστάσεις. Δεν είμαι αυτό. Ένας ρόλος είναι κι αυτός, και θέλει μια διαχείριση.
Η μία αδελφή σου Τόνια είναι ενδυματολόγος, η άλλη, η Καλλιρόη Μυριαγκού, είναι ηθοποιός, την οποία λάτρεψε το κοινό και στη σειρά «Κωνσταντίνου και Ελένης» παλαιότερα, αλλά και ως κυρία Καραντωνάκη στο «Άγιο Έρωτα». Μιλάτε μεταξύ σας για τη δουλειά σας;
Αλίμονο, φυσικά και κουβεντιάζουμε για τις δουλειές μας. Αλλά παίρνουμε και τις αποστάσεις μας από αυτό, μας απασχολούν και άλλα πράγματα. Έχουμε και έναν χώρο στο Χαλάνδρι, μαζί με την Καλιρρόη, όπου κάνουμε μαθήματα- και τον έχω έγνοια.
Ποια είναι η βασική αξία που θα ήθελες να περάσεις στα παιδιά σου;
Να αγαπήσουν τον εαυτό τους, για να μπορούν να αγκαλιάσουν και τον απέναντί τους. Δεν είναι ένα μότο, κάτι που κλείνεις σε δύο φράσεις και καθάρισες. Δεν πιστεύω ότι τα παιδιά μαθαίνουν μέσα από νουθεσίες και τσιτάτα. Μαθαίνουν περισσότερα όταν εσύ δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται, όταν είσαι βουβός, όταν έχεις γυρισμένη την πλάτη και σε παρατηρούν χωρίς να το ξέρεις. Γι΄ αυτό, ο λόγος σου πρέπει να είναι συνυφασμένος με την πράξη σου. Και, για να επιστρέψουμε στον Καποδίστρια, έχω την αίσθηση ότι αυτό το κατάφερε. Ήταν έτοιμος να θυσιαστεί και θυσιάστηκε. Για μια ιδέα. Μα τώρα, υπάρχει μεγαλύτερο πράγμα από αυτό;