Ως ευκαιρία για επανεκκίνηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων μετά από τέσσερα δύσκολα χρόνια χαρακτήρισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης τη συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο Βίλνιους. Οπως είπε στη συνέντευξη που παραχώρησε στον ΣΚΑΪ, «το καλό κλίμα που υπήρχε στη συνάντησή μας ανταποκρίνεται και στο περιεχόμενο όσων συζητήσαμε».
Στην επανεκκίνηση αυτή η Ελλάδα βάζει πολλούς αστερίσκους, με πρώτο και σημαντικότερο η καλή διάθεση που προβάλλει επιδεικτικά η άλλη πλευρά να έχει συνέχεια, συνέπεια και διάρκεια. Οχι τυχαία η ελληνική πλευρά επέμεινε στην ταυτόσημη ανακοίνωση που συμφώνησαν το πρωθυπουργικό γραφείο και η τουρκική προεδρία να υπάρχουν ακριβώς αυτές οι λέξεις.
Πέρα από τη συνέπεια και τη διάρκεια του ήρεμου κλίματος, υπάρχουν και άλλοι αστερίσκοι που βάζει η ελληνική πλευρά για την επανέναρξη του διαλόγου. Θέματα κυριαρχίας και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, τα οποία επιμένει να φέρνει η Τουρκία στο τραπέζι, η Ελλάδα δεν πρόκειται να συζητήσει. Αυτό το έχει ξεκαθαρίσει ήδη προεκλογικά ο πρωθυπουργός. Αν η Τουρκία επιχειρήσει να τα επαναφέρει, η επανεκκίνηση θα είναι σύντομης διάρκειας.
Χωρίς λεπτομέρειες
Στη δήλωσή του, αλλά και στη συνέντευξη που παραχώρησε μετά το Βίλνιους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέφυγε να μπει σε λεπτομέρειες ως προς το τι συζητήθηκε στη συνάντηση και περιορίστηκε να δηλώσει ότι «εισέπραξε μια διαφορετική ατμόσφαιρα σε σχέση με τις προηγούμενες συναντήσεις». Κυβερνητικές πηγές περιέγραψαν στη Realnews ότι είδαν έναν άλλο, διαφορετικό Ερντογάν. Ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης πήγε ένα βήμα παραπέρα, λέγοντας ότι «επιβεβαιώθηκε η άποψή του ότι η Τουρκία φαίνεται να είναι έτοιμη για μια στροφή στην εξωτερική της πολιτική που δεν αφορά μόνο τις σχέσεις της Τουρκίας με την Ελλάδα, αλλά συνολικά τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ενωση, με το ΝΑΤΟ, με τις Ηνωμένες Πολιτείες». Στις διαβουλεύσεις των δύο πλευρών που προηγήθηκαν της συνάντησης αυτό δεν είχε γίνει τόσο σαφές. Αν αυτή η στάση του Ερντογάν θα έχει συνέπεια και διάρκεια, κάτι για το οποίο στην ελληνική κυβέρνηση έχουν δικαιολογημένα αμφιβολίες, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μια διαπραγμάτευση που πιθανόν να οδηγήσει σε συμφωνία για την από κοινού προσφυγή στη Χάγη.
Αν και φαίνεται πως το θέμα της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο εθίγη στη συνάντηση, ο Ελληνας πρωθυπουργός το χαρακτήρισε πρόωρο, λέγοντας ότι «ακόμα διερευνούμε το πλαίσιο του πολιτικού διαλόγου βάσει του οποίου μπορούμε να κινηθούμε ώστε να συζητήσουμε αυτά τα θέματα». Στη νέα μορφή αυτού του ελληνοτουρκικού πολιτικού διαλόγου, όπως αποφασίστηκε στη συνάντηση, θα εμπλακούν και οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας και αυτό, σύμφωνα με την ελληνική θέση, είναι μια διαδικασία που χρειάζεται χρόνο. Γι’ αυτό και ο πρωθυπουργός έκανε λόγο για την οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης που θα μειώσουν την εκατέρωθεν καχυποψία.
Στη συνάντηση που είχε με τους διαπιστευμένους δημοσιογράφους του ΥΠΕΞ, ο Γιώργος Γεραπετρίτης είπε πως έχει αναπτύξει μια σχέση αμοιβαίας κατανόησης με τον ομόλογό του Χακάν Φιντάν και ότι έχουν συμφωνήσει σε τακτικές συναντήσεις ανά τρίμηνο. Πηγές του υπουργείου εκτιμούν πως το πολιτικό πλαίσιο για να ξεκινήσει ο διάλογος θα έχει συμφωνηθεί ανάμεσα στις δύο πλευρές προτού συγκληθεί το Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας, όπου θα επισημοποιηθεί η λεγόμενη θετική ατζέντα στο επίπεδο της οικονομικής συνεργασίας και της συνεργασίας σε θέματα όπως είναι η πολιτική προστασία και το περιβάλλον. Η Αθήνα ποντάρει στη θετική ατζέντα για να διατηρηθεί το ήρεμο κλίμα. Ποντάρει όμως και στον δίαυλο επικοινωνίας που έχει ανοίξει ανάμεσα στους υπουργούς Αμυνας των δύο χωρών. Ηδη ο Νίκος Δένδιας και ο ομόλογός του Γιασάρ Γκιουλέρ έχουν κάνει μια πρώτη, άτυπη συζήτηση για την επέκταση των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης και έχουν συμφωνήσει να συναντηθούν για να συζητήσουν επίσημα για το θέμα και το χρονοδιάγραμμα.
Εντυπωσιακή αλλαγή
Με τη σύγκληση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας, που σύμφωνα με την κοινή ανακοίνωση θα γίνει το φθινόπωρο στη Θεσσαλονίκη, ο Ελληνας πρωθυπουργός και ο Τούρκος Πρόεδρος θα έχουν συναντηθεί τρεις φορές, μια στο Βίλνιους, μία στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ τον Σεπτέμβριο και μία στο Συμβούλιο. Αυτό είναι μια εντυπωσιακή αλλαγή σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, που υποχρεώνει την ελληνική κυβέρνηση να συνυπολογίζει στη στρατηγική της ότι είναι δυνατόν να δημιουργηθούν συνθήκες για συμφωνία αμοιβαίας προσφυγής στη Χάγη. Ο πρωθυπουργός φαίνεται να λαμβάνει αυτό το ενδεχόμενο σοβαρά υπ’ όψιν του, εξ ου και δήλωσε ότι «ο μεγάλος στόχος είναι να λύσουμε τον πυρήνα της διαφοράς», δηλαδή την οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο. «Υπάρχει δηλαδή μια μεγάλη ατζέντα, τολμηρή ατζέντα, την οποία είμαι διατεθειμένος να διερευνήσω», είπε χαρακτηριστικά.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης φρόντισε να προϊδεάσει το κόμμα του, την αντιπολίτευση και την κοινή γνώμη, ότι υπάρχει η πιθανότητα συμφωνίας με την Τουρκία για από κοινού προσφυγή στη Χάγη και ότι στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής η Ελλάδα μπορεί να κάνει και κάποιες παραχωρήσεις. Εξέφρασε την άποψη ότι είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας να «επιλύσει αυτή τη μεγάλη διαφορά με την Τουρκία», αν και παραδέχθηκε ότι «οιαδήποτε συμφωνία αυτού του τύπου μπορεί ενδεχομένως να συνεπάγεται και κάποιες υποχωρήσεις από κάποιες θέσεις οι οποίες μπορούν να αποτελούν την αφετηρία μιας διαπραγμάτευσης». Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι το σενάριο αυτό είναι μακριά ακόμα, υπογράμμισε πως η όποια λύση θα είναι με όρους συμβατούς στην υπεράσπιση των εθνικών συμφερόντων και προσέθεσε πως, αν ποτέ φτάναμε σε αυτό το σημείο, η Βουλή και τα κόμματα θα είχαν μείζονα ρόλο.
Τον τρόμαξε η ανταρσία της Wagner
Ενας αδύναμος Πούτιν θεωρείται για τον Ερντογάν μη αξιόπιστος εταίρος και ο Τούρκος Πρόεδρος δεν δίστασε να αλλάξει στάση απέναντι στη Ρωσία, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι θα διαρραγούν οι πολύπλοκες ρωσοτουρκικές σχέσεις
Σε ένα νέο πλαίσιο ακροβασιών, που έχει στο επίκεντρο μια νέα σχέση με τη Δύση, προχώρησε ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, κρατώντας αποστάσεις από τη Ρωσία και ανοίγοντας τον δρόμο για μια νέα περίοδο σχέσεων τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Ε.Ε. και τις ΗΠΑ.
Εκμεταλλευόμενος συγκυρίες, ευκαιρίες και εξελίξεις, ο Τούρκος Πρόεδρος παραμένει σε μια σαφώς «ανταλλαγματική» λογική, προσπαθώντας να εξασφαλίσει όλων των ειδών ανταλλάγματα από τη Δύση, κάτι που σε επικοινωνιακό επίπεδο αναμφισβήτητα πέτυχε, ενώ παραμένει να φανεί αν όλη αυτή η δυναμική που ξεκίνησε στο Βίλνιους και στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ θα του αποφέρει τα πλεονεκτήματα που ζητά. Στην Τουρκία θεωρούν ότι η στάση του Ερντογάν διαμορφώθηκε από τρεις βασικούς παράγοντες:
– Πρώτος και κυριότερος η οικονομία. Ο Ερντογάν δείχνει να κατάλαβε ότι η τουρκική οικονομία, προκειμένου να μπορέσει να βγει από τις συμπληγάδες του πληθωρισμού και της έλλειψης ξένων επενδυτών, έχει ανάγκη από μια λειτουργική σχέση με τη Δύση. Αυτός, άλλωστε, όπως εκτιμούν στην Τουρκία, ήταν και ο λόγος για τον οποίο την ύστατη στιγμή ο Τούρκος Πρόεδρος συνέδεσε την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ με την πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων. Κατάφερε να πάρει μια επικοινωνιακά ηχηρή αλλά ουσιαστικά ασαφή δήλωση εκ μέρους του προέδρου του Συμβουλίου της Ε.Ε. Σαρλ Μισέλ για γρήγορη αναζωογόνηση των ευρωτουρκικών σχέσεων, αλλά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας έχει «παγώσει» ουσιαστικά λόγω της άρνησης της Αγκυρας να κάνει τα απαραίτητα βήματα για να ανοίξουν νέα ενταξιακά κεφάλαια, κάτι που δεν φαίνεται ότι θα γίνει. Οι προϋποθέσεις για άνοιγμα νέων κεφαλαίων αφορούν το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τη διαφάνεια, αλλά και τις λεγόμενες κυπρογενείς υποχρεώσεις της Τουρκίας. Στις Βρυξέλλες εκτιμούν ότι η Αγκυρα θα δώσει μεγαλύτερο βάρος στην αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης, που αφορά άμεσα την οικονομία και -αν γίνει- θα δώσει σίγουρα τεράστια ώθηση στην τουρκική οικονομία. Και για το θέμα αυτό όμως υπάρχουν προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούν την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις Βρυξέλλες επικρατεί μια υποβόσκουσα αμηχανία, καθώς ενώ η Ε.Ε. είχε αποφασίσει να δώσει μια νέα δυναμική στις ευρωτουρκικές σχέσεις, με την περασμένη Σύνοδο Κορυφής να καλεί τον αρμόδιο για την εξωτερική πολιτική της Ε.Ε. Ζοσέπ Μπορέλ να συντάξει μια έκθεση με σκοπό μια επανεκκίνηση, οι εξελίξεις στο Βίλνιους ανέβασαν τους ρυθμούς χωρίς κανείς στην Ε.Ε. να γνωρίζει πώς να διαχειριστεί την «επίθεση φιλίας» του Ερντογάν. Ο φιλοκυβερνητικός Τύπος στην Τουρκία και φιλοκυβερνητικοί αναλυτές δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους για την ηγετική παρουσία, όπως σχολίαζαν, του Ερντογάν στο Βιλνιους και τις «νίκες» του όσον αφορά την Ε.Ε. και φυσικά τις ΗΠΑ και τα F-16. Ωστόσο, πιο ψύχραιμοι αναλυτές προειδοποιούν ότι η πορεία των ευρωτουρκικών σχέσεων δεν θα είναι καθόλου απλή, καθώς η Αγκυρα θα βρεθεί γρήγορα αντιμέτωπη με τις υποχρεώσεις της, κάτι που θα κινδυνεύσει να τορπιλίσει τις σχέσεις της με τις Βρυξέλλες και ενδεχομένως και με την Αθήνα.
– Ο δεύτερος λόγος της στροφής του Ερντογάν εκτιμάται ότι έχει να κάνει με την αντίληψη που διαμορφώνεται στην Αγκυρα για τον Βλαντιμίρ Πούτιν και τη Ρωσία. Η ανταρσία της Wagner θεωρήθηκε στην Αγκυρα ως ένδειξη μεγάλης αδυναμίας του Πούτιν. Ενας αδύναμος Πούτιν θεωρείται για τον Ερντογάν μη αξιόπιστος εταίρος και ο Τούρκος Πρόεδρος δεν δίστασε να αλλάξει στάση απέναντι στη Ρωσία, χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι θα διαρραγούν οι ρωσοτουρκικές σχέσεις, το πλέγμα των οποίων είναι ακόμα πολύπλοκο, καθώς η Τουρκία εξαρτάται από τη Ρωσία. Αλλά, όπως εκτιμούν αναλυτές στην Τουρκία, η σχέση Ερντογάν – Πούτιν δεν φαίνεται ότι θα είναι πια η ίδια.
– Ο τρίτος λόγος αφορά τις εσωτερικές δυναμικές του καθεστώτος Ερντογάν. Ο Τούρκος Πρόεδρος έχει πλαισιωθεί από μη πολιτικά πρόσωπα, όπως ο Χακάν Φιντάν, ο Ιμπραήμ Καλίν και ο Γιασάρ Γκιουλέρ, τα οποία εκπροσωπούν πλέον τον θεσμικό χαρακτήρα του κράτους. Τα πρόσωπα αυτά είναι πολύ διαφορετικά από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου ή τον Σουλεϊμάν Σοϊλού, που αποτέλεσαν από μόνοι τους πηγές έντασης, και ακολουθούν μια συστηματικά κρατική γραμμή με γνώμονα την επιβίωση και την ενίσχυση του κράτους και της Τουρκίας. Στην Τουρκία εκτιμάται ότι τόσο ο Φιντάν όσο και ο Καλίν διαδραμάτισαν σημαντικό, ίσως και καταλυτικό ρόλο στη στροφή του Ερντογάν, καθώς θεώρησαν ότι για την επιβίωση του κράτους και τη συνέχιση του οράματος περί «τουρκικού αιώνα» η Αγκυρα έχει ανάγκη από λειτουργικές σχέσεις με τη Δύση. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στον Βόσπορο, πριν από ενάμιση σχεδόν χρόνο, στη συνάντηση τους στο Βίλνιους ήταν παρόντες και ο Φιντάν και ο Καλίν.
Τα παζάρια και η αιφνιδιαστική στροφή προς τη Δύση
Πώς αποτιμούν στις ΗΠΑ τους ελιγμούς Ερντογάν στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Οι επιφυλάξεις για την επόμενη ημέρα
Ως μια κίνηση για επαναπροσδιορισμό (reset) των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας εκτιμούν στην Ουάσιγκτον την αλλαγή στάσης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ερμηνεύοντας το «ναι» του Τούρκου Προέδρου για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ ως πιθανή απόφασή του να απομακρυνθεί από τη Ρωσία και να αναθερμάνει τις σχέσεις του με τη Δύση. Με μια ασταθή Ρωσία στην πόρτα του και μια προβληματική οικονομία στο εσωτερικό, ο Ερντογάν θέλει να αποφύγει μια πιθανή ευρύτερη κρίση με τη Δύση, καθώς η χώρα του διέρχεται τη χειρότερη οικονομική αναταραχή εδώ και δεκαετίες. Ο βασικός στόχος του ήταν ξεκάθαρος εδώ και καιρό: να συνδέσει τις φιλοδοξίες της Τουρκίας στην Ε.Ε. και της Σουηδίας για το ΝΑΤΟ, προκειμένου να αποκτήσει την υποστήριξη που ήθελε σχετικά με την τελωνειακή σύνδεση και τα ταξίδια χωρίς βίζα. Χρειαζόταν τις ΗΠΑ για να του πουλήσουν τα F-16. Ομως, πολλοί νομοθέτες στο Κογκρέσο υποστηρίζουν ότι η Τουρκία έχει υπάρξει «άπιστος σύμμαχος» και εκφράζουν την ανησυχία τους για την οπισθοδρόμηση της χώρας σε θέματα δημοκρατίας και για την απειλητική της ρητορική έναντι των γειτόνων της, στους οποίους περιλαμβάνεται η Ελλάδα.
Ο Λευκός Οίκος φέρεται ότι έπεισε τους ηγέτες του Κογκρέσου -και ειδικότερα τον Μπομπ Μενέντεζ- ότι είναι καλύτερο να κρατηθεί η Τουρκία εντός του ΝΑΤΟ, προχωρώντας στην προμήθεια των F-16, τα οποία μπορεί να μη δοθούν αμέσως, αλλά είναι πιθανό να υπάρχουν ισχυρές διαβεβαιώσεις ότι τελικά θα παραδοθούν. Επίσης, ο Eρντογάν εξασφάλισε και κάποιες παραχωρήσεις από την Ευρώπη. Ως μέρος της συμφωνίας, η Σουηδία συγκατέθεσε να υποστηρίξει την επέκταση της τελωνειακής σύνδεσης της Τουρκίας με την Ε.Ε. Με την Ουάσιγκτον να ασκεί πιέσεις παρασκηνιακά, γίνεται αντιληπτό ότι και άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ήταν ανοιχτά σε διαπραγματεύσεις.
Το συμπέρασμα είναι ότι έχει ανοίξει ένα παράθυρο ευκαιρίας για την αναστροφή του αρνητικού κλίματος που υπήρχε με την Τουρκία. Ο Eρντογάν παρουσιάστηκε ως ένας κρίσιμης σημασίας εταίρος για τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, δείχνοντας αλληλεγγύη για την Ουκρανία. Υπέγραψε νέες συμφωνίες για την άμυνα και την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας, επιτρέποντας τον επαναπατρισμό αρκετών Ουκρανών στρατιωτικών διοικητών που κρατούνταν στην Κωνσταντινούπολη ως μέρος της συμφωνίας ανταλλαγής κρατουμένων με τη Ρωσία, κάτι που προκάλεσε την οργή του Κρεμλίνου.
Ο Τούρκος Πρόεδρος γνωρίζει ότι οι ατελείωτες γεωπολιτικές ακροβασίες του τον έχουν απομακρύνει από την Ευρώπη, η οποία είναι η μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά της Τουρκίας. Δεν έκανε όμως καλή εκτίμηση για το πόσο ενωμένο θα είναι το ΝΑΤΟ έναντι της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία και κατά πόσο κάτι τέτοιο έχει προκαλέσει την αντίδραση της Ευρώπης. Τελικά, όμως, είναι πραγματιστής. Ο Ερντογάν κοιτάζει προς τη Δύση και ένας από τους βασικούς λόγους είναι η τουρκική οικονομία. Η αλλαγή στάσης και ο επιδέξιος πολιτικός ελιγμός του έγιναν δεκτά με ανακούφιση σε όλη τη Συμμαχία, σηματοδοτώντας την τελευταία από μια σειρά αποφάσεων που «αποκλιμάκωσαν» τις εντάσεις μεταξύ Αγκυρας και Δύσης. Ωστόσο, υπάρχει έντονος σκεπτικισμός σχετικά με το εάν ο Ερντογάν το βλέπει αυτό ως μέρος μιας ευρύτερης αλλαγής εξωτερικής πολιτικής ή απλώς ως μια πολιτική συναλλαγή προς το άμεσο συμφέρον της Αγκυρας.
Η Τουρκία, με την αλλαγή ρητορικής, προσπαθεί απεγνωσμένα να προσελκύσει ξένους επενδυτές που είχαν φύγει κατά τη διάρκεια της πολυετούς οικονομικής κρίσης.
Το έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Τουρκίας έφτασε τα 37,7 δισ. δολάρια τους πρώτους πέντε μήνες του 2023, καταγράφοντας αρνητικό ρεκόρ. Μολονότι η Ρωσία και οι Χώρες του Κόλπου έχουν παράσχει οικονομική υποστήριξη τα τελευταία χρόνια, η νέα οικονομική ομάδα του Ερντογάν ελπίζει επίσης να εξασφαλίσει επενδύσεις από τις ΗΠΑ και την Ευρώπη. «Η εξωτερική πολιτική επηρεάζεται άμεσα από τις οικονομικές σχέσεις. Ετσι, αν η Δύση και η Τουρκία μπορέσουν να ανοίξουν μια νέα σελίδα, η οικονομία θα είναι το νούμερο ένα θέμα», είπε στο CNN ο Mουράτ Γιεσιλτάς, διευθυντής της εξωτερικής πολιτικής του Seta, μιας τουρκικής δεξαμενής σκέψης, προσθέτοντας ότι «ο Τούρκος Πρόεδρος αναβαθμίζει την εξωτερική του πολιτική μετά τη νίκη του στις εκλογές».
Στη Σύνοδο Κορυφής στο Βίλνιους, o Eρντογάν (o οποίος, μέχρι την προηγούμενη Τρίτη, ήταν γνωστός και ως «Μr No») χειροκροτήθηκε ως ο πολιτικός άνδρας που μπορεί να χρησιμοποιήσει το momentum για να δει ποιες άλλες συμφωνίες μπορεί να κάνει. Η συμφωνία με τη Σουηδία, δυνητικά, ενέχει την πιθανότητα η Τουρκία να ευθυγραμμιστεί περαιτέρω στο θέμα της Ουκρανίας και να αντιτεθεί στη Ρωσία και στη Συρία. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, ο Αμερικανός Πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα πρέπει να αισθάνεται δικαιολογημένα υπερήφανος που το πέτυχε, την ώρα που ο Ερντογάν φημολογείται ότι θα λάβει πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο, ενώ ο ίδιος διάβαζε, επιστρέφοντας στη χώρα του, στα άρθρα γνώμης της εφημερίδας «Washington Post» ότι «μπορεί κανείς να θεωρεί τις πολιτικές του Τούρκου Προέδρου ανερμάτιστες, όμως ακολουθούν μια λογική:
Οπου βλέπει τη δυνατότητα άσκησης πίεσης, τη χρησιμοποιεί. Είτε μέχρι να πάρει κάτι είτε για όσο διάστημα αυτό ταιριάζει στη ρητορική του». Αν και οι δύο, η Δύση και η Τουρκία, παίξουν σωστά τα χαρτιά τους, ένας ευρύτερος επαναπροσδιορισμός μπορεί να βρίσκεται στο προσκήνιο.
Ωστόσο, αυτό το «reset» των σχέσεων ΗΠΑ – Τουρκίας δεν το αντιλαμβάνονται ως κάτι θετικό έγκυροι αναλυτές στην αμερικανική πρωτεύουσα. Ο Μάικλ Ρούμπιν, σε άρθρο του στο Αmerican Enterprise Institute, χαρακτηρίζει «καταστροφή εν εξελίξει» τη συναλλαγή των ΗΠΑ – Ε.Ε. με την Τουρκία για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, τονίζοντας ότι η Συμμαχία δημιούργησε ένα προηγούμενο και στις μελλοντικές σημαντικές της αποφάσεις θα είναι πάντα ευάλωτη στον τουρκικό εκβιασμό. «Οι ηγέτες του ΝΑΤΟ μπορεί να αλληλοσυγχαίρονται στο Βίλνιους, αλλά σύντομα θα μετανιώσουν για την ημέρα αυτή. Το να ανοίξει οποιοσδήποτε δρόμος για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και για την αλλαγή της πολιτικής της κουλτούρας δημιουργεί ένα προηγούμενο κατευνασμού, αλλά και μια ενδυνάμωση ενός βαθιά αντιευρωπαϊκού καθεστώτος για το οποίο η Ευρώπη, το ΝΑΤΟ και οι ΗΠΑ θα πληρώσουν πολύ υψηλότερο τίμημα από αυτό που φαντάζονται», καταλήγει ο αναλυτής.