Μια καλοστημένη κομπίνα έστησε η εγκληματική οργάνωση που είχε βάλει στο μάτι τα χρήματα μιας ηλικιωμένης γυναίκας η οποία έφυγε από τη ζωή πριν από περίπου εννέα χρόνια. Ως δόλωμα χρησιμοποίησαν μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας με παρόμοιο σωματότυπο, εφοδιάζοντάς την με πλαστά έγγραφα και παρουσιάζοντάς την στην τράπεζα ως τη δικαιούχο του λογαριασμού αποκτώντας πρόσβαση στις καταθέσεις της αποθανούσας. Οι δύο από τους δράστες, σύμφωνα με την Αστυνομία, τη συνόδευαν στα τραπεζικά υποκαταστήματα μέχρι το γκισέ υποδυόμενοι τη βαφτιστήρα της και τον ανιψιό της.
Στόχος των μελών της εγκληματικής οργάνωσης ήταν να μεταφέρουν το σύνολο των χρημάτων που υπήρχαν στον συγκεκριμένο λογαριασμό, που ήταν 248.856 ευρώ, σε δικό τους. Σύμφωνα με την έρευνα των αστυνομικών του Τμήματος Προστασίας Ατομικής Περιουσίας της Υποδιεύθυνσης Δίωξης Οικονομικών Εγκλημάτων, το πρωί στις 14 Νοεμβρίου του 2024 τα τρία άτομα πήγαν σε τραπεζικό υποκατάστημα στην Κόρινθο.
Η «βαφτιστήρα» ζήτησε από τον υπάλληλο της τράπεζας την επικαιροποίηση των στοιχείων της ταυτότητάς της, το άνοιγμα νέου ατομικού λογαριασμού, την έκδοση χρεωστικής κάρτας και την πρόσβαση στις υπηρεσίες e-banking. Την ίδια στιγμή η ηλικιωμένη ζήτησε από την τράπεζα επιδεικνύοντας την πλαστή ταυτότητα και εκκαθαριστικό σημείωμα οικονομικού έτους 2023 με τα στοιχεία της αποθανούσας τη δημιουργία νέου λογαριασμού και τη μεταφορά του συνολικού ποσού στον νέο λογαριασμό, ενώ αιτήθηκε και έκδοση νέας χρεωστικής κάρτας.
Από τις καταθέσεις προκύπτει πως κατά τη διάρκεια που βρίσκονταν στο κατάστημα της τράπεζας με παρότρυνση των «συγγενών» της έκανε ανάληψη του ποσού των 10.000 ευρώ σε μετρητά, αλλά και τη μεταφορά των 10.000 ευρώ σε κάθε έναν από τους δύο λογαριασμούς που ανήκαν στα φερόμενα μέλη.
Αναλήψεις
Για να μη γίνουν εύκολα αντιληπτοί, το τρίτο μέλος της εγκληματικής οργάνωσης την ίδια ημέρα μετέφερε την ηλικιωμένη γυναίκα σε άλλο υποκατάστημα της ίδιας τράπεζας στο Κιάτο Κορινθίας κάνοντας νέα ανάληψη μετρητών συνολικού ποσού 10.000 ευρώ. Μέσα σε δύο ημέρες η εγκληματική οργάνωση προχώρησε συνολικά σε πέντε αναλήψεις μετρητών, όλες σε διαφορετικές περιοχές (Κόρινθος, Κιάτο, Ξυλόκαστρο, Μέγαρα, Ελευσίνα), αλλάζοντας διαρκώς τα άτομα που μετέφεραν την ηλικιωμένη και τα οχήματα με τα οποία κινούνταν, ενώ τις επόμενες ημέρες οι τραπεζικές συναλλαγές ήταν περιορισμένες.
Το κουβάρι της απάτης άρχισε να ξετυλίγεται από την παρατηρητικότητα ενός εκ των εργαζομένων στην τράπεζα όπου ανέφερε αλλοιώσεις στην ταυτότητα της γυναίκας. Απευθυνόμενη η τράπεζα στη Διεύθυνση Αστυνομίας Κορίνθου διαπιστώθηκε ότι η ταυτότητα που χρησιμοποιήθηκε για το άνοιγμα του λογαριασμού ήταν πλαστή, καθώς η αντίστοιχη είχε καταστραφεί στις 21 Σεπτεμβρίου του 2016, λόγω του θανάτου της δικαιούχου του λογαριασμού.
Από τη ληξιαρχική πράξη θανάτου διαπιστώθηκε ότι η γυναίκα είχε αποβιώσει στις 6 Απριλίου του 2016 στο Θριάσειο Νοσοκομείο από παθολογικά αίτια και δεν είχε συγγενείς. Η τράπεζα δέσμευσε τον νέο λογαριασμό όπως επίσης και τους άλλους δύο που ανήκαν στα φερόμενα μέλη της οργάνωσης που είχε μεταφέρει συνολικά 20.000 ευρώ.
«Μίλησαν» οι κάμερες
Οι αστυνομικοί, μέσω καταθέσεων και αξιοποίηση βιντεοληπτικού υλικού από τα υποκαταστήματα της τράπεζας, κατάφεραν και ταυτοποίησαν τους τρεις κατηγορουμένους που είχαν τον ρόλο του συνοδού, ενώ δεν κατάφεραν να εξακριβώσουν τα στοιχεία της ηλικιωμένης γυναίκας. Από την έρευνα προκύπτει πως ο ρόλος που είχε στην απάτη ήταν αυτή του «μπροστινού», καθώς από τις καταθέσεις των εργαζομένων προκύπτει πως η ίδια παρέμενε αμέτοχη καθ’ όλη τη διάρκεια που βρισκόταν στο εσωτερικό των υποκαταστημάτων.
Στην περίπτωση της Κορίνθου η 48χρονη «βαφτιστήρα» έδωσε την πλαστή ταυτότητα στο γκισέ, παρέλαβε το χρηματικό ποσό και ακολούθως το έδωσε στη γυναίκα και πήρε πίσω την ταυτότητα βάζοντάς την στην τσάντα της. Οπως αντίστοιχα έγινε και στα άλλα υποκαταστήματα όταν οι άλλοι δύο συλληφθέντες παρέδιδαν την πλαστή ταυτότητα στους υπαλλήλους και οι ίδιοι παρελάμβαναν τα χρηματικά ποσά των αναλήψεων. Με την έκδοση των ενταλμάτων σύλληψης οι τρεις κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν ενώπιον του εισαγγελέα, ενώ η ηλικιωμένη γυναίκα παραμένει άφαντη και αταυτοποίητη.