Quantcast
«Γιατί’ ναι μαύρα τα βουνά ‘25»: ο ήχος της καρδιάς - Real.gr

«Γιατί’ ναι μαύρα τα βουνά ‘25»: ο ήχος της καρδιάς

Το Real.gr ταξίδεψε στην παραμυθένια Κόνιτσα και συντονίστηκε με τον ρυθμό, τις μελωδίες και την εκπληκτική ενέργεια του μυσταγωγικού φεστιβάλ της Στέγης και του Κρίστοφερ Κινγκ, όπου πρωταγωνιστεί η μουσική των Βαλκανίων

Από την Κόνιτσα και το τριήμερο φεστιβάλ της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του Κρίστοφερ Κινγκ «Γιατί’ ναι μαύρα τα βουνά» δεν επιστρέφεις ποτέ ξεκούραστος. Επιστρέφεις , όμως, γεμάτος από εικόνες και ήχους που θα σε συνοδεύουν για καιρό-ίσως και για πάντα.

Πολλές πολύτιμες στιγμές συνθέτουν το παζλ μιας γιορτής που, παρόλο που διαθέτει άψογο προγραμματισμό και λεπτομερή οργάνωση, σε αφήνει με την ανακουφιστική αίσθηση ότι όλα ρέουν αυθόρμητα και πηγαία, σαν τα δροσερά νερά του Αώου.

Η τρίτη χρονιά του «Γιατί ’ναι μαύρα τα βουνά ΄25: Οι μουσικές κουλτούρες των Νότιων Βαλκανίων» είχε ως θέμα τις αναπάντεχες επιρροές στις οικονομίες της λαϊκής μουσικής στην Ελλάδα, τα νότια Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη.

Μερικές από τις πάμπολλες εικόνες και εμπειρίες που συλλέξαμε αχόρταγα στο «Γιατί ΄ναι μαύρα τα βουνά ΄25»:

  • Η δωρική φιγούρα του Κρίστοφερ Κινγκ, στα ψηλά χαλάσματα του ατμοσφαιρικού Σπιτιού της Χάμκως, του αρχαιολογικού χώρου που φιλοξένησε τα δύο πρώτα βράδια του φεστιβάλ. Περικυκλωμένος από βουνά, καθισμένος απέναντι από το ηλιοβασίλεμα και το καινούριο φεγγάρι, ο βραβευμένος με Γκράμι Αμερικανός μουσικός παραγωγός, ο οικοδεσπότης της γιορτής, μάς ταξίδεψε στον χρόνο μέσα από τα συλλεκτικά, νοσταλγικά, πολύτιμα 78αρια του, ενώ η βαθιά, βραχνή φωνή του μάς σύστηνε τους καλλιτέχνες που θα ακούγαμε μετά.
  • Ο κόσμος. Πάνω σε λευκά καρεκλάκια, στα πέτρινα ερείπια ή ακόμα και στο έδαφος, όπου απλώθηκαν πρόχειρα ψάθες, μαντίλια και πανωφόρια για να φιλοξενήσουν το πολύχρωμο πλήθος, θεατές κάθε ηλικίας περίμεναν τη μουσική να πλημμυρίσει τον αέρα, να εισχωρήσει τρυφερά ή ορμητικά εντός τους και να τους σπρώξει, σαν μαγικό, αόρατο χέρι, στο χορό. Αλήθεια, δεν υπάρχει πιο ωραίο, πιο συγκινητικό θέαμα από (συχνά άγνωστους μεταξύ τους) ανθρώπους οι οποίοι, καθώς νυχτώνει, πλησιάζουν ο ένας τον άλλον, διστακτικά στην αρχή, με ταχύτητα αστραπής στη συνέχεια, πιάνονται χέρι-χέρι και σχηματίζουν ομάδες, κύκλους και τετράγωνα, για να ακολουθήσουν τον ρυθμό. Στο “Γιατί ΄ναι μαύρα τα βουνά” όλοι, ανεξάρτητα από το φύλο, την καταγωγή, τα χρόνια που μετρούν στον πλανήτη ή τα πιστεύω τους, γίνονται μέλη της ίδιας, τεράστιας, χαρούμενης παρέας.
  • Οι νέοι. Ειδική αναφορά σε αυτούς, γιατί αποτελούν την κεφάτη πλειοψηφία στη γιορτή, γιατί συμμετέχουν στα πάντα με αστείρευτη όρεξη, γιατί ακόμα και αν δεν γνωρίζουν τα βήματα του πεντοζάλη ή του βουλγάρικου χορού τα φαντάζονται και αυτοσχεδιάζουν, γιατί αποδεικνύουν περίτρανα τον σεβασμό και το πάθος τους για την παράδοση που εμείς οι παλαιότεροι, όταν ήμασταν στην ηλικία τους, συχνά προσπερνούσαμε. Τώρα, βέβαια, τραγουδάμε και χορεύουμε μαζί τους -ποτέ δεν είναι αργά ούτε για γνώση, ούτε για γνήσια χαρά.
  • Η διονυσιακή ατμόσφαιρα που σκόρπισαν γενναιόδωρα στον χώρο, με τα απίθανα ποντιακά τους, οι Θανάσης Στυλίδης, Νικηφόρος Φουλιράς, Σταύρος Καρυπίδης των Χωρέτ’ και οι εκρηκτικοί χορευτές τους.
  • Το υπέροχο εργαστήριο που μας πρόσφεραν ένα πρωινό, στη μικρή πλατεία της Κόνιτσας, οι Βούλγαροι Kaynak Pipers Band, οι οποίοι, με μουσική υπόκρουση τον ήχο της κάμπα γκάιντα, του παραδοσιακού αυλού από την οροσειρά της Ροδόπης, και την εκπληκτική φωνή της τραγουδίστριάς τους, μάς προπόνησαν στα λόγια των τραγουδιών τους και στα βήματα των χορών τους.
  • Ο καθηλωτικός τρόπος με τον οποίο οι Ρουμάνοι Subcarpați ένωσαν σύγχρονους ήχους της ραπ και της χιπ χοπ με παραδοσιακά λαϊκά όργανα και μελωδίες του παρελθόντος.
  • Τα ασπρόμαυρα καρέ από γάμους, κηδείες, αγροτικές εργασίες και γλέντια-μια υπνωτιστική, μαγική προβολή στον μεγάλο πέτρινο τοίχο του Σπιτιού της Χάμκως. Μπροστά στα μάτια μας ξετυλίχθηκαν στιγμιότυπα από τη ζωή στα Νότια Βαλκάνια , όπως την αποτύπωσαν σε φιλμ, μεταξύ 1905 και 1926, οι πρωτοπόροι κινηματογραφιστές Γιαννάκης και Μίλτος Μανάκης. Η προβολή των μικρών ταινιών, που προέρχονται από το κινηματογραφικό αρχείο της Βόρειας Μακεδονίας, συνοδεύτηκε από ζωντανή μουσική και γέννησε συγκρίσεις μεταξύ του μακρινού χτες και του σήμερα.
  • Το γλέντι στη μεγάλη πλατεία της Κόνιτσας, την τρίτη ημέρα του φεστιβάλ. Η κρητική μπάντα του Κωστή Νοδαράκη, αποτελούμενη από κορυφαίους μουσικούς, έκανε ολόκληρη την πλατεία να πάλλεται στον ρυθμό του Μαλεβιζιώτη και του Πεντοζάλη, ενώ οι περίφημοι Χαλκιάδες, που ακολούθησαν, ένωσαν αριστοτεχνικά και περήφανα τους ρυθμούς της Ηπείρου και της Δυτικής Μακεδονίας.

 

Και φυσικά, είναι ο ίδιος ο τόπος. Η Κόνιτσα και οι άνθρωποί της, που σχηματίζουν μια ιδανική αγκαλιά για τη γιορτή. «Μέσα από το φεστιβάλ ο δήμος μας βρίσκει έναν νέο τρόπο για να αφηγηθεί την ιστορία του. Η επιλογή της Κόνιτσας για το «Γιατί ‘ναι μαύρα τα βουνά;» είναι για μας τιμή, ευθύνη και ευκαιρία», είπε ο δήμαρχος Ανδρέας Παπασπύρου, απευθυνόμενος στην καλλιτεχνική διευθύντρια του Ιδρύματος Ωνάση Αφροδίτη Παναγιωτάκου, στην οποία πρόσφερε μια τιμητική πλακέτα ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς του Ιδρύματος στην Κόνιτσα ειδικά και στον πολιτισμό γενικά. «Έχετε υπάρξει εξαιρετικός οικοδεσπότης και η κοινωνία της Κόνιτσας έχει υπάρξει εξαιρετικά φιλόξενη», απάντησε η Αφροδίτη Παναγιωτάκου. «Μέσα από αυτό που καταφέραμε μαζί, στο φεστιβάλ, αποδεικνύουμε ότι η τέχνη και ο πολιτισμός είναι εδώ όχι μόνο για να μας διδάσκουν, αλλά και για να μας δίνουν το δικαίωμα και το προνόμιο να απολαμβάνουμε τη ζωή».

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ REAL.GR