Λίγο πριν την επίσημη, πρωτοχρονιάτικη έξοδο της νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου, «Poor Things» στις ελληνικές αίθουσες, σε διανομή Feelgood, η ταινία προβλήθηκε στις 26 και 27 Δεκεμβρίου, μονάχα για μια παράσταση τη φορά, σε 59 αίθουσες. Απολογισμός: σχεδόν sold out παντού, 17.000 θεατές.
Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί έκπληξη. Από τη στιγμή που το «Poor Things» έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Βενετίας, τον Σεπτέμβριο, ξέσπασε ενθουσιασμός. Έλληνες και ξένοι κριτικοί το εγκωμίασαν με θέρμη και ο αβίαστος χαρακτηρισμός «αριστούργημα» έγινε ο διάδρομος απογείωσης που το οδήγησε στο υψηλότερο σκαλί του φεστιβαλικού βάθρου. Τον Χρυσό Λέοντα ακολούθησαν, μεταξύ άλλων διακρίσεων, οι 7 υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα. Η ίδια η ταινία (στην κατηγορία Καλύτερη Κωμωδία ή Μιούζικαλ), ο σκηνοθέτης της, ο σεναριογράφος Τόνι ΜακΝαμάρα, η πρωταγωνίστρια Έμμα Στόουν, οι συμπρωταγωνιστές Γουίλεμ Νταφόου και Μαρκ Ράφαλο και η μουσική του Τζέρσκιν Φέντριξ , ακόμα και αν δεν νικήσουν τη βραδιά της απονομής των Σφαιρών, στις 7 Ιανουαρίου, έχουν ήδη τυλιχτεί για τα καλά στη λάμψη του χρυσού. Ταυτόχρονα, τα βλέμματα όλων είναι στραμμένα στην επίσημη ανακοίνωση των οσκαρικών υποψηφιοτήτων, η οποία έχει προγραμματιστεί για τις 23 Ιανουαρίου.
Μέχρι τότε, η Μπέλα Μπάξτερ, η ηρωίδα του «Poor Things», θα σαλπάρει για τις φαντασμαγορικές πόλεις που έπλασε η αστείρευτη φαντασία του Λάνθιμου, αναζητώντας μια θέση στον κόσμο και το δικαίωμά της στην ελευθερία. Μέσα από τις μεγάλες οθόνες του κόσμου θα σαγηνεύει (ή θα σοκάρει) το κοινό, και θα χαράζει το κινηματογραφικό της όνομα για πάντα στο νου τους.
Αναγέννηση
Κάθε ταινία του Έλληνα σκηνοθέτη, που θεωρείται δικαίως από τους πιο χαρισματικούς στον πλανήτη, είναι μια μικρή επανάσταση. Οι ανατροπές και οι απροσδόκητες αντιθέσεις είναι το σήμα κατατεθέν του. Είτε σου προσφέρει τον δωρικό «Κυνόδοντα» είτε την χλιδάτη «Ευνοούμενη», σου δίνει την αίσθηση ότι σου παρουσιάζει ένα ακριβό πουκάμισο γυρισμένο από την ανάποδη. Σου φανερώνει τις ραφές του κι εσύ διαπιστώνεις, για μία ακόμα φορά, πόσο καλοραμμένο είναι.
Στο «Poor Things», μια διαφορετική, θηλυκή εκδοχή της ιστορίας του Φρανκενστάιν μάς μεταφέρει στη βικτοριανή εποχή και μας συστήνει τη Μπέλα. Καλά προφυλαγμένη στο κάστρο του εκκεντρικού, κακοποιημένου και παραμορφωμένου καθηγητή και επιστήμονα Γκόντφρεντ (Γουίλεμ Νταφόου), η εκθαμβωτική νεαρή είναι το δημιούργημά του. Όταν την ανακάλυψε νεκρή, ο Γκόντφρεντ (εν συντομία «Γκοντ», που στα αγγλικά σημαίνει «Θεός») την ανέστησε, τοποθετώντας στο κεφάλι της το μυαλό ενός μωρού.
Στην αρχή, παρά το καλοσχηματισμένο, ενήλικο σώμα της, η Μπέλα κινείται άτσαλα, σκέφτεται αυθόρμητα και μιλάει σαν νήπιο. Είναι περίεργη, διεκδικεί με αφιλτράριστη αμεσότητα τη χαρά και δεν νοιάζεται για συνέπειες, κανόνες και ηθική. Καθώς μεγαλώνει γοργά, αρχίζει να ψηλαφίζει το σώμα και τη σεξουαλικότητά της και να γοητεύει κάθε άντρα που τυχαίνει στο διάβα της. Ένας από αυτούς, ο τυχοδιώκτης γυναικάς Ντάνκαν (Μαρκ Ράφαλο) θα της γνωρίσει τον κόσμο. Παρίσι, Αλεξάνδρεια και Λισαβόνα τυλίγονται σε ένα ονειρικό πέπλο και χαρίζουν στη Μπέλα την ευκαιρία να ζήσει ακόμα περισσότερες εμπειρίες, να νιώσει για πρώτη φορά συμπόνοια και να κερδίσει τα προς το ζην ως σεξεργάτρια. Κάποιοι ταράχτηκαν από τη σεξουαλικότητα της ηρωίδας, όμως σκοπός του Λάνθιμου δεν ήταν να σκανδαλίσει κανέναν, αλλά να αντιμετωπίσει τον ερωτισμό ως αβίαστη διαδικασία της φύσης και ως ανθρώπινο δικαίωμα.
Ιέρεια δύναμης
Παρελθόν και μέλλον. Ασπρόμαυρο και έγχρωμο. Γοτθικά αλλά και φουτουριστικά στοιχεία. Ομορφιά και ασχήμια. Λογική και συναίσθημα. Σκλαβιά και ελευθερία. Γέννηση και θάνατος. Νεότητα και γήρας. Κατάκτηση και απώλεια. Αρχή και τέλος. Επιστήμη και ένστικτο. Φύση και πολιτισμός.
Στο διασκεδαστικό, τολμηρό, απίθανο εικαστικά «Poor Things» όλες οι ιδέες και οι έννοιες εμφανίζονται, μέσα από ένα σουρεαλιστικό φίλτρο, σαν αντιστικτικές δυάδες, διατηρώντας τα εγκεφαλικά γρανάζια του θεατή σε διαρκή κίνηση. Πιο προφανές, το δίπολο άντρας-γυναίκα: με φόντο την πατριαρχική βικτοριανή κοινωνία, όλοι οι αρσενικοί χαρακτήρες της ταινίας, από τον πιο τρυφερό μέχρι τον πιο κακοποιητικό, χρησιμεύουν για να απογειώσουν τη Μπέλα. Ακόμα και οι χειρότερες πράξεις τους γλιστρούν πάνω από το δέρμα της όπως το νερό από το φτέρωμα της πάπιας, χωρίς να αφήνουν σημάδια. Η Μπέλα μεταμορφώνεται σε ιέρεια φυσικότητας, δύναμης και ενέργειας, αναγκάζοντας ακόμα και εκείνους που συνοφρυώθηκαν με την ταλαιπωρημένη βασίλισσα της «Ευνοούμενης», που διαρκώς εκλιπαρούσε για αποδοχή, να αναφωνήσουν με θαυμασμό ότι το «Poor Things» είναι η πιο φεμινιστική ταινία του Λάνθιμου.
Ωστόσο, όταν ζήτησε τα δικαιώματα του βιβλίου από τον Άλασντερ Γκρέι, το metoo ήταν ακόμα στα σπάργανα. Επίσης, δεν είναι η πρώτη φορά που ο Έλληνας σκηνοθέτης αναφέρεται σε πατριαρχική δομή («Ο θάνατος του ιερού ελαφιού»). Ούτε η Μπέλα είναι ο πρώτος γυναικείος χαρακτήρας του που αποφασίζει να δραπετεύσει: ήδη από τον «Κυνόδοντα» του 2009, εκείνη που τόλμησε το άλμα προς την ελευθερία ήταν γυναίκα. Κι όμως, το κοινό που λάτρεψε τη Μπέλα, είχε μουδιάσει όταν παρακολούθησε τον «Κυνόδοντα». Σε εκείνη την ταινία, η παράξενη γλώσσα των χαρακτήρων ξένισε πολλούς, ενώ το μωρουδίστικο συντακτικό της Μπέλα τους φαίνεται αξιολάτρευτο.
«Το “Poor Things” δεν θα μπορούσε να γυριστεί στην Ελλάδα, λόγω έλλειψης στούντιο και χρημάτων», μας εξήγησε ο Γιώργος Λάνθιμος στη συνέντευξη τύπου που μας παραχώρησε, λίγο πριν την επίσημη ελληνική πρεμιέρα της ταινίας στη Στέγη. Όμως, ούτε όταν γοητεύτηκε από το βιβλίο (αμέσως μόλις γύρισε τις «Άλπεις», το 2011) υπήρχε το κατάλληλο έδαφος. «Πριν 10, 12 χρόνια, μια τέτοια ιστορία θα φαινόταν πολύ παράξενη και όχι ενδιαφέρουσα για τον κόσμο του σινεμά», μας είπε. «Αλλά οι εποχές άλλαξαν. Επιπλέον, εγώ έκανα στο μεταξύ και ορισμένες ταινίες κάποιου μεγέθους στα αγγλικά». Σίγουρα, αυτό μέτρησε, όμως μέχρι να τις πραγματοποιήσει σκόνταψε σε πολλά «όχι». Ακόμα και ο δημοφιλής «Αστακός» χρειάστηκε χρόνια για να χρηματοδοτηθεί. «Το περίεργο είναι πως ακόμα και τώρα, που οι προϋπολογισμοί για τις ταινίες μου μεγαλώνουν, στο τέλος τα χρήματα δεν είναι ποτέ αρκετά!», παραδέχεται ο διακεκριμένος δημιουργός.
Ναι, έχει άγχος, τα μεγάλα στούντιο και τα υψηλά μπάτζετ τού προσθέτουν βάρος και ευθύνη, όμως εξακολουθεί να μην κάνει εκπτώσεις. «Η δημιουργική ελευθερία είναι απαραίτητη για μένα», μας τονίζει. «Δεν θα έκανα μια ταινία αν μου έλεγαν ότι δεν μπορώ να έχω το final cut. Ήδη έχω αρνηθεί πολλές φορές να το κάνω».
Ίσως δεν είναι η έντονα φεμινιστική χροιά που κάνει το «Poor Things» σημαντικό. Ίσως είναι το γεγονός ότι σήμερα, σε μια Δύση που γέρνει έντονα προς τον συντηρητισμό, ο Έλληνας σκηνοθέτης μάς υπενθυμίζει πως, μερικές φορές, «η καθωσπρέπει κοινωνία σκοτώνει την ψυχή». Ότι αθωώνει τον ερωτισμό, το ένστικτο και τη φύση και βγάζει, πιο αναιδώς από ποτέ, τη γλώσσα στους κοινωνικούς κανόνες και στον περίφημο πολιτισμό μας, στον οποίο προστρέχουμε για άλλοθι σε κάθε ευκαιρία. Όπως λέει ένας ήρωας, «Οι άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από το γεγονός ότι είμαστε όλοι άγρια κτήνη». Τουλάχιστον, όπως αναφέρεται σε άλλο σημείο της ευφυέστατης ταινίας, «μπορούμε να βελτιωθούμε».




